«Έχεις να κάνεις με το βρώμικο, έχεις να κάνεις με το ηλιόλουστο, έχεις να κάνεις με το πιο σκληρό, έχεις να κάνεις με το rock’n’roll». Και πράγματι, το Silent Disco των Ρόδες είναι βρώμικο και σκληρό, ηλιόλουστο και οργισμένο, τρυφερό και καυλωμένο και πάνω απ’ όλα rock - τόσο μουσικά, όσο και ως προς το attitude. Το μουσικό τοπίο αλλάζει από τραγούδι σε τραγούδι, καθώς το post rock εναλλάσσεται με την electronica, το ska και η reggae με το ρεμπέτικο, το rock και το punk με το hip-hop, σχηματίζοντας ένα όλο συνοχή, γεμάτο χρώματα παζλ, τόσο πολύχρωμο όσο το εξώφυλλο του άλμπουμ μα και η σύγχρονη αστική καθημερινότητα. Μικρά και μεγάλα αριστουργήματα, συγκλονιστικές συνθέσεις πάνω στις οποίες ρέει αβίαστα η φωνή του Νικήτα Κλιντ. Άλλοτε προκαλεί παίζοντας με τον αισθησιασμό και την αυθάδεια και άλλες στιγμές απλώς οργίζεται - πάντοτε όμως με στιλ. Μέσα από αυτή την πολυσυλλεκτικότητα (η οποία σε μικρότερο βαθμό υπήρχε και στο προηγούμενο άλμπουμ), οι Ρόδες απομακρύνονται από το ύφος που τους έδωσε την ταμπέλα hip-hop, κάτι που γίνεται ίσως και ασυνείδητα, ως μια ανάγκη για εξέλιξη και πιο πολύπλευρη έκφραση. Ένας δίσκος με 18 τραγούδια είναι πάντα ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς αποτελεί σχεδόν κανόνα ότι θα πέσει στην παγίδα των αδιάφορων κομματιών, τα οποία λειτουργούν ως «γεμίσματα». Οι Ρόδες όμως καταφέρνουν να αποδείξουν με το Silent Disco ότι αποτελούν την εξαίρεση του εν λόγω κανόνα και να κυκλοφορήσουν έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις διεθνείς κυκλοφορίες. Μα πάνω από όλα, πρόκειται για έναν δίσκο ο οποίος αποδεικνύει τη βαθιά μουσική γνώση και το ταλέντο των δημιουργών του. Βουτάνε άφοβα σε πρωτόγνωρα για αυτούς νερά και αναδύονται στην επιφάνεια με ένα θριαμβευτικό και ταυτόχρονα cool χαμόγελο. Κάτι το τελείως Moby-like ομώνυμο κομμάτι, κάτι το χορευτικό “Panic” που θυμίζει τις άγνωστες δουλειές του που κυκλοφορούσε ως Quannum στο μακρινό παρελθόν, αδικούν το σύνολο του δίσκου αλλά στο τέλος όλα αυτά θυμίζουν κάτι πολύ απλό: Ότι δικαιούται ο ίδιος να μην είναι πάντα ο καλλιτέχνης που ονειρεύεται και γράφει ποιήματα αλλά κι ο μουσικός που ντύνει τις χορογραφίες ενός φίλου και του χαρίζει το πανέμορφο “The Hunter”, ενώ συνολικά φτιάχνει ένα αυτοτελές, ολοκληρωμένο παζλ χωρίς να του λείπουν τα κομμάτια της εικόνας και της κίνησης που έχει δημιουργήσει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Ενα από τα πιο ολοκληρωμένα albums που ακουσαμε τον τελευταίο καιρό. Οι πρώτες κιόλας νότες του “Call me, Call me” κολλάνε στο μυαλό σου και όχι αδίκως μιας και πρόκειται για ένα κομμάτι φτιαγμένο για single, με σαφείς βρετανικές επιρροές, όπως και ολόκληρο εξάλλου το άλμπουμ. Oι Matisse κατάφεραν να φτιάξουν κάτι καινούριο, το οποίο αναπόφευκτα έχουν γεμίσει με ψήγματα όλων όσων αγαπούν -που δεν είναι διόλου άσχημo! Εκτός λοιπόν από το καλό γούστο που πρέπει να έχουν στη μουσική, οι Matisse έχουν και ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ, δυναμικό και τρυφερό, με στίχους ό,τι πρέπει για tag lines στο Myspace (If Jesus was half as handsome as you are/I might believe too-“Killer Kids” ή A cigarette is always extension of her time/ -“Gas” ή Is he an old flame?/How does he kiss? /Is he your new aim?/ To hit or to miss?- “Hit and Miss” ), ποπ και κιθαριστικό, διακριτικό και ταυτόχρονα έντονο και, όσο κι αν ακούγεται χαζό, γεμάτο κομμάτια που σε κάνουν να ξαναβρίσκεις το χαζορομαντικό χαμόγελο που είχες στα 16 και δε θες να παραδεχτείς ότι σου λείπει πολύ. 4. Abbie Gale Υπάρχουν albums που είναι καλά. Yπάρχουν albums που απλά γίνονται για να γίνονται. Να τα ακούς, να ξεχωρίζεις κάποια κομμάτια και να περνάς ευχάριστα το χρόνο σου. Υπάρχουν albums που είναι άσχημα, έχοντας ελάχιστα να δώσουν, και υπάρχουν albums που χωρίς να το θέλουν, κινούμενα σε διαφορετικά μονοπάτια, εκτοξεύουν στα ύψη μια ολόκληρη σκηνή. Αριστουργήματα. Λίγα, αλλά υπάρχουν. Το «2» των Abbie Gale σε λίγο καιρό θα θεωρείται κλασικό για την ελληνική σκηνή. Είναι το album που παίρνει την indie pop, την ξεγυμνώνει, την πασπαλίζει με χρυσόσκονη από το new wave και το shoegaze, και μας την επιστρέφει πιο λαμπερή, σκληρή και όμορφη από ποτέ. Αναμείνατε σύντομα την κριτική μας... Μπορεί οι Closer να άργησαν να μας παραδώσουν το τρίτο τους μόλις πλήρες album (έξι χρόνια το χωρίζουν από το Suddenly Comes…), είναι όμως γνώμη μου πως έκαναν πολύ καλά, αν τόσο χρόνο χρειάστηκαν για να ολοκληρώσουν μια τέτοια δισκάρα - χαρακτηρισμό τη βαρύτητα του οποίου γνωρίζω και χρησιμοποιώ εδώ με πλήρη συνείδηση του τι γράφω. Το group φανερώνει κι εδώ όλα τα χαρακτηριστικά που το καθιέρωσαν - την εκτελεστική δεινότητα των μελών του, την ικανότητά τους να συνθέτουν μελωδίες με ζουμί και φαντασία, την επαφή τους με τα διεθνή τεκταινόμενα (σε αντίθεση με πολλά άλλα ελληνικά σχήματα οι Closer παρακολουθούν την ξένη μουσική και αυτό φαίνεται), μα και την αναζήτηση των ολοένα και πιο ασταθών «συνόρων» της σύγχρονης rock τραγουδοποιΐας. Όλα αυτά δεν είναι βέβαια καινούργια, για όσους τους έχουν παρακολουθήσει. Συνδυάζονται όμως εδώ με μια ας την πω μεγαλύτερη ωριμότητα ως προς τα εκφραστικά τους μέσα, με μια πραγματική εξέλιξη της μπάντας προς ένα υψηλότερο δημιουργικό επίπεδο - ακόμα και από αυτό που μας είχαν ως τώρα συνηθίσει. Σπάνιο είναι πια το φαινόμενο να ακούς έναν ελληνικό δίσκο (οποιουδήποτε είδους, όχι μόνο rock) όπου όλα σχεδόν τα τραγούδια να είναι ωραία και να μην ξέρεις ποιο να πρωτοδιαλέξεις (μόνο το “Devil” χάνει λιγάκι). Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ: δεν μιλάμε για μερικές πολύ ωραίες στιγμές, αλλά για ένα πολύ γερό σύνολο, το οποίο απογειώνεται ακόμα πιο ψηλά χάρη σε μια παραγωγή που δίχως υπερβολή φυσάει (τη συνυπογράφει για άλλη μια φορά ο Άρης Χρήστου). Στον τροπικό του Sigma οι άνθρωποι ζουν σε αιώνια παραζάλη. Γεμίζουν τα ποτήρια τους από το μεσημέρι, και το βράδυ πέφτουν να κοιμηθούν σε ιδρωμένα σεντόνια, βασανισμένοι από δυσβάσταχτα συναισθήματα και κολασμένες μουσικές. Ξαφνικά, λίγο φως χτυπά τα βλέφαρά τους και ξυπνάνε. Κι ακούνε τη μπάντα που γυρνάει στα στενά της πόλης τους. Ο ήχος είναι γνώριμος, μα κάτι μοιάζει διαφορετικό. Υπάρχει μια ασημένια γραμμή χαράς. Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο σκάει στα χείλια τους, για πρώτη φορά. Η μαγεία του Dark Outside έγκειται στο ότι κατορθώνει να συνδυάσει τη μελαγχολία με τη χαρά, τον πόνο με την ευχαρίστηση, την ειλικρίνεια με την ειρωνεία και τον φόβο με την ελπίδα, μέσα από συνθέσεις άλλοτε απλές και άλλοτε συγκλονιστικές. Μα πάνω απ’ όλα, δημιουργεί έναν κόσμο ο οποίος αποτελείται από ολόκληρο το φάσμα των συναισθημάτων που βιώνουμε ως άνθρωποι και δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθεί κανείς, αν θέλει να βγει αλώβητος από τις μεγαλύτερες δυστυχίες: να χαμογελάει, ακόμα κι αν αυτό το χαμόγελο είναι γλυκόπικρο. Από τις πρώτες νότες του πρώτου cd, γίνεται αντιληπτό πως ο Κωνσταντίνος Βήτα μας προσφέρει το γνωστό και μοναδικό μουσικό του κράμα, συνδυάζοντας δηλαδή γοητευτικά τις πιο απλές pop μελωδίες με τις πιο πολυσχιδείς και πολύπλοκες ηλεκτρονικές φόρμες. Για άλλη μία φορά παρελαύνουν, σε μία απόλυτα οργανωμένη αταξία, η synth-pop, house και techno στοιχεία, ambient περάσματα, η κιθαριστική pop, όλα, δηλαδή, τα γνώριμα στοιχεία της συνθετικής δεινότητάς του. Επανάληψη; -θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος. Κάθε άλλο: ο Κωνσταντίνος συνεχίζει από εκεί που είχε σταματήσει, κάνοντας ταυτόχρονα και ένα σημαντικό βήμα προς τα μπροστά. Με μία σαφώς πιο σκοτεινή και μελαγχολική διάθεση, αποφασίζει να κινηθεί σε πιο έντονα ηλεκτρονικά μονοπάτια, φέρνοντας στο νου της ημέρες του Σούπερ Στέλλα. Το πολύ ενδιαφέρον στην περίπτωση της εν λόγω δουλειάς είναι πως - μία οκταετία μετά την πρώτη του δισκογραφική παρουσία και επιδεικνύοντας σπουδαία πλέον καλλιτεχνική ωριμότητα και εμπειρία - ο δημιουργός φτάνει σε έναν πολύ πιο δουλεμένο ήχο, χωρίς ίχνος αμηχανίας. Ήχο εμπλουτισμένο με δεκάδες μικρές λεπτομέρειες, ο οποίος έτσι δημιουργεί ένα μοναδικό κολάζ ηλεκτρονικών ήχων, προσφέροντάς μας συναρπαστικές μουσικές στιγμές. |
Ο Φοίβος Δεληβοριάς έχει βγάλει μόνο καλούς δίσκους στην ως τώρα πορεία του, αλλά με το Έξω προχωράει νομίζω ένα βήμα παραπέρα. Τα συστατικά παραμένουν ίδια και γνώριμα, αλλά η φόρτιση, το εύρος των οριζόντων του και η διεισδυτικότητα της ματιάς του παρουσιάζονται να έχουν μια άλλη δυναμική, αξιοποιώντας ένα συναρπαστικά αξεδιάλυτο πάντρεμα μεταξύ μιας ώριμης σκέψης και μιας εφηβικής διάθεσης. Χάρη σε αυτά τα όπλα ο Δεληβοριάς δεν οριοθετεί μονάχα εκ νέου τον δικό του ορίζοντα ως δημιουργός, φωνάζοντας ένα βροντερό παρών. Παραδίδει επίσης και ένα καλό μάθημα σχετικά με το πώς περίπου θα έπρεπε να ηχούσε σήμερα το mainstream ελληνικό τραγούδι, πείτε το «έντεχνο» ή πείτε το pop/rock: να βλέπει τόσο τον έρωτα όσο και την κοινωνία, να φιλοσοφεί δίχως μιζέρια, να έχει άποψη και να ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα αλλά με χιούμορ και χαμόγελο, και τέλος να μη βασίζεται σε κανα-δυο ραδιοφωνικά χιτάκια, αλλά να ξαναθυμηθεί τι πάει να πει ολοκληρωμένη κατάθεση, album, κύκλος τραγουδιών.
10. Σαββίνα Γιαννάτου
Μουσική Δωματίων
Albums σαν κι αυτό αποδεικνύουν περίτρανα πόσο φτωχές (μα και παραπλανητικές ίσως) είναι ταμπέλες όπως «έντεχνο», όταν πρόκειται να τα κατηγοριοποιήσουμε κάπου χάριν συνεννόησης. Κι αυτό γιατί η νέα δουλειά της Σαββίνας Γιαννάτου αποτελεί μια πρόταση για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, που νομίζω πως, ασχέτως του πόσο ωραία ή όχι τη βρίσκει κανείς, θα έπρεπε να απασχολήσει όλους όσους ενδιαφέρονται σοβαρά για αυτό. Aυτό που ορίζεται στο συγκεκριμένο album ως «μουσική» και «τραγούδι» είναι κάτι που παίζει με τα όρια και τις εσχατιές των εννοιών αυτών, προκαλώντας - ίσως και εξοργίζοντας κιόλας - κάθε παραδοσιακή προσέγγισή τους. Ελεύθεροι οργανικοί αυτοσχεδιασμοί κινούμενοι σε διάφορα αφαιρετικά επίπεδα συνυπάρχουν έτσι με απρόσμενους, μα συχνά φανταστικούς, φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς εκ μέρους της Σαββίνας Γιαννάτου. Και ναι μεν υπάρχουν εδώ κι εκεί μεμονωμένες περιπτώσεις όπου ίσως να γίνεται, κατά τη γνώμη μου, κατάχρηση αυτών των αυτοσχεδιασμών (“Σάσι…Μπλουζ”, “Το Ταξίδι”), στο σύνολο όμως του album αυτός ο σχεδόν απόκοσμος και αφάνταστα τολμηρός καμβάς όχι μόνο λειτουργεί, μα και απολήγει σε μελοποιήσεις που και τρομερά πρωτότυπες είναι, μα και τις αλήθειες και τα συναισθήματα των ποιητικών στίχων πετυχαίνουν να εκφράσουν.
Best of 2007: Τα αγαπημένα album των αναγνωστών (1-10)
Best of 2007: Τα αγαπημένα album των αναγνωστών (11-20)
Best of 2007: Τα αγαπημένα album των αναγνωστών (21-30)
Best of 2007: Τα αγαπημένα album των αναγνωστών (31-40)