Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την επιτυχία. Κι αυτό γιατί ο επιφανής ερμηνευτής –ήδη γνωστός στο πανελλήνιο από την πορεία του στο ελαφρό τραγούδι όπως αυτό σχηματίστηκε ως φόρμα στη δεκαετία του 1970, μετά δηλαδή την πρόσμιξη με το λαϊκό– είχε διαφορετική εικόνα στη συνείδηση του κοινού. Το ίδιο βέβαια το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γιάννης Πάριος (πραγματικό όνομα Βαρθακούρης) σε πήγαινε κατευθείαν στη νήσο καταγωγής του. Αλλά το να στραφεί σε ένα ρεπερτόριο ριζωμένο σε μία εκ των βασικότερων σχολών παραδοσιακής ελληνικής μουσικής φάνταζε περισσότερο ως αυτάρεσκο καπρίτσιο παρά ως πρόταση, για έναν τραγουδιστή που από τον δεύτερο δίσκο του κι έπειτα είχε στηριχτεί σε διασκευές ξένων επιτυχιών και σε δουλειές με σταθερό άρωμα Ευρώπης και με ενορχηστρώσεις όπου το μπουζούκι ήταν ελάχιστο και το πάνω χέρι είχαν όργανα σαν τη μαρίμπα, την ηλεκτρική κιθάρα και φυσικά το πιάνο.
Αλλά, όπως κι όλες οι μεγάλες παραγωγές που ευδοκίμησαν σε επίπεδο πωλήσεων, τα Νησιώτικα του Γιάννη Πάριου ήρθαν τη σωστή στιγμή (Μάρτιος 1982).
Από τη μία, η δισκογραφία μόλις είχε αρχίσει να συνέρχεται από τον κορεσμό που είχε επιφέρει το πολιτικό τραγούδι, το οποίο και πρωταγωνίστησε από τη Μεταπολίτευση και μετά. Από την άλλη, ήταν πια φανερή η ζήτηση για ευδαιμονισμό ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα. Η συγκεκριμένη τάξη δεν μπορούσε να σηκώσει άλλο στους ώμους της το όποιο ιδεολογικό φορτίο, ενώ την ίδια στιγμή οι δεσμοί των τοπικών κοινοτήτων –όπως τους διαμόρφωσε η εσωτερική μετανάστευση της δεκαετίας του 1960– παρέμεναν πολύ ισχυροί. Οι εσωτερικοί δηλαδή μετανάστες είχαν δυναμική παρουσία στην Αθήνα και η θέλησή τους να διατηρήσουν την ταυτότητα της ιδιαίτερης πατρίδας εκφραζόταν όχι μόνο στην καθημερινότητα της πρωτεύουσας (καφενεία, μαγαζιά με εδώδιμα προϊόντα κλπ.), αλλά και σε περιλάλητης κοσμοσυρροής βραδιές τοπικών συλλόγων σε κομβικές συνοικίες/αρτηρίες της πόλης: Αμπελόκηποι, Πατήσια, Νέα Ιωνία, Νέο Ηράκλειο, Νέα Φιλαδέλφεια, Άγιοι Ανάργυροι, Νέα Σμύρνη.
Πέραν όμως τέτοιων κοινωνικών παραγόντων (που πάντα έχουν να κάνουν με τις αποφάσεις που παίρνει η ομάδα παραγωγής ενός άλμπουμ, έστω και ασυνείδητα), οποιοσδήποτε νομίζω Έλληνας πάνω από 7 χρονών, που διαθέτει συνείδηση του τι βλέπει/ακούει, μπορεί να καταγράψει το συντριπτικό ποσοστό που κατέχουν τα Νησιώτικα στο ρεπερτόριο οποιουδήποτε γλεντιού –ειδικότερα των γάμων και των βαφτίσεων. Το underground βέβαια κοινό έχει σταθερά σιχτιρίσει τον δίσκο ήδη από την εποχή έκδοσής του, καλό όμως θα ήταν να ρωτήσετε και τους DJ γάμων για ένα απλό ζήτημα: γιατί τραβάνε τόσο τα Νησιώτικα; Είναι το όνομα του Γιάννη Πάριου; Η αναγνωρισιμότητα των εκτελέσεών του;
Συμβαίνουν κι αυτά, όμως το μυστικό βρίσκεται αλλού: μπορεί να φέρνει λιποθυμία σε κάποιους και μόνη η αναφορά, πάντως τα Νησιώτικα γκρουβάρουν. Κάτι που σίγουρα έχει να κάνει και με τις συγκεκριμένες εκτελέσεις, αλλά σχετίζεται και με την παραγωγή του ήχου. Υπάρχουν άλλωστε πάμπολλοι δίσκοι με νησιώτικα τραγούδια και μάλιστα σε πιο πιουρίστικες εκτελέσεις: οι Ικαριώτες λ.χ. –οι ψαγμένοι– ζητούν πάντα άλλη εκτέλεση στο "Ικαριώτικο" από εκείνη του Πάριου, θέλοντας έτσι να δώσουν στίγμα αυθεντικότητας. Όμως αυτοί οι δίσκοι, χαρακτηριζόμενοι συνήθως από απουσία χαμηλών συχνοτήτων, έχουν χάσει μια για πάντα το ζήτημα της γκρούβας. Και είναι η γκρούβα που δεν πρέπει να σπάσει με τίποτα όταν ρολάρει ο χορός, είτε μιλάμε για ντισκοτέκ, είτε για την όποια χοροεσπερίδα.
Οι δίσκοι λοιπόν της νησιωτικής παράδοσης που προηγήθηκαν είχαν σχεδόν κάκιστη ηχοληψία, στις περισσότερες των περιπτώσεων. Κι αυτό οφείλεται και σε έναν επιπλέον λόγο: παρεκτός και υπήρχε σύγχρονη καθοδήγηση, οι παραδοσιακοί μουσικοί των προηγούμενων δεκαετιών έβλεπαν το στούντιο απλά ως χώρο καταγραφής της δουλειάς τους –όχι ως χώρο όπου επιλύονται ζητήματα και δημιουργούνται νέα δεδομένα. Ως εκ τούτου επικεντρώνονταν στην αρτιπαιξία και μόνο (δεδομένη σε πολλές περιπτώσεις), αφήνοντας σε δεύτερης διαλογής ηχολήπτες να διεκπεραιώσουν την υπόλοιπη διαδικασία, η οποία στόχευε έτσι κι αλλιώς σε ακροατήρια με συγκεκριμένο χωρικό ορίζοντα, όποιον όριζε κάθε φορά ο τόπος καταγωγής των συνθέσεων.
Ο Γιάννης Πάριος, όμως, και ο παραγωγός των Νησιώτικων Αχιλλέας Θεοφίλου –γνωστός «γάτος» της κονσόλας, με πολλά μεγάλα άλμπουμ της εγχώριας δισκογραφίας στο ενεργητικό του– γνώριζαν πως απευθύνονταν σε ακροατήρια αστικά και σε αριθμούς πολλαπλάσιους των μεταναστών Κυκλαδιτών στην υδροκέφαλη Αθήνα. Και γι' αυτό ακριβώς η μπάντα που πλαισιώνει τον Πάριο στον συγκεκριμένο δίσκο είναι κυριολεκτικά μια dream team. Διαβάστε παρακαλώ >
Γιώργος Κονιτόπουλος, βιολί
Βαγγέλης Κονιτόπουλος, λαούτο
Τάκης Σούκας, σαντούρι
Νίκος Τσεσμελής, κοντραμπάσο
Γιώργος Ευστρατιάδης, κιθάρες
Χάρις Αλεξίου, Αγγελική Κονιτοπούλου & Στέλλα Κλουβάτου (η μετέπειτα Στέλλα Κονιτοπούλου δηλαδή), δεύτερες φωνές
Πέρα δηλαδή από τις θαυμάσιες δεύτερες φωνές, πέρα και από την απίστευτη δεινότητα του τρίο των Κονιτοπουλαίων/Σούκα, υπήρχαν δύο σημαντικότατες επιλογές: πρώτον, ο Ευστρατιάδης· ο οποίος δεν παίζει με σκληρά ακομπανιαμέντα, μα σύροντας απαλά το δεξί του στην κιθάρα, εξασφαλίζοντας έτσι την ανεμπόδιστη ροή των συχνοτήτων των παραδοσιακών οργάνων –λύνοντας έτσι ένα πάγιο πρόβλημα των ηχογραφήσεων της δεκαετίας του 1960. Δεύτερον, ο Τσεσμελής· το κοντραμπάσο του οποίου έκανε μακράν την ουσιαστικότερη διαφορά στο επίπεδο της παραγωγής: μακριά από επιλογές που κυριάρχησαν αργότερα εκ μέρους της νεοπαραδοσιακής «σχολής» του έντεχνου ήχου, όπου δεκάδες τσουμπλέκια βαράνε σαν κρουστά μετατρέποντας –από άγνοια– ακόμα και παραδοσιακά της Κρήτης σε πατινάδες ημιτσιφτετελιού, το τετράχορδο όργανο διασαφήνισε εδώ την αστική καταγωγή της κατασκευής του δίσκου, ενώ συνάμα πρόσδωσε και το κεντρικής σημασίας στοιχείο της ουσιαστικής γκρούβας, επιλέγοντας όμορφες χαμηλές, που δημιουργούν ρυθμικότητα.
Πάνω απ' όλα, βέβαια, η επιτυχία οφείλεται στην εκπληκτική φωνή του Γιάννη Πάριου, που ήταν ικανή να αποτυπώσει τόσο γλαφυρά τα συναισθήματα και τα ηχοχρώματα αυτών των 24 τραγουδιών. Γνωρίζω ασφαλώς ότι δεν αρέσει σε όλους, σε επίπεδο υποκειμενικών επιλογών. Θα μου επιτρέψετε ωστόσο να καταθέσω πως όποιος ασχολείται με μουσική και αρνείται την ομορφιά αυτής της φωνής και την απίστευτη ερμηνευτική της δεινότητα, καλύτερα να πάει να παραδώσει τα όργανά του στο πλησιέστερο ενεχυροδανειστήριο –διότι είναι τέτοια η τύφλα του, που δεν θα προκόψει ποτέ.
Το ότι τέλος τα Νησιώτικα κατέχουν (και μάλιστα με διαφορά) τα πρωτεία των πωλήσεων στη δισκογραφία της ημεδαπής –με το ιλιγγιώδες νούμερο των 1.600.000 πουλημένων αντιτύπων– δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο. Ζούμε άλλωστε σε αιτιοκρατικό κόσμο, όπου, πέρα από τον υποκειμενισμό, υπάρχουν κι άλλες δομές. Οι οποίες, όπως βέβαια και στα υπόλοιπα επίπεδα της ζωής, μπορούν και στον χώρο της δισκογραφικής παραγωγής να εξηγήσουν τις αποτυχίες και τις επιτυχίες.
Μέχρι λοιπόν την επόμενη φορά, να πηγαίνετε "Σάλα Σάλα" και ουδόλως "Ντάρι Ντάρι"!
[το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 21/3/2015]