Το Ρόδον δεν το έζησα. Πήγα στην πρώτη μου συναυλία λίγες μόλις ημέρες μετά τις, θρυλικές για όσους ήταν εκεί, Last Days of Rodon, του εξίσου θρυλικού για όσους υπήρξαν μέρος του, Ρόδον. Το τι σήμαινε το λαϊβάδικο της οδού Μάρνη, μπορούσα να το ψυχανεμιστώ, από τα αφιερώματα που κατέκλυσαν εκείνο τον καιρό τον εγχώριο μουσικό τύπο, τα μουσικά περιοδικά που αποτελούσαν τον δικό μου φαντασιακό παράδεισο που μετατρεπόταν σταδιακά σε μια πραγματική σχέση ζωής με τη μουσική.
Το Ρόδον άνοιξε τις πόρτες του στις 6 Νοεμβρίου του 1987 και κατέβασε τα ρολά του στις 29 Μαΐου του 2005, μαζί με την ενηλικίωσή του, σαν ένα σημάδι ότι θα έμενε, έτσι, για πάντα νέο. Στα 18 του χρόνια πρόλαβε και με το παραπάνω να γράψει αρκετές χρυσές σελίδες εγχώριας (κι όχι μόνο) συναυλιακής ιστορίας, από αυτές που μας αρέσουν να διαβάζουμε στα rock ‘n’ roll βιβλία.
Από την τελευταία του βραδιά έχουν περάσει ακριβώς 15 χρόνια. Κι επειδή, όπως θα διαβάσετε και κάπου παρακάτω, το Ρόδον (όπως πολλές χωροχρονικές συντεταγμένες σε αυτή τη ζωή) το έκαναν οι άνθρωποι, επτά από αυτούς που υπήρξαν με κάποιον τρόπο «εκεί» θυμούνται εκείνες τις στιγμές του κατά Eric Burdon «καλύτερου club στον κόσμο» που, έτσι κι αλλιώς, δεν ξέχασαν ούτε θα ξεχάσουν ποτέ.
Ο Τάσος Βογιατζής θυμάται τη βραδιά που οι Franz Ferdinand έκαναν σεξ με την Αθήνα
Τα πρώτα βράδια μου στο Ρόδον ήταν περίπου ταυτόσημα σε ιεροτελεστία με τα μεσημέρια στη Σκεπαστή, στον πάλαι ποτέ ναό της Α.Ε.Κ.: πήγαινα και έφευγα συνήθως μόνος, αλλά ποτέ δεν ένιωσα εκεί μόνος. Ανήκω στη γενιά που πρωτομπήκε εκεί στο δεύτερο μισό των '90s, αν και για πολλά χρόνια συμπεριφερόμουν όπως ακριβώς στο γήπεδο. Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις κανέναν σε μια ομαδική γιορτή με ανθρώπους που αισθάνεσαι ότι μοιράζεσαι μια κοινή τρέλα.
Δεν θα μπω στα άχρηστα κλισέ του τύπου «το Ρόδον ήταν το σπίτι μας». Δεν ήταν κι ας θυμόμαστε απέξω κι ανακατωτά μερικά βράδια εκεί, κι ας φτάσαμε στο τέλος να συναντιόμαστε παρέες - ιδρωμένα μπουλούκια τα τελευταία χρόνια. Είναι αλήθεια, όμως, ότι το Ρόδον δεν ήταν μόνο ο χώρος: ήταν οι άνθρωποι πίσω από αυτά που γίνονταν, άνθρωποι τρελαμένοι και πιο ξεκούραστοι για να κάνουν πράγματα, πιο ενημερωμένοι πολλές φορές κι από το κοινό για το τι συμβαίνει. Και λειτουργούσε και λίγο καλύτερα αυτό που λέμε «κύκλωμα της μουσικής βιομηχανίας» (ή βιοτεχνίας -ό,τι πείτε), έστω κι αν ήταν στα τελειώματά του, με την πρότερη μορφή του. Εκείνοι έφεραν ονόματα στο peak της καριέρας τους ή υποστήριξαν μέχρι τέλους τις πιο παράξενες επιλογές. Ο Μανώλης Κιλισμανής, για παράδειγμα, κάποτε σκέφτηκε ότι αυτό που συνέβαινε όταν οι Faithless έπαιζαν το "God Is A DJ", δεν θα απείχε πολύ από τον πανικό μιας rock συναυλίας, κι ας απείχε χιλιόμετρα η αισθητική τους. Κι όμως, οι άνθρωποι της Άνωσης δεν τους έφεραν μόνο στα ντουζένια τους, αλλά συνετέλεσαν στο να δημιουργηθεί ένα εγχώριο κοινό που δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την club αισθητική τους.
Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι οι άνθρωποι αλλάζουν τις καταστάσεις κι οι άνθρωποι αυτοί, οι διαβασμένοι και ταλαντούχοι στον τομέα τους δεν στηρίχτηκαν απλώς στη δίψα του κόσμου για νέα πράγματα. Έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τα φέρουν και να τα κάνουν να πετύχουν. Μερικοί από αυτούς ξέρω ότι στήσανε ράντζα στις δουλειές τους και το πήραν λίγο πιο σοβαρά από ό,τι έπρεπε. Όμως το έκαναν γιατί το είχαν οι ίδιοι ανάγκη. Δεν είχαν ούτε τα μισά μέσα επικοινωνίας σε σχέση με σήμερα, κι όμως με τον τρόπο τους ήταν πανταχού παρόντες στα τηλέφωνα, στις εκπομπές, στα sites, για να συζητήσουν για το τάδε που ειπώθηκε ή γράφτηκε, να ρωτήσουν και να μάθουν από ανθρώπους που παρακολουθούσαν live στο εξωτερικό, να ανταλλάξουν απόψεις και στη συνέχεια να καταστήσουν όλους άτυπους συμμέτοχους στην επιτυχία της τάδε συναυλίας. Το Ρόδον, λοιπόν, δεν ήταν ο χώρος, ήταν οι άνθρωποι: πάνω, κάτω και πίσω από τη σκηνή. Και κάπως έτσι, τα μοναχικά βράδια πολλών ανθρώπων εξελίχθηκαν αργότερα σε μεγάλες παρέες και ατέρμονες συζητήσεις.
Οι άνθρωποι αυτοί (εν προκειμένω, τότε, της Didi Music) ήταν, λοιπόν, που έβαλαν στοίχημα το 2004, όταν ζούσαμε και την ψευδαίσθηση ότι γεννάνε και τα κοκόρια μας ως λαός, να φέρουν την πιο hot μπάντα στην Ευρώπη να παίξει σε αυτό το club. Και μας χάρισαν μία από τις τελευταίες απίθανες συναυλιακές βραδιές εκεί. Ίσως την τελευταία πριν το κλείσιμο του Ρόδον, λίγους μήνες αργότερα. Οι Franz Ferdinand δεν ήταν απλώς οι αγαπημένοι του NME, ήταν η μπάντα που έκανε (με τη βοήθεια και κάποιων άλλων) και πάλι cool και mainstream το indie rock στην ήπειρό μας. Ξέρετε, δεκαετίες τώρα το ροκ πεθαίνει και κάθε τόσο όλο και κάποιος βρίσκεται για να του κάνει μια αξιοπρεπή κηδεία. Αλλά πετάγονται από το πουθενά κάτι τύποι, καλή ώρα όπως οι Franz Ferdinand, κάνουν τα δύσκολα εύκολα, γράφουν ένα δίσκο που δεν έχει ούτε ένα μέτριο τραγούδι (γεγονός σπάνιο ακόμα και για δισκάρες που έμειναν στην ιστορία) και μπορούν από το πουθενά να τραβήξουν κόσμο που θα αγαπήσει αυτούς, το είδος τους και τις συναυλίες ακόμα. Ε, αυτό ήταν οι Franz Ferdinand τότε, αυτό που συνέβαινε και που μπορούσες να το χλευάσεις όσο θέλεις: κι αυτούς για το hype κι εμάς για τα γελοία μαύρα σακάκια και τις κόκκινες γραβάτες που φορούσαμε στα μπαρ του κέντρου της Αθήνας. Αλλά μόνο να γελοιοποηθείς ο ίδιος μπορούσες αν δεν αναγνώριζες την αξία αυτού που έβλεπες μπροστά σου εκείνη τη βραδιά στο Ρόδον, όσο κατάφερνες να δεις σε αυτό το στριμωξίδι 1.300 ανθρώπων που χόρευαν ασταμάτητα. Ήταν από τις λίγες βραδιές που (λογικά) δεν διανοείσαι να πάρεις ποτό, κι όμως ο αθεόφοβος το έκανα και το έχασα εξ ολοκλήρου στα πρώτα λεπτά του set τους. Πετάχτηκε από πάνω αριστερά που βρισκόμουν και προσγειώθηκε σε πολλά κεφάλια που δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία.
Δεν μπορώ να περιγράψω τι έγινε στη μία ώρα και 5 λεπτά που κράτησε το live και λυπήθηκα αυτούς που έπρεπε να ταξινομήσουν τις σκέψεις τους για να δημοσιεύσουν κριτική στα μουσικά και μη μέσα. Στη βολή του ο καθένας, χοροπηδούσε και τραγουδούσε μαζί κάθε στίχο από το άλμπουμ, λες και επρόκειτο για greatest hits. Και με τέλειο ήχο, όπου κι αν βρισκόσουν. Οι τύποι αυτοί είχαν μόνο ένα δίσκο στην πλάτη τους κι ας αναρωτιέμαι σήμερα που τα βρήκαν και τα έπαιξαν τα 16 κομμάτια συνολικά. Εκείνο το σαββατιάτικο βράδυ, λοιπόν, βγήκαμε από εκεί μέσα ιδρωμένοι, με πόδια που έτρεμαν και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Σεξ με τα όλα του.
Υ.Γ. Δύο πράγματα συνέβησαν εκείνη την εβδομάδα: το live των Franz Ferdinand και η κυκλοφορία του πρώτου SONIK στα περίπτερα. Κι όμως, το πρώτο έχει καταφέρει να σβήσει σήμερα την ανάμνηση του δεύτερου, κι ας ήταν απείρως πιο σημαντικό για εμένα.
Για τον Τάκη Γιαννούτσο, μένει εκείνο το live των Stranglers και ένα «γιατί»
Όταν κάτι ή κάποιος που αγαπάς βρίσκεται ακόμα μαζί σου, συνηθίζεις να γιορτάζεις τη μέρα που βρεθήκατε ή γνωριστήκατε. Όταν, όμως, κάτι που αγαπάς φεύγει από κοντά σου, αυτό που σου μένει ως δυνατό συναίσθημα, είναι η μέρα που έφυγε και ένα «γιατί»...
27 Μαΐου 2005
Η μία από τις δύο μέρες του Last Days of Rodon
Οι Stranglers την πρώτη μέρα και οι James Taylor Quartet τη δεύτερη. Και (για καλή ή κακή μας τύχη) οι Yeah!, το συγκρότημά μου δηλαδή, έπαιζε ως support με τους Stranglers. Είναι από τις βραδιές εκείνες που το μόνο που σου έχει μείνει είναι τα συναισθήματά σου. Ούτε πώς έπαιξαν τα γκρουπ, ούτε τι τραγούδια ακούστηκαν, ούτε το πόσο γεμάτο ήταν το Ρόδον. Μόνο συγκίνηση, στεναχώρια, απορία, θλίψη, φιλιά, αγκαλιές, κλάματα. Και ένα «γιατί»...
Μια βραδιά από την οποία δεν ξέρω αν θα μπορούσα να φέρω στη μνήμη μου εικόνες αν δεν υπήρχαν τα video, τα sites και τα περιοδικά. Παρά μόνο συναισθήματα.
Αισθάνομαι τυχερός που σαν Yeah! ήμασταν και στο άνοιγμα και στο κλείσιμο αυτού του μοναδικού και σπουδαίου (για την Ελλάδα και τον κόσμο) χώρου.
Θα ήμουν όμως ευτυχισμένος αν στο 24 της οδού Μάρνη, έστεκε ακόμα το Ροδον Live.
Τον Τάκη Γιαννούτσο, πέρα από τους Yeah! τον ακούτε καθημερινά 6:00-10:00 στον Red Fm μαζί με τον Θοδωρή Βαμβακάρη με τον οποίο τον βλέπετε και στην ΕΡΤ 1 κάθε Παρασκευή στις 23:15. Είναι Αυτός και ο Άλλος.
Η Θάλεια Καραμολέγκου ονειρεύεται ακόμα την κοιλιά του υπερηχητικού κήτους
Μερικές φορές ακόμα βλέπω σε όνειρα πως βρίσκομαι στην κοιλιά του υπερηχητικού κήτους, ασφαλής και μαζί χαμένη στη σκοτεινή, καπνισμένη του ατμόσφαιρα. Στη μπάρα η Άννα και ο Ντάνυ, γύρω φίλοι και οικείες φυσιογνωμίες, στο booth φωτάκια που ανάβουν χαμηλά, δεν διακρίνεις προσωπο πίσω από το τζάμι. Ηλεκτρισμός, ρυθμός, ιδρώτας, τσιγάρα, ταλάντωση στα όρια. Να κλέψω δέκα λεπτά από την εκπομπή, μήπως προλάβω το support.
«Πλειστόκαινο» μου λέει σήμερα το δεκαπεντάχρονο ανίψι. «Μα καλά, πώς βλέπατε συναυλίες χωρίς κινητό;». Σίγουρα οι επόμενοι θα απορούν ακόμα περισσότερο για την εγγύτητα των σωμάτων, το μοίρασμα του ποτού από το ίδιο ποτήρι, τις αγκαλιές και πάει λέγοντας. ‘’Who's in charge here?’’, θυμάμαι τον τραγουδιστή των Stereo MC’s να φωνάζει από τη σκηνή.
Πόσο απίστευτο φαινόταν να βλέπεις τους Sonic Youth ολοζώντανους μπροστά σου, τους Pixies να βάζουν τελεία σε κάποιον συναυλιακό χειμώνα, τον Steve Wynn με διάφορα κατά καιρούς σχήματα, τη συγκλονιστική πρώτη συναυλία των Residents, το τρίωρο live των Walkabouts, τη διονυσιακή γιορτή των Negresses Vertes, τη σκοτεινή τελετή του Tricky, την πρώτη συναυλία των Tindersticks, το μεθυσμένο διήμερο των Deus, την -κυριολεκτικά- τελευταία ζωντανή εμφάνιση του Screaming Jay Hawkins, και, για να πάμε πίσω στα βασικά, τον Greg Sage αλλά και τους Gun Club, πριν ακόμα έρθουν με φόρα τα 90s.
Στο τέλος μιας από τις συναυλίες του Iggy Pop, ένας φίλος έπιασε τις μπαγκέτες που μας πέταξε ο ντράμερ του. Βρίσκονται ακόμα στο μεγάλο μεταλλικό κουτί, μαζί με όλα τα αποκόμματα των εισιτηρίων. Τώρα που τα κοιτάζω μετά από χρόνια, λέω πόσο ουτοπικό μοιάζει όλο αυτό το σκηνικό, μια τόσο ζωντανή ατμόσφαιρα στην κοιλιά ενός ακόμα μεγαλύτερου κήτους, της πόλης που πολλές φορές δεν αναγνωρίζουμε. Ο Σπύρος που μένει σε μια πολυκατοικία απέναντι από το σούπερ μάρκετ που βρίσκεται σήμερα στη θέση του Ρόδον Club, μου λέει πως κάθε φορά που διαλέγει φρούτα, δε μπορεί να μη σκεφτεί πως κάποτε, να, λίγο εκεί πιο πέρα, στεκόταν ο Johnny Thunders.
Η Θάλεια Καραμολέγκου έχει γράψει πολλά ραδιοφωνικά χιλιόμετρα σε σταθμούς όπως οι Rock Fm, En Lefko, Στο Κόκκινο, Athens Voice αλλά και στο Ρόδον 94.4.
Ο Μανώλης Κιλισμανής προσπάθησε να χωρέσει την εμπειρία του Ρόδον σε 383 λέξεις
300 (τόσες έλεγαν οι οδηγίες) λέξεις για το Ρόδον Club-χωρίς χρονολογική σειρά, όπως μου ‘ρθαν στο μυαλό.
-
Το επίσημο άνοιγμα με Triffids. Το πρόγραμμα που μοίραζαν στην είσοδο. Η διασκευή στο “Sympathy For The Devil” όταν ξέμειναν από τραγούδια.
-
Το πρώτο τετραήμερο των Ramones. Το τελευταίο τους τριήμερο που έγινε διήμερο, για όλους τους λάθος λόγους.
-
Οι Go Betweens στο “Cattle and Cane”.
-
Ο τελικός κυπέλλου ΠΑΟ-ΟΣΦΠ 3-1 που βλέπαμε με τον Μιχάλη Καββαδία στο φουαγιέ.
-
Ο Νίκος Τριανταφυλίδης να χτυπιέται σε επίσης τελικό κυπέλλου (ΠΑΟΚ-ΟΣΦΠ) πάλι στο φουαγιέ.
-
Η Siouxsie με τους Creatures να τη λέει άσχημα σ έναν τύπο που νόμιζε πως είχαμε ακόμα 1977 και (την) έφτυνε.
-
Όλες οι εμφανίσεις των Inspiral Carpets.
-
Η πρώτη φορά των Faithless.
-
O Julian Cope να παίζει το “Read It In Books”.
-
To t-shirt που έκανε δώρο σε μένα και τον Παντελή ο manager των Carter USM επειδή χτυπιόμασταν μόνοι μας πίσω πίσω.
-
Η ατάκα ‘Man, this is small!’ του tour manager των Dream Theater.
-
Οι Negresses Vertes.
-
Η στιγμή που οι Dream Syndicate ξεκίνησαν το “Boston” σ’ εκείνη την ιστορική συναυλία.
-
Η Μαίρη, τα παιδιά στη πόρτα και τη μπαριέρα, ο Ντάνυ, η Άννα κι όλος ο κόσμος που δούλεψε εκεί μέσα όλα αυτά τα χρόνια.
-
Όλοι όσοι πέρασαν από τα ΜΚ ΙΙ του club σαν DJs.
-
Η πεντάωρη εμφάνιση του Tricky μέσα σε απόλυτο σκοτάδι -τα φώτα σκηνής άναψαν μόνο για μερικά δευτερόλεπτα κάποια στιγμή.
-
Το γελοίο κείμενο του Δανίκα στο περιοδικό Exodos για τον χώρο μετά από μια συναυλία της Marianne Faithfull.
-
Η ενημέρωση για το πώς πήγε η Λίβερπουλ κάθε Σάββατο με το που έμπαινε ο Χρήστος Δασκαλόπουλος. Κάποια στιγμή αναγκάστηκα να του πω πως είμαι United.
-
Η πρώτη εμφάνιση του Jonathan Richman.
Δεν έγραψα για ελληνικά ονόματα μη ξεχάσω τίποτα κι έχουμε δράματα.
Πήγα στην Άνωση (άρα και στο Ρόδον) τέλη καλοκαιριού του 1992 κι έζησα όλη τη διαδικασία κλεισίματος-δε χρειάζεται να τη ζήσετε κι εσείς. Έκανα δημόσιες σχέσεις, αργότερα έψαχνα και για κάνα χορηγό κ έκανα και booking.
Για όσους και όσες συσχετίστηκαν με το χώρο και δεν είναι πια μαζί μας.
(Τελικά χρειάστηκα 383 λέξεις κι έμειναν πολλά απ’ έξω)
Ο Μανώλης Κιλισμανής έχει κυκλοφορήσει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Στο Χωριό και συμμετέχει στη συλλογή Πανδημία με ένα διήγημά του (αμφότερα από τις εκδόσεις 24 γράμματα).
Για τον Σπήλιο Λαμπρόπουλο, σημασία δεν έχουν μόνο όσα έζησε αλλά και όσα έχασε
Προσπερνώντας τα εύκολα κλισέ τύπου «αν μπορείς να χωρέσεις τις εμπειρίες σου στο Ρόδον Live Club σε 300 λέξεις, τότε μάλλον δεν ήσουν πραγματικά εκεί», θα παραδεχτώ ότι σε 300 λέξεις δυστυχώς δεν μπορώ σχεδόν ποτέ να χωρέσω κάτι, αλλά μπορώ να βεβαιώσω ότι ήμουν πραγματικά πολλές φορές εκεί, όχι στην πρώτη, μυθική επταετία λειτουργίας του, αλλά κυρίως τη δεκαετία 1995-2004, και μάλιστα με διάφορους ρόλους: πρώτα ως θαμώνας. Έπειτα ως dj του club. Κάποια άλλη στιγμή ως μάνατζερ συγκροτήματος. Και, προς το τέλος, ξανά ως θαμώνας, γιατί η ζωή κύκλους κάνει. Μέχρι που ο κύκλος κλείνει. Και ο κύκλος του Ρόδον δεν θα μπορούσε να μην κλείσει, καθώς, όσα χρόνια λειτουργούσε, παράλληλα άλλαζαν τα πάντα: το κοινό, η μουσική, ο τρόπος που αυτή «καταναλώνεται», τα στέκια, οι τάσεις, οι μόδες και πάνω από όλα, η οικονομία...
Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να μην είμαστε ευγνώμονες, όλοι οι της γενιάς μου, για τη συγκυρία να υπάρχει ένα τέτοιο club στην εποχή που ένα τέτοιο club θέλαμε και εμείς: απλά να έχει συχνά live. Και, μερικές φορές, συγκλονιστικά live.
Τι μπορώ να καταγράψω χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και χωρίς χρονολογική σειρά;
-
Την εμπειρία μου να παίζω dj σε live των Cathedral με τόσο «ακατάλληλη» επίδοση που έγινα μετά, εχμ, διάσημος για 15 αράδες από το βρετανικό Metal Hammer ως ο άνθρωπος που «ήταν φυλακή την τελευταία δεκαετία και δεν έχει ακούσει τίποτα σύγχρονο».
-
Την πρώτη φορά που είδα live τους Closer, support σε κάποιο γκρουπ που φυσικά δεν θυμάμαι, γιατί ποτέ δεν θυμάσαι ποιο γκρουπ ακολουθεί μία καταπληκτική μπάντα που σε απογειώνει.
-
Το πως μετέφερα εννιά (9) μέλη των Divine Comedy με ένα δίπορτο Σκαραβαίο του 1970 έπειτα από μία επίσκεψη στην Ακρόπολη, με άγχος ότι εξαιτίας μου θα έχαναν το soundcheck.
-
Τον Coolio και τους Cramps, αμφότερους αξιοθρήνητους, στα μάτια μου τότε, πάνω στη σκηνή.
-
Το απόλυτο σκοτάδι του Tricky, σε μία συναυλία για γερά στομάχια και εκπαιδευμένα αυτιά.
-
Τον Peter Hammill να σταματάει τα κομμάτια στη μέση επειδή ακόμα συγκινείτο από το υλικό του break-up album Over, που είχε κυκλοφορήσει...είκοσι χρόνια πριν!
-
Την PJ Harvey, λίγο προτού αποκτήσει παγκόσμιο εκτόπισμα, να σαγηνεύει τους πάντες…
-
Τους Spiritualized, ως ό,τι πιο prog ανέβηκε ποτέ στη συγκεκριμένη σκηνή.
-
Τα κοστούμια του John Lurie και των Tindersticks.
-
Τη μαγική εμφάνιση του Martyn Bates (Eyeless in Gaza) ως yin στο yang της Anne Clark.
-
Τους ISIS, τη βραδιά που κερδίζαμε την Eurovision, με τον καλύτερο ήχο που είχαμε βιώσει ποτέ σε αυτό το χώρο – ή σε οποιοδήποτε άλλο ελληνικό κλαμπ.
Σύμφωνα με το θρύλο, βέβαια, οι καλύτερες συναυλίες ήταν αυτές που δεν πρόλαβα: Triffids, Go-Betweens, Residents, Godfathers, Wipers… Τα μισά να ισχύουν από όσα έχω ακούσει γι αυτά τα live, τότε πράγματι, η απώλεια είναι όλη δική μου. Αλλά όπως και στη ζωή, έτσι και στις συναυλίες, αξία δεν έχουν μόνον αυτά που έζησες, αλλά και αυτά που έχασες.
Ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος είναι Εμπορικός Διευθυντής Προϊόντων Ψυχαγωγίας στα Public.
Η Μαρία Μαρκουλή αναπολεί χαμένα “Wicked Games”
Μπροστά αριστερά, όπως κοιτούσες τη σκηνή υπήρχε ένας υπερυψωμένος χώρος. Στο παλιό σινεμά θα ήταν τα θεωρεία. Στο Ρόδον ήταν απλά ένας υπερυψωμένος χώρος. Από εκεί έβλεπες τη σκηνή, σα να βρισκόσουν σε μια προέκτασή της και όχι από ψηλά. Για κάποιους που δεν είμαστε και το πρώτο μπόι, ιδανικά. Αυτή ήταν η θέση μου και -πρώτο τραπέζι πίστα- απο εκεί είδα μερικά από τα πιο θρυλικά λάιβ της πολης.
Είδα τον Lux Interior να σκαρφαλώνει με τις γόβες του στα ηχεία και να ταλαντεύεται από τις κουρτίνες σαν Ταρζάν στη ζούγκλα. Είδα τους Ramones να με διακτινίζουν στον πλανήτη που είναι μόνο δικός τους, το Nick Cave να μου λέει για την Diana και την ψυχή της, τον Jonathan Richman, σε κάποια στιγμή που έχει κοπεί το ρεύμα να κατεβαίνει και να τραγουδάει σχεδόν στον καθένα από εμάς προσωπικά. Είδα τους Negresses Vertes να απλώνουν χαλιά και κιλίμια, πετώντας στις χίλιες και μια νύχτες του μουλτι/κούλτι ροκενρόλ τους, τους Beautiful South –τι live!- να βάζουν μπροστά το πάρτι από την οδό Μάρνη και να συνεχίζουν στο κλαμπ Αεροδρόμιο (πάνω από το παλιό Αεροδρόμιο, εκείνο που είχε και τα καθίσματα πιλότου).
Το άλλο το live με τους Body Count και τον Ice T, που το club παλλόταν από τα θεμέλια του και δεν ακούμπησαν τα πόδια μου στο πάτωμα, παρά μόνο σε άλλα πόδια και στον αέρα. Τους Stranglers να δηλώνουν εδώ και εκεί, πως είναι το καλύτερο club της Ευρώπης, το Ρόδον famous around the world. Και εκείνο το λάιβ των Delinquent Habits, το θρυλικό - όπου το πνεύμα του Ρόδον έκανε επισήμως την εμφάνισή του, με τις τεκίλες που ζητούσαν oι Delinquent από το μπαρ, την μία μετά την άλλη, τις έφερναν στη σκηνή και κέρναγαν τον κόσμο. ‘Ολοι μια παρέα.
Και αν εχω να πω, ακόμη μια ιστορία (και είναι πολλές) από το Ροδον και για τα αξέχαστα λάιβ του, θα πω για εκείνη που …έχασα. Το λάιβ του Chris Isaak.
‘Ηταν η εποχη του Heart Shaped World με το “Wicked Game” μέσα – και το video με την Helena Christensen έπαιζε συνέχεια στο ΜΤV. Είχε ξεκινήσει η συνεργασία του με τον David Lynch. Ιδιαίτερη περίπτωση, ξεχωριστή φωνή, ροκενρόλ καρδιά. Και εγώ big fan- εκείνο το βράδυ που ο Chris Isaak εμφανιζόταν στο Ρόδον, αποκλεισμένη μακριά από το σημείο. Δουλειά, κλειστοί δρόμοι για κάποιο λόγο, δεν θυμάμαι, όλα μαζί…Δεν κατάφερα να φτάσω. Όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε. Για παρόμοιους λόγους ή και για άλλους- επειδή ίσως το ροκ κοινό του Ρόδον δεν πολυνοιαζόταν για έναν καλλιτέχνη που τον είχαν «αγκαλιάσει» τα life style περιοδικά. Λίγοι είχαν πάει στη συναυλία- το κοινό του Ρόδον δεν ήταν εκεί- ούτε κι εγώ που ήμουν φαν. Και ο Chris Isaak έδωσε τον καλύτερο εαυτό του για οσους λίγους ήταν εκεί, όπως έμαθα. Όπως κάνουν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες.
Τον είδα βέβαια σε άλλες συναυλίες του, στο εξωτερικό- πραγματικά σπουδαία live, περφόρμερ χαρισματικός, με χιούμορ και σπουδαίος καλλιτέχνης. Μουσικός της πρώτης γραμμής και απίστευτη μπάντα. Έκανα και συνέντευξη μαζί του, τον ξαναείδα μετά…Αλλά εκείνο το πρώτο λάιβ στο Ρόδον είχε μείνει…κενό.
Κάτι άλλο σχετικά με τις συναυλίες στο Ρόδον ήταν ότι για εμάς τους δημοσιογράφους που καλύπταμε το μουσικό ρεπορτάζ (που άρχισε να «υπάρχει» κανονικά, εδώ που τα λέμε, λίγο μετά το ξεκίνημα του Ρόδον) εκείνα τα λάιβ ξεκινούσαν αρκετά νωρίτερα από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης ή το συγκρότημα έβγαινε στη σκηνή. Γιατί Παρασκευή (ή και Πέμπτη) που έφτανε το γκρουπ στην Αθήνα, υπήρχε στο πρόγραμμα press conference. Και δεδομένου ότι από το κλαμπ είχαν περάσει πολλοί και εκλεκτοί, από νέα ονόματα που δημιουργούσαν τον ήχο της εποχής ως θρύλοι – είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε αυτους τους ανθρώπους από κοντά. Να αποκωδικοποιήσουμε ένα στιλ, μια συμπεριφορά, να ακούσουμε μια διαφορετική ιστορία. Αν είχαν και όρεξη όπως οι Faithless για παράδειγμα, θα μιλάγαμε ως τώρα.
Επίσης υπήρχε ενδιαφέρον από τις εφημερίδες – και Tα Νέα που εργαζόμουν εγώ– για το ρεπορτάζ και την «κάλυψη» - για το review του λάιβ. Kαι σχεδόν πάντα το ίδιο βράδυ, ώστε την επόμενη ημέρα να είχε η εφημερίδα το θέμα. Κάπου στις σελίδες της δηλαδή και ένα κομμάτι της ιστορίας του Ρόδον.
Τη Μαρία Μαρκουλή την διαβάζετε στο It’s My Blender! και την ακούτε στον Kosmos 93.6 κάθε σαββατοκύριακο στις 20:00.
Ο Μάκης Μηλάτος στο Ρόδον έχασε την αίσθηση του χρόνου
Ήθελα να είμαι εκεί πριν ξεκινήσουν, αλλά δεν τα κατάφερα. Μόλις μπήκα, είχαν ήδη παίξει ένα τραγούδι και ήταν στο δεύτερο. Στάθηκα δίπλα στην πόρτα, όπως μπαίνεις, και στη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι. Ο μαγικός κόσμος των Residents με πήρε μαζί του. Οι μάσκες, το μελαγχολικό -σχεδόν σπαραξικάρδιο- rock 'n' roll τους, το χιούμορ, η αίσθηση μυστηρίου που δεν θα μάθουμε ποτέ ποιοι είναι κι αν απόψε, στη θέση κάποιου από το γκρουπ που βαριόταν ή ήταν άρρωστος, έπαιζε ένας από τους τεχνικούς τους.
Σε ένα τέταρτο απ' την ώρα που μπήκα, το γκρουπ έφυγε από τη σκηνή, τα φώτα άναψαν κι εγώ δεν καταλάβαινα τι είχε συμβεί. Αρχικά, νόμιζα πως κάτι χάλασε και αποσύρθηκαν για να επισκευαστεί. Είδα τον κόσμο που άρχισε να φεύγει όμως και ρώτησα τον Χρήστο Δασκαλόπουλο που ήταν δίπλα μου, τι έγινε και γιατί έπαιξαν τόσο λίγο. «Τι έγινε ρε Χρήστο; Δεν έπαιξαν ούτε μισή ώρα». Με κοίταξε περίεργα, σαν να μου έλεγε «Τι έχεις πάρει;» και με το γνωστό χτυπηματάκι στο μάγουλο μου λέει, «Αγοράκι μου, έπαιξαν 2 ώρες...».
Στο Ρόδον έχασα την αίσθηση του χρόνου σε συναυλία, συνδέθηκα με το σύμπαν, έγινε αυτό που τόσο επιθυμούσα και που μου είχε ξανασυμβεί άλλη μια φορά στο σινεμά όμως, βλέποντας το Στάλκερ του Ταρκόφσκι.
Από τότε ευχόμουν και περίμενα να μου συμβεί και σε συναυλία. Έγινε στο Ρόδον με την πρώτη συναυλία των Residents.
Σε αυτόν το χώρο έχω ζήσει πολλά από τότε που άνοιξε ως τότε που έκλεισε αλλά κυρίως τα 3 χρόνια που λειτουργούσε και το ραδιόφωνο Ρόδον, από το 1994 ως το 1997 και υπήρχε άμεση σύνδεση μεταξύ τους. Όμως, αυτό που μου έρχεται πάντα πρώτο στο μυαλό, όταν έρχεται η κουβέντα στο συναυλιακό Ρόδον, είναι που σε αυτό το χώρο έχασα εντελώς την αίσθηση του χρόνου.