Πρόσφατα ο γιος μου γύρισε στο σπίτι ύστερα από ένα πάρτι συμμαθητών του, μετά από την ευγενική κίνηση μητέρας φίλου του να αναλάβει –μετά από εκ των προτέρων συνεννόησή μας βέβαια– να μεταφέρει τον Τζιρίτα τον νεώτερο εις τας αγκάλες της οικίας του (μιλάμε για πάρτι 10χρονων, οπότε κάπου στις 9+30 το πράγμα λήγει). Αργότερα το ίδιο βράδυ μου ανέφερε κάτι που του έκανε εντύπωση αλλά που για εσάς κι εμένα είναι μάλλον συνήθης εικόνα: η μητέρα του φίλου του είχε μια αρμαθιά από CDs χυμένα κάπου χαμηλά σε μια θήκη της εταζέρας και από εκεί επέλεξε κατά τη διαδρομή (περί των 17 λεπτών, όχι μεγαλύτερη) δύο δίσκους ακτίνας για να διασκεδάσει τα στους πρόποδες της εφηβείας αγόρια. Αυτό που έκανε εντύπωση στον υιό δεν ήταν η επιλογή της μουσικής (βαθύπατο r’n’b, μάλλον ατυχής επιλογή για τα γούστα του) αλλά το ότι τα ακτινόδισκα ήταν αφημένα στην τύχη τους και σε καμία –έστω προσχηματική– κατάσταση προστασίας.
Όντας συνηθισμένος σε συνθήκες αν όχι ιεροτελεστίας στα σίγουρα όμως σεβασμού σε ό,τι σχετίζεται με τους φορείς μουσικής (είτε σε επίπεδο αποθήκευσης, είτε σε επίπεδο αναπαραγωγής) ο υιός Τζιρίτας βρήκε ασυνήθιστο το φαινόμενο. Αυτή όμως είναι η αλήθεια για ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων, όχι μόνο για το αυτοκίνητο τους αλλά και για το σπίτι τους. Δεν μιλάω βέβαια για τα σπίτια όσων ανθρώπων ασχολούνται συστηματικά με τη μουσική και φτιάχνουν μικρές ή μεγάλες δισκοθήκες αλλά για εκείνους που ένα μεγάλο μέρος της δισκοθήκης τους απαρτίζεται από μερικά ξεχασμένα της νεότητας CDs κι άλλα τόσα μαζεμένα από τις εφημερίδες. Μέσα σε λιγότερο από 30 χρόνια, ο δίσκος ακτίνας έχασε ολωσδιόλου όχι μόνο τη λάμψη του μα και την ίδια την αξία του. Κάτι το οποίο έχει και τους προφανείς αλλά και τους πιο μύχιους λόγους του, ως γεγονός.
Καταρχήν, ας τραβήξουμε μια σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της αγοράς των Η.Π.Α. κι εκείνης της Ευρώπης και των υπολοίπων, καθώς η αγορά της Ασίας και ειδικότερα της Ρωσίας διακατέχονται από ιδιορρυθμίες σχετιζόμενες με την έσχατη είσοδό τους στο παγκόσμιο εμπόριο –και, ως εκ τούτου, η νεύρωση (περί κατανάλωσης) και η πειρατεία (ένεκα ισχνών οικονομικών πόρων) τις καθιστούν ανεδαφικά πεδία για προσμέτρηση τάσεων και αγορών. Η διαφορετικότητα πάλι της Ιαπωνίας χαρακτηρίζεται από την (επίσης νευρωτική) παρακολούθηση της τεχνολογίας όπως αυτή σχετίζεται με τη μουσική, όπως επίσης και από την εμμονή με την οποία η νεολαία της νήσου ασπάζεται, ενδύεται και –στην καλύτερη των περιπτώσεων– ενδυναμώνει μεμονωμένες λογικές ήδη αναπτυγμένες στις δύο ισχυρές αγορές (άρα δεν σχηματίζει δυναμικές παρά μόνο για το εσώτερο της αγοράς της). Η Λατινική Αμερική από την άλλη μπορεί να επιδεικνύει τεράστια ακροατήρια (και στο rock, ειδικότερα στο heavy) αποδεδειγμένα όμως κατόρθωσε να διαμορφώσει κατευθύνσεις σχετιζόμενες αποκλειστικά με καλλιτέχνες που τοπικιστικά απέδωσαν μουσικές ηχοδρομήσεις όταν τις συγκέρασαν με αμερικάνικες νομοτυπίες στην παραγωγή (βλέπε Gloria Estefan παλαιότερα ή Shakira στους νεώτερους χρόνους). Παραμένουν οι δυο γίγαντες, λοιπόν, που, εκτός του συντριπτικού ποσοστού στην παραγωγή μουσικής εξισωτικά μετακινούν και τις εκάστοτε τεκτονικές πλάκες της βιομηχανίας της μουσικής. Τα πειράματα και οι νεωτερισμοί ξεκινούν και δοκιμάζονται σε αυτές τις δυο περιοχές: Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη.
Εκεί άλλωστε παρουσιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ο δίσκος ακτίνας, ως νέος Προμηθέας. Ακόμα και τα ειδικά έντυπα που ασχολούνταν με την περιοχή του ήχου και όχι αποκλειστικά της μουσικής πραγματικότητας (συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών), υπερθεμάτιζαν για το νέο μέσο: συνεχίζουν να ηχούν στα αυτιά μου οι –σχεδόν ψηλομύτικες– δηλώσεις των θιασωτών της κλασικής μουσικής, οι οποίοι θεωρούσαν ότι μόνο μέσω αυτού του νέου φορέα μπορούσε να ακουστεί σωστά η συγκεκριμένη ηχητική φόρμα. Το rock και η pop ακολούθησαν σαν βρεγμένες γάτες την είσοδο στον χώρο του CD, ενώ η σχεδόν παράλληλη κατακλυσμιαία αλλαγή στα στούντιο –όπου οι εγγραφές άρχισαν από αναλογικές να γίνονται ψηφιακές– κούμπωσε ως προαναγγελθέν γάντι. Βέβαια έγιναν απίστευτα όχι μόνο λάθη μα και επικαλύψεις ψευδών στοιχείων εκ μέρους των εταιρειών. Για να τα πάρουμε όμως ένα-ένα...
Ακόμα και στην κλασική μουσική δεν πέρασε πολύς καιρός γα να καταλάβουμε ότι οι μεσαίες ξύριζαν. Τα βιολιά δεν είχαν καμιά ζεστασιά, ενώ τα φαγκότα περισσότερο ως φραγκόκοτες ακούγονταν... Στο rock πεδίο θα αναφέρω δύο χαρακτηριστικότατες περιπτώσεις που αποδεικνύουν αμφότερες την προχειρότητα με την οποία έγιναν οι μεταγραφές, στην μεν πρώτη σε παλαιότερη περίπτωση, στη δε δεύτερη σε δίσκο ταυτόχρονο των εξελίξεων. Στον (θαυμάσιο) δίσκο του Robert Palmer Pressure Drop (1975/Island) μεταξύ του 7ου τραγουδιού (“Trouble”) και του 8ου (“Fine Time”) υπάρχει ένα πιο μικρό κενό από το συνηθισμένο (κλασικό τρυκάζ δίσκων που θέλουν να δώσουν μια αισθητική ενότητα). Μόνο που αν βάλετε αποκλειστικά το “Fine Time” να παίξει θα ακούσετε την κόντρα των ντραμς με την οποία τελειώνει το προηγούμενο τραγούδι, ενώ σε περίπτωση που πάτε τον δίσκο σε τακτική ακρόαση θα σας διαφύγει. Στην άλλη περίπτωση είχαμε τον τελευταίο επίσημο δίσκο των Gun Club, το Mother Juno (1987/Red Rhino) όπου αν κάνατε το λάθος να πάρετε το CD στα σίγουρα κλαίτε ακόμα τα λεφτά σας. Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι δεν είχε γίνει καμία προεργασία για την απόδοση των συχνοτήτων και τη μεταφορά τους στον συγκεκριμένο φορέα –κάτι σαν να ακούτε τον Jeffrey Lee Pierce να άδει μέσα από τα βραχέα.
Τελικώς, μετά από διαμαρτυρίες ειδικότερα από τεχνικούς των στούντιο, οι εταιρείες πήραν μπροστά κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κι άρχισαν να φτιάχνουν ειδικές δεξαμενές ήχου για τον νέο φορέα. Με τα χρόνια αρχίσαμε έτσι να έχουμε τις λεγόμενες remastered εκδόσεις, οι οποίες ανέδειξαν εκ νέου αριστουργήματα, ειδικότερα των 1960s. Θυμηθείτε λ.χ. το θεϊκό 24bit remaster που έγινε σε όλους τους δίσκους των Rolling Stones, για το οποίο ακόμα και ο ίδιος ο Keith Richards είχε δηλώσει θαυμασμό μιας και ομολόγησε ότι άκουσε εκ νέου πράγματα που είχε ηχογραφήσει, μικρολεπτομέρειες που πολύ απλά ακόμα και στο βινύλιο είχαν χαθεί στη συχνοτική μετάφραση. Αρχίσαμε να έχουμε επίσης θαυμάσιες εκδόσεις πολυτελών κασετινών με θεματικές ενότητες είτε γύρω από κινήματα, είτε γύρω από μεμονωμένους καλλιτέχνες. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την κασετίνα των Talking Heads ή την θαυμάσια ροζ της Barbara Streisand κι εκείνη του Billy Joel; Ή μήπως το εκπληκτικό και δυσεύρετο σήμερα Beauty Is A Rare Thing του Ornette Coleman; Τα βινύλια, αν δεν εξαφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας, στα σίγουρα πάντως είχαν πια πωλήσεις οι οποίες στην τελική σούμα της χρονιάς δεν ξεπερνούσαν το 1,4 του συνολικού τζίρου (μέτρηση ΗΠΑ/1998). Ακόμα και οι φανατικότεροι που υποστηρίζαμε όχι μόνο τα της προσωπικής επαφής με το αντικείμενο αλλά και της ηχητικής του πιστότητας παρασυρθήκαμε και είχαμε όλο και λιγότερες αγορές εξ αυτού –χωρίς ευτυχώς να φτάσουμε στην εξαφάνιση των αγορών βινυλίου.
Όμως για σταθείτε… Πού βρίσκονται όλοι αυτοί οι προύχοντες της δισκογραφίας, όσοι μας έλεγαν ότι το βινύλιο δεν υπάρχει πια ως βιώσιμη και πρακτική μορφή και μόνο το CD είναι το απόλυτα σωστό μέσο; Παραθέτω δήλωση του Lyor Cohen, κεφαλή της Warner Music Group, από πρόσφατη συνέντευξή του στο Forbes, όπου επιχειρεί να εξηγήσει την αύξηση πωλήσεων δίσκων βινυλίου στα τελευταία χρόνια: «Η ποιότητα του ήχου είναι ό,τι πλησιέστερο σε αυτό που θέλει ο καλλιτέχνης να ακουστεί από το έργο του». Ώπα! Πάμε ένα ταξίδι με τη χρονομηχανή στις αρχές της δεκαετίας του 1980; Το ίδιο ακριβώς υποστήριζαν οι εξεκιουτίβες εκείνης της εποχής για το CD και, όπως είπαμε και παραπάνω, βρήκαν πρώτους υποστηρικτές από την κοινότητα των ακροατών τους θιασώτες της κλασικής μουσικής –ασχέτως βέβαια αν κι αυτοί έπαθαν επιλεκτική αμνησία κι άρχισαν εν τέλει στα μέσα της δεκαετίας των ’00s να αγοράζουν εκ νέου βινύλια.
Τι συνέβη στον έρμο τον δίσκο ακτίνας; Προς τι όλη αυτή η απαξίωση που βιώνει σήμερα; Σε επίπεδο αισθητικής καταρχήν, ο δίσκος ακτίνας εξευτελίστηκε στα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, όταν κάθε ένας που δεν ήθελε να αγοράσει δίσκους άκουγε αντιγραμμένα CD από τους κολλητούς του. Το αντιγραμμένο CD, ακόμα και όταν κάποιοι μερακλήδες του έβαζαν εκτυπώσεις και ανατυπώσεις του αυθεντικού εξωφύλλου, παρέμενε αναμφισβήτητα ένα άσχημο αντικείμενο σε αντίθεση με τις εξελιγμένες εκτυπώσεις τις οποίες είδαμε ένα λαμβάνουν χώρο στη δεκαετία του 1990 –όπου οι αρμόδιοι καλλιτέχνες άρχισαν να φτιάχνουν εξώφυλλα, εσώφυλλα, συνοδευτικά και ροζέτες ειδικά φτιαγμένα για τους δίσκους ακτίνας. Κάντε έναν κόπο και πιάστε δίσκους όπως τον δεύτερο προσωπικό του Mark Lanegan ή των Sigur Ros και νομίζω ότι θα συμφωνήσετε ότι έφτασαν πολύ ψηλά σε διάφορα χρονικά σημεία. Η ύπαρξη των δίσκων (επαν)εγγραφής μαζί με το φαινόμενο των προσφερόμενων δίσκων από εφημερίδες οδήγησαν έτσι τους δίσκους ακτίνας να θεωρούνται ως αναλώσιμα και στη βάση της πυραμίδας προσοχής περί της ακεραιότητας τους. Και οι δίσκοι βινυλίου πέρασαν βέβαια τα πάνδεινα σε μικροαστικά σπίτια αλλά τότε οι μη έχοντες σχέση με το άθλημα της ακρόασης δεν ακουμπούσαν τους δίσκους. Τώρα όμως ακόμα και ημιπαράλυτη γραία μπορεί να βάλει δίσκο ακτίνας σε κινέζικο CD player. Αντίθετα, όσο και να ψάξετε, δεν θα βρείτε στη μνήμη σας βινύλια πεταμένα πίσω από το ράφι στο σπίτι της θείας σας –τώρα μπορεί να βρείτε ακόμα και κομμάτι μπέικον από την παραγγελία καρμπονάρας του ξαδέλφου σας...
Την ίδια στιγμή έσκασε και το διαδίκτυο σε επίπεδο downloading. Χαρακτηριστικά και για να μην μακρηγορώ σε μια ήδη πολυσυζητημένη υπόθεση θα σας πω ότι στο αναγνωστικό της Τετάρτης Δημοτικού του υιού μου υπάρχει φράση που το ένα παιδάκι λέει στο άλλο: άμα του αρέσει το δείνα τραγούδι να πει στον αδελφό του να το κατεβάσει από το ίντερνετ. Φτάσαμε όχι πια να συζητάμε για το downloading και για μουσικούς και υπαλλήλους δισκοπωλείων οι οποίοι έχουν αποκλειστικά σκληρούς δίσκους και ούτε έναν κανονικό στην κατοχή τους (πραγματικά και πολυάριθμα και τα δύο παραδείγματα) αλλά για νεοσσούς, που ακούνε αποκλειστικά μέσω του γιουτουμπίου.
Ωραία θα μου πείτε… Τον αφοριστή και τον ιεροεξεταστή από τον Ντον Κάρλος ήρθες να κάνεις σε ένα καθαρά ιντερνετικό μέσο; Όχι. Αλλά καλό θα ήταν να μην τσιμπάμε κατευθείαν σε ό,τι νεωτεριστικό προσπαθούν να πουν οι εταιρείες πως είναι «καλύτερο προς ακρόαση». Διότι έτσι πήγανε να πασάρουνε και το MP3 και γέλασε όχι μόνο το παρδαλό, αλλά και το κυανόλευκο κατσίκι. Όσο κι αν ίσως σας κάνει εντύπωση, αυτή τη στιγμή το ζήτημα είναι ότι ο δίσκος ακτίνας δεν συμφέρει τις εταιρείες. Γιατί τα βινύλια μπορούν να τα πωλούν ακριβά σε σχέση με άλλα φορμάτ (στο Ηνωμένο Βασίλειο η μέση τιμή διαμορφώνεται στις 16,30 λίρες για μια καινούργια κυκλοφορία), από εκεί και πέρα ωστόσο ξεκινά ο τραγέλαφος. Διότι ναι μεν στο βινύλιο μπορούν να δικαιολογήσουν υψηλό κόστος ένεκα χαρτιού και υλικού και εκτυπώσεων κλπ. αλλά για να δούμε ποια είναι η αναλογία τιμής δίσκου ακτίνας και ντιτζιταλιάς (πάλι στο Ηνωμένο Βασίλειο): το CD λοιπόν έχει 7,82 λίρες, ενώ το ηλεκτρονικό κατέβασμα ενός πλήρους δίσκου 6,80 λίρες. Μόνο που όσο και να αθροίσετε τα κόστη διαχείρισης και συντήρησης ενός ιστότοπου, το κόστος ενός ψηφιακού άλμπουμ σε επίπεδο πώλησης δεν θα φτάσει ούτε κατά διάνοια το ζεύγος κόστος/ύπαρξη του δίσκου ακτίνας.
Δεδομένης μάλιστα της παραπάνω απαξίωσης που αναφέραμε στο συγκεκριμένο φορμάτ και του προαναφερθέντος κόστους, για ποιο λόγο να συντηρήσουν οι δισκογραφικές έναν φορέα τον οποίον μάλιστα έχουν εξερευνήσει σε επίπεδο παραγωγής (βλέπε παραπάνω περί artwork και εκδόσεων κλπ.); Θυμηθείτε όμως ότι κάποια στιγμή από την πολλή ντιτζιταλίλα, όταν πια οι καλλιτέχνες θα φτιάχνουν μόνο κάποιες μικρές βινιέτες για εξώφυλλα και όταν οι πληροφορίες για τα τεκταινόμενα του δίσκου (στούντιο/στίχοι/ευχαριστίες/τιστάτα) θα αποτελούν τα στοιχεία ενός απλού word, θα παραπονεθούμε και μπορεί να πεθυμήσουμε το έρμο το CD…
Τώρα που οι πωλήσεις βινυλίων ανέβηκαν και πάλι, τώρα που οι ερωτήσεις στα γυναικεία περιοδικά διαμορφώθηκαν σε στυλ «τι ακούς αυτό τον καιρό στο iPod σου;», οι καλοί ακροατές είναι καιρός να δείξουν στις εταιρείες ότι δεν ψαρώνουν με τον κάθε νεωτερισμό που προσπαθεί να επιβάλλει ο κάθε καταπιεσμένος λογιστής, φορτωμένος κόκα και ματαιοδοξία. Διότι τέτοιοι είναι τα τελευταία 15 χρόνια πολλοί από τους πληρούντες τις ανάλογες θέσεις στη δισκογραφία. Ακόμα και οι καλλιτέχνες το καταμαρτυρούν άλλωστε ότι οι εποχές επιχειρηματιών μερακλήδων όπως ο Ahmet Ertegün (1923-2006) έχουν παρέλθει.