Μπορείς να καταλάβεις για ποιον λόγο η Χάρις Αλεξίου μιλάει στον Θεό λέγοντάς του πως θα ευχόταν να είναι πότης (για να σωθεί η ανθρωπότης, στο μεθύσι του επάνω κλπ.), σε έναν από τους πλέον όμορφους στίχους στο ελληνικό τραγούδι. Αλλά ποιος ο λόγος που η Γλυκερία επικαλείται την Παναγία στις 25 Νοεμβρίου του 1983, στο ανέβασμα των bpm στον –σπαρτιατικά μνημειώδη– live δίσκο της Στην Όμορφη Νύχτα, στο έμπα του; Πέρα από τη βοήθεια που κατά πάσα πιθανότητα ζητά ώστε να δέσει το πλοίο ομαλά, υπάρχει και μια σαφής διονυσιακότητα στην προσεδάφιση του ονόματος της Βρεφοκρατούσας ανάμεσα στο τσιτσάνειο άσμα “Καΐκι Μου Αη-Νικόλα” (που έτσι κι αλλιώς, εκ του τίτλου, εμπεριέχει ήδη τη σύμπλευση με τις θρησκευτικές συντεταγμένες).
Ο πολυθεϊσμός και αργότερα ο μονοθεϊσμός εξ αρχής είχαν σημαντική παρουσία στην κοινωνική ζωή του ελληνικού λαού (όπως και σε κάθε λαό), όπως αυτή διαγραφόταν μέσα από τα τραγούδια: το ανώτερο ον έδινε το παρών στην εκδήλωση πόνου και χαράς, τους δύο βασικότατους συναισθηματικούς άξονες ενός νοήμονος όντος. Ο άνθρωπος θέλει λοιπόν τον Θεό κοντά του, είτε σε στιγμές που νιώθει απαραίτητη τη χείρα βοηθείας (όταν τα γεγονότα τον ξεπερνούν σε επίπεδο δυνάμεων), είτε όταν η έκρηξη της θετικότητας τον πλημμυρίζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε θέλει να κοινωνήσει νέους και μεταφυσικούς τόπους. Αυτονόητα, η θρησκεία έχει άρρηκτη θέση στην παραδοσιακή μουσική, μιας και μαζί με την οικονομία, την κρατική (ή τοπική) αυτοτέλεια και τους δεσμούς αίματος είναι η δοκός που συγκολλά και εμψυχώνει προς ένα αυτόφωτο μέλλον, απαραίτητο σε κάθε κοινωνική δομή.
Κι ενώ στην παραδοσιακή μουσική θεωρείται αυτονόητη η παρουσία του Ιησού Χριστού στις συλλαβές των στίχων, στο λαϊκό τραγούδι –όπως αυτό μετασχηματίστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο– παίρνει διάφορες αποχρώσεις, ακολουθώντας όχι μόνο τον αστικό μεταβολισμό, αλλά και την ίδια τη διάθεση της κοινωνίας απέναντι στη θρησκεία. Πέρα δηλαδή από κορυβαντικούς αστεϊσμούς τύπου Παπαροκάδες (ουδόλως τυχαίο βέβαια που κι εκείνοι εμφανίστηκαν στην έξαρση του λαϊκής νεορθοδοξίας στα '00s, επί Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου), οι ταμπλατούρες της λαϊκής μας μουσικής παρουσιάζουν το θεϊκό ον σε πολλές μορφές, οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με την περίσταση: εμφανίζεται λοιπόν είτε σαν από μηχανής Θεός, είτε μέσω κάποιας θνητής μα πεφωτισμένης οντότητας.
Με την έλευση κατόπιν του μητροπολιτισμού και των Δυτικών μελωδιών στη δεκαετία του 1950 –στα αθηναϊκά, κυρίως, διασκεδαστήρια– ο άνθρωπος εμφανίζεται ως ον αυτόνομο από τη θρησκεία, αφού έτσι αρμόζει στον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό που θα ανακλαστεί είτε μέσω των τζαζ σχημάτων, είτε (αργότερα) μέσω των νεανικών χορών/ήχων που προήλθαν από το swing και από το (αντιθετικό εκ πρώτης όψεως προς τα θεία) rock 'n' roll. Ωστόσο οι μεγάλες μάζες των λαϊκών εσωτερικών μεταναστών, αλλά και όσων ξενιτεύτηκαν για οικονομικούς λόγους, απαιτούσαν τη θρησκεία ως στιβαρό σημείο αναφοράς, μιας και τόνιζε την ταυτότητά τους και δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας απέναντι στους νέους παράγοντες που σχηματίζονταν έμπροσθεν τους, άσχετα αν μιλάμε για τους νόμους και τις κοινωνικές συμπεριφορές σε ένα ξένο κράτος ή για τις βρυχώμενες νεωτεριστικές συντεταγμένες της όποιας ξένης (και καθόλου ξένιας) πρωτεύουσας.
{youtube}of6RRaGtxUc{/youtube}
Η μορφή της Παναγίας ειδικότερα έχει ιδιαίτερη σημασία, ως παρουσία, στους στίχους των λαϊκών μας τραγουδιών, διότι δίπλα στην όλη άγια ταυτότητά της υπάρχει αφενός το γεγονός της θνητότητάς της, αφετέρου εκείνο της μητρότητας. Καθίσταται έτσι πρόσωπο πιο οικείο στον μέσο πολίτη, σε σύγκριση με τον Χριστό, πόσω μάλλον τον Θεό. Ο Ιησούς, μάλιστα, έχει ελάχιστες παρουσίες ως οντότητα στα τραγούδια, ίσως γιατί από τη στιγμή που αναφερθεί, ο στιχουργός έχει αυτόματα μια σοβαρή αιτία να εμβαπτίσει τη δημιουργικότητά του στο όνομά Του –οπότε δημιουργείται μια ασυνείδητη σύμπλευση με την περίφημη εντολή «ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω». Γι' αυτό και πολλές φορές χρησιμοποιείται η πιο ασαφής έννοια του «Θεού», εξασφαλίζοντας έτσι μία σχεδόν συνταγματική περί ανεξιθρησκίας αρχιτεκτονική.
Τέτοια ζητήματα άρχισαν να έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η προγενέστερη, άνευ διαπραγμάτευσης, παρουσία των θείων σε στιγμές εθνικής ανάγκης –το κλασικό "Έχε Γεια Παναγιά" λ.χ., το οποίο γνωρίσαμε από την άοκνη εργάτρια της παραδοσιακής αρχειοθέτησης, Δόμνα Σαμίου– τέθηκε σε νέες βάσεις, ένεκα των κοινωνικών αμφισβητήσεων που γεννήθηκαν τότε. Όπως όμως μπορεί να παρατηρήσει κάθε ακροατής, ακόμα και σε δίσκους που φέρουν τη στάμπα της αριστερής διανόησης και νομενκλατούρας, η Ορθοδοξία δεν πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων, ως πηνίο εκπομπής συντηρητικών μηνυμάτων αντίθετων προς τη σοσιαλιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Κι αυτό συνέβη για πολλούς λόγους.
Πρώτα-πρώτα, αρκετοί αναγνωρισμένοι κρουνοί στοχασμού και έκφρασης –όπως ο Τσαρούχης λ.χ. ή ο Σεφέρης– ήταν δηλωμένοι ακολουθητές/ερευνητές της φύσης του θείου. Πολλοί μελωδοί, επίσης, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος, ανήκαν στην αστική Δεξιά, οπότε πρόσφεραν κι εκείνοι τροφή για σκέψη πάνω στα θρησκευτικά ζητήματα. Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Μίκης Θεοδωράκης και αργότερα ο Μάνος Λοΐζος, παρότι σαφώς ταγμένοι στα αριστερά ιδεώδη, θεώρησαν άρρηκτα δεμένη με την ελληνική πραγματικότητα την παρουσία της χριστιανικής ευσέβειας. Όχι από κάποιον καριερίστικο τυχοδιωκτισμό, μα εξ αιτίας του ρεαλισμού που τους διέκρινε και βέβαια της ελευθέριας φύσης τους, η οποία αρνήθηκε να σχηματοποιηθεί με βάση το καλούπι που αργότερα επέβαλλε η ΚΝΕ.
Η ΚΝΕ, όπως και ολόκληρο το ΚΚΕ άλλωστε, λειτούργησε επί Χούντας στη βάση της αντίστασης απέναντι στη βαναυσότητα του καθεστώτος. Όταν όμως τον Σεπτέμβριο του 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής άνοιξε την πύλη για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ με το Νομοθετικό Διάταγμα 59 «περί συστάσεως και επαναλειτουργίας Πολιτικών Κομμάτων» (23.09.1974 Ν.Δ.59) –σοφά χειριζόμενος την απόλυτη ανάγκη ενότητας του λαού– η ΚΝΕ επέβαλλε στους κύκλους της έναν άλλον αέρα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας των πνευματικών δημιουργημάτων. Σε αρραγή και παράλληλη πορεία με τον Σταλινισμό, δαιμονοποίησε τότε τη θρησκεία, κατ' επέκταση και την Εκκλησία, θεωρώντας την αγωγό οπισθοδρόμησης. Το εξέφρασε και το πολιτικό τραγούδι, το οποίο σάρωσε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, απόλυτα εναρμονισμένο με τις νέες επιταγές του ΚΚΕ περί αντιδεξιού αγώνα.
Η έλευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία και ο καταναλωτικός πανηδονισμός που πρότεινε προκειμένου να καλυφθεί η απουσία ιδεολογικού προσανατολισμού, μαζί ασφαλώς με την επιτακτική ανάγκη του μέσου πολίτη για απομάκρυνση από τις σκληρές ιδεολογικές ράγες του παρελθόντος (βλέπε και πρόσφατο άρθρο μου για την επιτυχία των Νησιώτικων του Γιάννη Πάριου, εδώ), άμβλυναν τη διαμάχη με τη θρησκεία. Παράλληλα, όμως, παρουσίασαν και έναν νέο, σχεδόν παραισθητικό, Θεό. Τα σκυλάδικα, το λαϊκό και ελαφρολαϊκό τραγούδι, όπως και το αναδυόμενο έντεχνο, χρησιμοποίησαν δηλαδή είδωλα ενός θεού που η έλευσή του είχε να κάνει περισσότερο με το στοιχείο της έκπληξης.
{youtube}zMGhtS2LCrc{/youtube}
Έτσι, ο Χριστός και η Θεομήτωρ έγιναν πια μορφές απόλυτα αστικές, που περνάνε μαζί με τους Έλληνες τα πάθη τους, τα οποία καλούνται –με την υπερκόσμια δυναμική τους– να πιστοποιήσουν ως απόλυτα εφικτά ή/και νόμιμα. Έτσι, μπαίνουν στη στιχουργία φράσεις όπως «Παναγιά μου ένα μωρό» ή «Ο Χριστός να βοηθήσει να σε βρω», δηλωτικές μίας οπορτουνιστικής διάθεσης απέναντι στη θρησκεία. Παράλληλα, η ανάληψη της rock 'n' roll σκυτάλης από τους μικροαστικούς θύλακες της Αθήνας (αλλά και της περιφέρειας) διέκοψε τη σχέση των εφήβων της εποχής με τη θρησκεία, εντάσσοντάς τη στην πολεμική/αντιθετικότητα εκείνης της γενιάς απέναντι στους πατεράδες της.
Η δεκαετία του 1990 καταλάγιασε (όπως και παγκοσμίως) την άρνηση απέναντι στη θρησκεία, η οποία θεωρήθηκε ευρέως πλέον ως στοιχείο που μπορεί να συνυπάρχει με τη σύγχρονη αστική πραγματικότητα. Ακόμα και ο πλαταγισμός του new age ή οι mainstream ανακαλύψεις της ανατολίτικης φιλοσοφίας από το ευρύ κοινό, μαζί με την καθ' ημάς συντηρητική εκ νέου ανάνηψη της Ορθοδοξίας, είχαν σαν αποτέλεσμα μια μάλλον μπουρλέσκ κατάσταση στη στιχουργία. Οι Αριστεροί παρέμειναν στις θέσεις που είχαν σχηματοποιηθεί σε προηγούμενες δεκαετίες, φοβούμενοι μέχρι και διαγραφές από τον χάρτη πωλήσεων, ενώ οι λαϊκοπόπ καλλιτέχνες αρνήθηκαν ως πεπερασμένη και τρε πασέ την όποια αναφορά στα θεία, απόλυτα εναρμονισμένοι (όπως κάθε φορά κάνει το mainstream) με τις επιταγές του κοινωνικού ασυνείδητου.
Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική την τελευταία 20ετία, απότοκο των αναζητήσεων των έντεχνων μουσικών, έφερε μεν έναν αέρα ελευθερίας, συνάμα όμως τέθηκε εν αμφιβόλω το πόσο βαθιά ήταν η προθυμία να σκάψουν στις πηγές. Υπό το πρίσμα ας πούμε που μας απασχολεί εδώ, οι εν λόγω δημιουργοί παραμένουν απρόθυμοι να δηλώσουν την όποια θρησκευτικότητά τους, φοβούμενοι ίσως τις αντιδράσεις του ακροατηρίου τους, μεγάλο μέρος του οποίου κινείται αριστερόστροφα, λειτουργώντας ακόμα και στα όρια του σιχτιρισμού για οτιδήποτε σχετίζεται με το πρόσωπο του Ιησού ή/και της Παναγίας.
Το πλέον αστείο, βέβαια, έχει να κάνει με την έρευνα που διενεργήθηκε πριν από μερικά χρόνια σε σχέση με το θρήσκευμα και με την πρόθεση ψήφου, όπου –και καμία έκπληξη ως προς αυτό δεν υπάρχει– πρώτο κόμμα σε θρησκευτικότητα ανεδείχθη το ΚΚΕ. Αν άλλωστε μιλήσετε με μια κλασική οικογένεια Κομμουνιστών, θα σας αποκαλυφθεί ότι η παραδοχή της συντηρητικότητας της Εκκλησίας (και η όποια αποστροφή προς εκείνη) δεν συνάδει με την παραδοχή επί της ύπαρξης του Θεού. Μην ξεχνάμε πως το ΚΚΕ είναι ένα καθαρόαιμα λαϊκό κόμμα στη βάση του, στην οποία απλά επεβλήθη μια ατσάλινη μέγγενη κοινωνικής συπεριφορικής. Όμως αυτό μας πάει σε άλλες ιστορίες...
{youtube}HpvuZcAgt9o{/youtube}