Πέφτει το μάτι μου πολλές φορές στα trailer των εκάστοτε MAD TV Awards. Η Φουρέιρα, η Βανδή και τραγουδιστές/τραγουδίστριες που χονδρικά καταχωρούνται σε δύο κατηγορίες: σκυλοπόπ και ελληνικό, μπασταρδεμένο R'n'B. Και επί μονίμου βάσεως υπάρχουν βέβαια και οι όποιες Μέλισσες/Melisses να σαρώνουν βραβεία «πρωτοεμφανιζόμενου στο ποπ-ροκ στερέωμα» και τα λοιπά και τα λοιπά.
Σκέφτομαι έπειτα κάτι συγγενές από τη διεθνή εμπειρία ανάλογων θεσμών. Χωρίς σε καμία περίπτωση να βγάζει κάποιος πιο rock τα (όποια) MTV βραβεία, στα σίγουρα θα θυμάστε ότι παρέλασαν από αυτά ονόματα όπως οι Guns N' Roses, οι Metallica και άλλα σχήματα τα οποία έσπασαν τη μεμβράνη μεταξύ των αποκλειστικά rock ακροατηρίων και του mainstream κοινού. Και φυσικά δεν έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι μιλάμε για underground καλλιτέχνες, λέγοντας για τους προαναφερθέντες. Ούτε άλλωστε είμαστε εδώ για να χαρούμε επειδή μπήκαν στα τάδε βραβεία οι όποιοι heavy rockers.
Δεν υπάρχει πάντως καμία συνωμοσία κατά του ελληνικού underground, μην οπλίζετε τα πληκτρολόγια σας, είτε κατά εμού, είτε κατά των υπευθύνων των παραπάνω εκλογών.
Έχουμε απλά ένα αναπόδραστο(;) αποτέλεσμα επιλογών που αποφάσισε να κάνει η ελληνική κοινωνία, με τις βάσεις να βρίσκονται στη δεκαετία του 1980, όταν και άλλαζαν οι κεφαλές στην εγχώρια δισκογραφία· και ναι μεν ήρθαν καινούργια παιδιά, χωρίς όμως να έχουν στο μυαλό τους τίποτε άλλο παρά την ευδαιμονία –σίγουρα όχι την ηχητική πεμπτουσία, ας πούμε. Και ακριβώς επειδή τηρήθηκε σειρά γονεϊκής, ερωτικής και δουλικής προτεραιότητας, μπήκαν στο σύστημα άνθρωποι που απλά είδαν τη δισκογραφία (όπως και τη δημοσιογραφία την αστική και λιγότερο τη μουσική) σαν πλατφόρμα για κοινωνική ανέλιξη.
Θα πρέπει επίσης να βάλετε στον λογαριασμό μία ακόμα πολύ σοβαρή παράμετρο. Τα τελευταία χρόνια, η στρατιά των teenagers μπολιάστηκε σε σχολεία και χώρους διασκέδασης από παιδιά που είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς –και ειδικότερα παιδιά αλβανικής ή ρωσικής καταγωγής– οπότε ο χάρτης των προτιμήσεων άλλαξε άρδην. Ειδικότερα οι δεύτεροι, κατέκλυσαν θέσεις (ακόμα και απλά λειτουργικές) σε ωδεία και ορχήστρες ένεκα της παροιμιώδους εκπαίδευσης πάνω στη λόγια μουσική, που ήρθε ως παρακαταθήκη μέσω της κουλτούρας των γονέων τους και των πολιτικών της Ε.Σ.Σ.Δ. Ελάχιστες όμως είναι οι περιπτώσεις που θα βρείτε παιδιά μεταναστών σε rock/pop μπάντες.
Το hip hop, αντιθέτως, έχει μια δική του, κλειστή ιστορία με τους οικονομικούς μετανάστες: παραμένει underground, υπερασπιζόμενο τον ενδογενή διάλογο όχι μόνο ως βασικό του χαρακτηριστικό, αλλά τολμώ να πω και ως βασική αποστολή. Θα χρειαστεί ίσως και άλλη μία γενιά η οποία θα αφομοιωθεί και θα έχει τις συντεταγμένες της ημεδαπής ως αποκλειστικές διόδους/φραγές/γέφυρες, ώστε να συντάξει ο χώρος αυτός μια κλασική νεανική διαμαρτυρία, όπως συνέβη στο παρελθόν με τη rock 'n' roll γλώσσα. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι, όταν τα συγκεκριμένα παιδιά λένε ότι ακούνε ελληνική μουσική, εννοούν –στην καλύτερη των περιπτώσεων– το ρεπερτόριο από το 2000 και μετά. Κάτι λογικό, αν σκεφτούμε την πάγια απουσία της κρατικής μηχανής από αρχειοθετήσεις της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και την παράλληλη επιμονή της είτε στη σύμπλευση γλεντοκοπιού και συναυλίας, είτε στα ξέχειλα από εύθραυστη σοβαροφάνεια ευχέλαια.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, όμως, πρέπει να γίνει ένα ουσιώδες ξεκαθάρισμα: υπάρχουν δύο είδη underground. Το ένα, υφίσταται από ανάγκη και υπακούει στη γραμμικότητα την οποία διαθέτει μια μουσική καριέρα από απαρχής της δισκογραφίας (με τη σταδιακή άνοδο βάσει της διεύρυνσης της fan base κτλ.). Το άλλο, έχει επιλέξει να κινείται σε δρόμους ελλοχεύοντες κάτω της επιφανείας, προσπαθώντας έτσι να οριοθετήσει τη διαφορετικότητά του –είτε αυτή είναι ηχητική, είτε ιδεολογική.
Στην Ελλάδα, δόξα τω Θεώ, έχουμε και από τα δύο. Αλλά σε αντίθεση με την ποπ του εξωτερικού, μεγάλο μέρος της οποίας ξεκινάει όντως από τα χαμηλά στρώματα της δισκογραφίας και ανέρχεται, στην ημεδαπή η ποπ του Κώστα Μαρτάκη και των Vegas δεν περιηγήθηκε ποτέ σε μαγαζιά όπως το An ή το Κύτταρο –για να πιάσουμε την Αθήνα και δύο κλασικά μέρη που επιβιώνουν ακόμα, προσφέροντας σανίδι σε ουκ ολίγες τοπικές προσπάθειες. Έτσι, η εγχώρια απαστράπτουσα ποπ πτυχώνεται μεταξύ τύρου και αχλαδίου, παλιότερα στις δισκογραφικές, εσχάτως (και) στα social media, με ολίγον από γλυφαδιώτικο καφέ το Σάββατο το πρωί. Γι' αυτό –πέραν τώρα του αν σας αρέσουν ή όχι– ονόματα όπως η Μόνικα, η Nalyssa Green και οι Film δεν μπορούν να περάσουν τα στεγανά, με αποτέλεσμα μόνο οι Melisses να τρώνε τελικά από το catering των (όποιων) MAD TV Awards.
To underground είναι κάτι που κινείται στη σκιά των πάνω βαθμίδων της δημοτικότητας και προσπαθεί να επιβιώσει, με τη διαφορά ότι τα τελευταία χρόνια –και ενώ δόθηκαν οι ευκαιρίες– δεν είδαμε στην Ελλάδα το μεγάλο crossover των ακροατηρίων. Και κάτι τέτοιο οπωσδήποτε προκαλεί έκπληξη, γιατί οι γραμμές είναι πιο θολές από ποτέ, άρα και πιο εύκολες προς καταπάτηση. Εντούτοις, και ενώ όλες οι μεριές διαλαλούν ότι δεν υπήρχε πιο εύκολη εποχή για να είσαι μουσικός και να βρεις την πορεία σου προς την κορυφή, τα σύνορα που έχουν επιβληθεί προς τον underground ήχο σε επίπεδο προβολής, παραμένουν πιο ισχυρά σε σύγκριση με τα (φαινομενικά) πιο αρτηριοσκληρωτικά παρελθόντα χρόνια.
Μπορεί, για παράδειγμα, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 να υπήρχε η σκληρή κριτική για τον σφιχτό κρατισμό των δύο καναλιών της ΕΡΤ, αλλά στο μεν πρώτο βλέπαμε Led Zeppelin και Focus (τους Ολλανδούς του "Hocus Pocus") στα περίφημα μουσικά διαλείμματα μεταξύ των εκπομπών, στο δε δεύτερo εμφανίστηκαν ουκ ολίγες μουσικές εκπομπές, που, εκτός της παρουσίασης του ευρύτερου φάσματος (λ.χ. Μουσικόραμα), έθεσαν το μικρόφωνο έμπροσθεν των πρωταγωνιστών της ελληνικής σκηνής. Ποιος ξεχνάει, ας πούμε, την περίφημη συνέντευξη των Χωρίς Περιδέραιο; Ή την παρουσίαση των Last Drive και των Λευκή Συμφωνία στα κρατικά κανάλια;
Εν αντιθέσει, στη σημερινή κατάσταση δεν υπάρχει περίπτωση να δεις μήτε τους Μέντα, μπάντα που –ειδικά με το φετινό της άλμπουμ– πολύ άνετα θα μπορούσε να «ριφφάρει» είτε σε σήματα εκπομπών, είτε σε εμφανίσεις τύπου live in studio. Ναι, ξέρω τι θα πείτε και προλαβαίνω τις αντιρρήσεις σας: αυτά που παρουσιάζει το Ράδιο Αρβύλα είναι (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ονόματα τα οποία μπορούν να αντιληφθούν οι παρουσιαστές, βάσει των μουσικών τους προσλαμβανουσών. Όταν θα δείτε στην εκπομπή τον Larry Gus ή τον Spyweirdos, ευχαρίστως να το ξανασυζητήσουμε.
Υπάρχει λοιπόν ένας αγωγός, ο οποίος έχει μια στενωπό που δεν άνοιξε ούτε με την καταξίωση των Τρύπες στο πλατύ κοινό, ούτε και διαφοροποιήθηκε με τις εύστοχες παλαιότερα παρεμβάσεις των Dreamer & The Full Moon και των O.P.A. Το εγχώριο underground δεν μπόρεσε κατ' ουσία να βρει συνεχιστή μετά τη μεγάλη επιτυχία των Sharp Ties με το "Get That Beat" και επιμένει έτσι να κοιτάει προς μια εύκολη και κατινίστικη οδό. Στην όποια Δανία, Αγγλία, Γαλλία και Αμερική, τα πράγματα δεν είναι πιο εύκολα. Απλά εκεί δείχνουν ότι ξέρουν πως υπάρχει και «το άλλο».
{youtube}ezu1D9YeMRg{/youtube}