1. Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Διάφανος
Είδος: Έντεχνο, Λαϊκό, Παραδοσιακό
Label: Λύρα
Κυκλοφορία: 12/2006
Ο «Διάφανος» είναι η ομαδική έκρηξη συναισθημάτων που θα ανέμενε κανείς μετά την κλειστοφοβική ομορφιά του άλμπουμ που κυκλοφορησε νωρίτερα μέσα στο χρόνο. Καο τα δύο άλμπουμ δημιουργήθηκαν από τις ίδιες στάχτες, πατούν ακόμα και στα ίδια ρυθμολογικά πρότυπα, μόνο που στο «Βροχή από κάτω» τα πάντα φάνηκαν να αποδομούνται ηλεκτρονικά και να ευωδιάζουν ψυχεδελικά μέχρι εκεί που δεν πάει. Στο νου μας έρχεται η αντιστοιχία με τις Ανάσες των Λύκων του Γιάννη Αγγελάκα. Κι έπειτα ήρθε η φωτοβολίδα, η διονυσιακή γιορτή, το πανηγύρι, όπως συνέβαινε στις εποχές της Ανδρομέδας, όπως συμβαίνει από κάποια στιγμή και μετά στις ζωντανές συγκεντρώσεις του. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που είχε εμφυσήσει αέρα αμερικανικής ερήμου ή Tom Waits στο ελληνικό τραγούδι. Το αποδεικνύει στο "Πες μου κάτι". Παράλληλα ο ίδιος που έκανε το "Βάλε Κρασί" να μοιάζει με κλασικό, παραδοσιακό μας άσμα, στην εκτέλεσή του χωρίς λόγια. Εδώ λέγεται "Κομμωτριάκι" και είναι όσο χαζό επιβάλλεται. Τα αναμειγνύει όλα στο "Στην Αμερική". Στα "παξιμάδια", βιολιά, τζουρά, πλήκτρα και τρομπέτα δε θα μπορούσαν να δέσουν καλύτερα... Ξέρει πως να χαϊδέψει το φαινομενικά πιο δύσκολο κομμάτι του κοινού με ένα tribute στους bloggers. Το κάνει έξυπνα, γρήγορα και -όπως αποδεικνύεται από τη μανία μας να τοποθετούμε ταμπέλα προστασίας ποιότητας και μοναδικότητας σε κάθετί που ασχολούμαστε- πολύ πιο εύκολα από ότι το ίδιο το target group είχε υποψιαστεί. Είναι με όλους. Αλλά τελικά στο "Διάφανος", είναι περισσότερο ο εαυτός του από ποτέ. Ο σημερινός, κατασταλλαγμένος και μπολιασμένος με διαφορετικούς ήχους προερχόμενους από ερεθίσματα μερικών εκ των καλύτερων ελλήνων μουσικών.
2. Gardenbox: Last Resort
Είδος: Pop, Rock
Label: Venerate Industries
Κυκλοφορία: 3/2006
Τα, ως επί το πλείστον οργανικά, κομμάτια των Gardenbox, μπορούν να ακουστούν σήμερα το απόγευμα στην Αθήνα, αύριο το πρωί στο Μπέλφαστ, την επόμενη εβδομάδα στην Τσεχία και λίγο αργότερα στο Κλίβελαντ. Είναι παγκόσμια μουσική παιγμένη από Έλληνες – σπάνιο πράγμα, ναι, εξ ου όμως και η μοναδική ομορφιά του… Κάθε ένα από τα σπουδαία γκρουπ της μετα-Mogwai post-everything σκηνής έχει μία ιδιαιτερότητα να προτάξει: οι Isis φορούν έναν metal μανδύα, οι Explosions In The Sky εμπνέονται ηχοτοπία από την αμερικανική έρημο, οι Oceansize γίνονται όσο progressive χρειάζεται, οι Shora δεν ξεχνούν την τετραγωνισμένη αισθητική της κεντροευρωπαϊκής σχολής, οι From Monument To Masses μπλέκουν πολιτικές ομιλίες με τις μινιμαλιστικές μελωδίες τους, οι Mono αφήνουν αχαλίνωτη τη γιαπωνέζικη φαντασία τους… Προσθέστε άφοβα στην αλυσίδα τους Gardenbox, που δίνουν βάρος στην electronica και δεν έχουν άγχος να αποδείξουν ότι είναι «πολίτες του κόσμου»: και έναν αγνώριστο, πραγματικά, Αλκίνοο Ιωαννίδη καλούν στο στούντιο [μην φανταστείτε… post-έντεχνα στοιχεία – δεν τραγουδάει κανονικά ο άνθρωπος!] και δεν υποβιβάζουν ποτέ τον τομέα «μελωδία» υπέρ του πειραματισμού και αρκούντως θορυβώδεις αποδεικνύουν ότι μπορεί να γίνουν και τα δάνεια από Radiohead έχουν φροντίσει να εξοφλήσουν εγκαίρως. Για να μην πολυλογούμε, το “Last Resort” δεν είναι, σε καμία περίπτωση, ο καλύτερος ελληνικός δίσκος των τελευταίων μηνών – θα ήταν πολύ άδικος και πολύ… «λίγος» ένας τέτοιος χαρακτηρισμός: εδώ έχουμε να κάνουμε με το πιο όμορφο άλμπουμ της χρονιάς, μέχρι στιγμής, ανεξαρτήτως προελεύσεως, εθνικότητας και μουσικού ύφους. Κι αν εχθρός του καλού είναι όντως το καλύτερο… τότε οι Gardenbox έχουν κερδίσει ήδη πολλές αντιπάθειες και το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Red Sparowes θα χρειαστεί να μοχθήσουν διπλά το βράδυ της 25ης Μαρτίου στο ΑΝ για να κερδίσουν τις εντυπώσεις…
3. Night On Earth: Night On Earth
Είδος: Pop, Rock
Label: Outlandish
Κυκλοφορία: 10/2006
Αν και ξεκίνημα, το Night On Earth δεν ακολουθεί καμία από τις συμβάσεις που συνήθως «επιβάλλονται» στα ντεμπούτο albums της ελληνικής pop/rock σκηνής. Το cd είναι διπλό, περιέχοντας σχεδόν δύο ώρες μουσικής, ο στίχος είναι αποκλειστικά αγγλόφωνος και ο ήχος τους, όπως ξέρουν καλά όσοι τους έχουν δει live, αρνείται πεισματικά να καταταχθεί σε κάποια κατηγορία, αρεσκόμενος αντιθέτως, σαν κατεργάρικο πιτσιρίκι, να πηδάει από τη μια «ταμπέλα» στην άλλη, δημιουργώντας ένα κολλάζ jazz, rock και μουσικής για soundtracks, όπου οι πιανιστικοί αυτοσχεδιασμοί του Keith Jarrett συναντούν την avant-garde αισθητική του John Zorn, τους Yes, ακόμα και τους Portishead. Σε χέρια λιγότερων ταλαντούχων ανθρώπων το παραπάνω παζλ θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε ένα μεγαλοπρεπέστατο ναυάγιο, στην περίπτωση όμως των Night On Earth οδηγεί αντιθέτως σε κάτι το ξεχωριστό. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ασυμβίβαστη και ιδιαίτερη τραγουδοποιία, η οποία αναβλύζει σαν καθάρια πηγή προς όποια ηχητική κατεύθυνση επιλέξει, εκφράζοντας με νότες μια παλέτα συναισθηματικών εντάσεων, που τοποθετούνται σε έναν καθαρά αρτίστικο και ελευθεριακό καμβά. Οι Night On Earth ανθίζουν βέβαια υπό συγκεκριμένες συνθήκες, καθώς η μουσική τους δεν είναι συμβατή ούτε με όλες τις ώρες της ημέρας, ούτε με όλες τις διαθέσεις. Αν όμως πετύχετε την κατάλληλη χημεία είναι η γνώμη μου πως θα πραγματοποιήσετε επαφή με ένα group που δείχνει να έχει δυνατότητες ώστε να αφήσει εποχή στον χώρο όπου διάλεξε να κινηθεί.
4.Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Η Βροχή Από Κάτω
Είδος: Άλλο
Label: Λύρα
Κυκλοφορία: 3/2006
Το δισκογραφικό και μουσικό, γενικότερα, παρελθόν του Θανάση Παπακωνσταντίνου, άφηνε σχεδόν πάντοτε την υποψία πως κάποια στιγμή θα έφτανε σε τούτο το σημείο. Να φτιάξει, δηλαδή, έναν τόσο ενδοσκοπικό δίσκο, έναν πειραματικό δίσκο, εντελώς διαφορετικό, από κάθε προηγούμενη δουλειά του, που όμως θα μπορεί πάλι, ίσως ακόμα πιο έντονα, να αγγίξει το συναίσθημα του ακροατή και, εν συνεχεία, να του δημιουργήσει και άλλα νέα, έντονα συναισθήματα. Ο Θανάσης έμεινε 2 χρόνια εσώκλειστος στο ησυχαστήριό του με παρέα και μόνιμο μουσικό εργαλείο τον επεξεργαστή του υπολογιστή. Φαίνεται πως όσο απομακρύνεται από τους καθημερινούς ήχους, τόσο πιο έντονα διυλίζονται αυτοί στους μουσικούς του αισθαντήρες. Σε αυτό το δίσκο ο Θανάσης μοιάζει να γίνεται ένα μικρό παιδί που διψά να μάθει πως λειτουργούν τα νέα του παιχνίδια, αλλά παράλληλα αυτό λειτουργεί αντίθετα, καθώς τα νέα κατασκευάσματα χαίρουν υψηλότερης υλικοτεχνικής ποιότητας, από το αρχικό υλικό. 14 κομμάτια με ορχηστρική δομή κατά την πλειοψηφία τους, γεμάτα με «λούπες που έφτιαξε από ετερόκλητες πηγές», μουσικά θέματα και παραλλαγές από μουσικές για ταινίες και παραστάσεις που χει φτιάξει στο παρελθόν, πειραματισμό που δεν ματαιοδοξεί και δεν ξεφεύγει άνευ λόγου, και σκόρπιοι στίχοι, αυτοσχέδιοι και εμπνευσμένοι από τις εμμονές του δημιουργού τους, που χαμηλόφωνα τραγουδιούνται ή απαγγέλλονται, όταν έρχεται η σειρά τους να εκφραστούν. Όλο αυτό το συνονθύλευμα, πέρασε από την ενορχηστρωτική εποπτεία του Κώστα Θεοδώρου και σε συνδυασμό με την παρέα των μουσικών που τα εκτελούν (από τους καλύτερους στην Ελλάδα και με συμμετοχές από τους Λαικεδέλικα), τα 14 αυτά κομμάτια εξωτερικεύουν όλη την συναισθηματική και δημιουργική εσωστρέφεια με τρόπο αφοπλιστικό και ιδιόμορφης (υψηλής πάντοτε) αισθητικής.
5.Διάφανα Κρίνα: Ο Γύρος Της Μέρας Σε Ογδόντα Κόσμους
Είδος: Pop, Rock
Label: Εκδόσεις Ίνδικτος
Κυκλοφορία: 1/2006
Όσον αφορά το νέο τους cd τώρα, τα Διάφανα Κρίνα έβαλαν ένα δύσκολο στοίχημα, τόσο με τους εαυτούς τους, όσο και με το κοινό τους, κυκλοφορώντας ένα αποκλειστικά οργανικό album. Κι αυτό γιατί αποφάσισαν, αφ’ ενός, να παρουσιάσουν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, αφαιρώντας τα δυνατότερα ίσως χαρτιά τους - τους στίχους τους και την τόσο ιδιαίτερη φωνή του Θάνου Ανεστόπουλου (ο οποίος συμμετέχει ως απλός μουσικός) - και αφ’ ετέρου γιατί το rock κοινό γενικά είναι φύσει δύσπιστο προς albums που δεν περιέχουν τραγούδια. Μόνο οι μεγάλοι δημιουργοί μπορούν να ανατρέπουν τα δεδομένα τους με τέτοιον τρόπο όταν ήδη έχουν φτάσει σε ένα υψηλό σημείο. Επειδή λοιπόν οι καιροί είναι χαλεποί για το ελληνικό rock (και την ελληνική μουσική γενικότερα) δεν αρκεί να λέμε αναμεταξύ μας όσοι ασχολούμαστε με τα μουσικά πράγματα για το πόσο καλά είναι τα Διάφανα Κρίνα. Χρειάζεται να το βροντοφωνάξουμε, για να το συνειδητοποιήσουν και όσοι έξω από τον μικρόκοσμό μας ενδιαφέρονται.
6.Film: Angel B
Είδος: Pop, Rock
Label: EMI
Κυκλοφορία: 2/2006
Οι ατμοσφαιρικές μουσικές πτήσεις των Film, «απουσία αποσκευών», μετά από τρία χρόνια αναζητήσεων και συνεχόμενων περιπλανήσεων στο μουντό συννεφιασμένο ουρανό της ελληνικής αγγλόφωνης μουσικής σκηνής, προσγειώνονται πλάι σ’ ένα επίγειο άγγελο. Το Angel B έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι πάντα μετά τη συννεφιά ακολουθεί η ηλιοφάνεια. Το post-alternative ύφος με τις electro-new wave πινελιές με το οποίο μας είχαν συστηθεί τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος συνεχίζει ν’ αποτελεί τη βάση, και του “Angel B”, πάνω στην οποία πειραματίζονται και ολοένα εξελίσσονται. Το άλμπουμ παρουσιάζει μια εντυπωσιακή αλληλουχία καλοδουλεμένων κομματιών, από την αρχή έως το τέλος, παράγωγα των ηλεκτρισμένων κιθαριστικών μελωδιών και της εξαίσιας αρμονικής σύμπραξης παραμορφωμένων μπασογραμμών και κρουστών. Ο ήχος της μπάντας, φιλτραρισμένος φυσικά μέσα από το ιδιαίτερο πρίσμα των παιδιών και εμπλουτισμένος με πλειάδα ηλεκτρονικών στοιχείων, αποτελεί αυτή τη στιγμή τον τέλειο αντικατοπτρισμό του ήχου μεγάλων ονομάτων της παγκόσμιας μουσικής σκηνής όπως οι Interpol και οι Placebo, στοιχείο που γίνεται αντιληπτό από την πρώτη κιόλας ακρόαση του δίσκου.Η επιστροφή του κουαρτέτου των Film με τη δεύτερη κατά σειρά δισκογραφική του δημιουργία προσθέτει ακόμα ένα λιθαράκι στις αμυδρές αχτίδες ηλιοφάνειας που έχουν κάνει αισθητή την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια στη τοπική μουσική σκηνή, ανεβάζοντας παράλληλα τον πήχυ ακόμα ψηλότερα, τόσο για το ίδιο το κουαρτέτο όσο και για το σύνολο της ελληνικής αγγλόφωνης μουσικής σκηνής.
7. Αλκίνοος Ιωαννίδης – Μιλτιάδης Παπαστάμου: Που Δύσην Ως Ανατολήν
Είδος: Έντεχνο, Λαϊκό, Παραδοσιακό
Label: Universal
Κυκλοφορία: 5/2006
9 χρόνια χρειάστηκαν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Μιλτιάδης Παπαστάμου για να ολοκληρώσουν αυτή τη δισκογραφική δουλειά. Αφορμή και αιτία του δίσκου και αυτής της πορείας στάθηκε η πρόταση του Μεγάρου Μουσικής στον Ιωαννίδη να παρουσιάσει τραγούδια της πατρίδας τους στο Φεστιβάλ της Μικρής Επιδαύρου το 1997. Η συνεργασία των δύο μουσικών τους έφερε πιο κοντά με την κυπριακή παράδοση και έτσι αποφάσισαν, μετά το πέρας της συναυλίας να δουλέψουν ακόμα περισσότερο, κάνοντας σχεδόν αυτοσκοπό την καταγραφή και την αναπαραγωγή αυτής της μουσικής. O Ιωαννίδης και ο Παπαστάμου ταξίδεψαν αρκετές φορές στην Κύπρο, ηχογράφησαν γέροντες και ψαλτάδες, βρήκαν αρκετές υπάρχουσες ηχογραφήσεις ενώ χρησιμοποίησαν έρευνες και μελέτες ιδρυμάτων και ιδιωτών. Κατά τη διάρκεια της έρευνας αυτής, έδωσαν και αρκετές συναυλίες παρουσιάζοντας το υλικό που μάζευαν. Κι έτσι έφτασαν στο αποτέλεσμα αυτού του δίσκου με 13 παραδοσιακά κυπριακά τραγούδια, που τα αντιμετώπισαν ως κάτι ζωντανό και εξελισσόμενο και όχι ως μουσειακό είδος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το δελτίο τύπου, που βέβαια δεν έχει καθόλου άδικο. Μπορεί να φέρνουν στο προσκήνιο την μουσική παράδοση της Κύπρου αλλά το δικό τους ύφος είναι εμφανές, καθώς χρησιμοποιούν τα καίρια στοιχεία του ζητούμενου παίζοντας τα παραδοσιακά όργανα και χρησιμοποιώντας την κυπριακή διάλεκτο, αλλά ο τρόπος που φέρονται στη μουσική έχει τη φρεσκάδα και την «μοντέρνα» τεχνική και εμπειρία των νέων αυτών μουσικών που ζουν την και στην εποχή τους.
8. Lost Bodies: Brutal
Είδος: Pop, Rock
Label: Μικρό Μουσικό Θέατρο
Κυκλοφορία: 7/2006
Οι Lost Bodies δεν απευθύνονται στη λογική σου - εκπέμπουν ένα μήνυμα ηχηρό, μα σε συχνότητες άκρως συναισθηματικές, ο συντονισμός στις οποίες απαιτεί ρομαντισμό, αθωότητα, ροπή στην ουτοπία και τελικά και λογική, μια λογική όμως που τηρεί αποστάσεις από την κυρίαρχη «λογική» και μπορεί να αρθρωθεί αμφισβητώντας και εξερευνώντας. Οι μουσικές φόρμες από την άλλη και η έννοια του τραγουδιού είναι για αυτούς ό,τι τα περιγράμματα για τους Γερμανούς Εξπρεσιονιστές, ό,τι το νόημα για τον Ταρκόφσκι, ή η μουσική σύνθεση για το Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ (τον πιο κοντινό τους μουσικό συγγενή στην Ελλάδα): πράγματα ρευστά. Οι - εξαιρετικές - μελωδίες που απλώνουν στο φόντο μπορούν έτσι κάλλιστα να αντλούνται από όπου τους κατέβει, pop, rock, world, electronica, τα καταφέρνουν περίφημα σε ό,τι και αν διαλέξουν. Πάνω σε αυτές τοποθετούνται πρόζες, άλλες δικές τους, άλλες επωνύμων σαν τον Καβάφη ή τον Μπόρχες, οι οποίες ερμηνεύονται εκφραστικότατα, πότε με παράπονο, πότε με χαριτωμενιά, πότε με σαρκασμό, πότε με μια αίσθηση πίκρας, ακόμα και κούρασης.
9. Ελευθερία Αρβανιτάκη: Γρήγορα Η Ώρα Πέρασε
Είδος: Έντεχνο, Λαϊκό, Παραδοσιακό
Label: Universal
Κυκλοφορία: 10/2006
Κάποιους μήνες πριν είχα γράψει για τον Νίκο Ξυδάκη ότι «εδώ και καιρό δείχνει να έχει βαλτώσει στα κεκτημένα του». Στην περίπτωση όμως του Γρήγορα Η Ώρα Πέρασε νομίζω πως έκανε την υπέρβαση που κατά τη γνώμη μου του έλειπε τα τελευταία χρόνια και βρέθηκε σε μια εξαιρετική στιγμή ως μελωδός - τέτοια ώστε να μπορεί να θεωρηθεί σχεδόν εφάμιλλη εκείνων με τις οποίες καθιερώθηκε κάποτε ως μία σημαντική ελπίδα για το μέλλον. Πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε αποκλειστικά με μελοποίηση ποιημάτων, τομέα δηλαδή εξαιρετικά απαιτητικό και λεπτό, καθώς το εν λόγω album περιέχει εννέα ποιήματα της μεγάλης Σαπφούς (σε απόδοση ενός άλλου μεγάλου, του Οδυσσέα Ελύτη), ένα χορικό του Ευριπίδη, τρία ποιήματα του Διονύση Καψάλη και ένα του Κώστα Καρυωτάκη. Από το εξαιρετικό εναρκτήριο οργανικό “Γρήγορα Η Ώρα Πέρασε” ως και το φινάλε του album ο Νίκος Ξυδάκης πλάθει έτσι κομψές συνθέσεις γεμάτες ένταση, συναίσθημα και χάρη, αληθινά κεντήματα που και ερωτισμό αποπνέουν και απολύτως συνυφασμένα ηχούν με τις λέξεις και τις καταστάσεις των ποιημάτων. Το έτερον ήμισυ του album, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, είχε κατά την άποψή μου περισσότερα σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή της, στάθηκε όμως γενικά στο γνώριμο ύψος της, αξιοποιώντας τα μεγαλύτερα «ατού» της ως ερμηνεύτρια, την ξεχωριστή δηλαδή λεπτή χροιά της φωνής της και την εκφραστικότητά της.
10. Χρήστος Αλεξόπουλος: Παραπούνες και Τριαφύνταλλα
Είδος: Pop, Rock
Label: Puzzlemusic
Κυκλοφορία: 10/2006
Το Παραπούνες και Τριαφύνταλλα δεν είναι μια δουλειά που θα μπορέσει να επικοινωνήσει με τον μέσο άνθρωπο· ο τελευταίος θα το αντιμετωπίσει μάλλον ως κάτι το ακατανόητο, ίσως και σαχλό, καθώς το υλικό του δεν απευθύνεται στη λογική, ή, καλύτερα, ψάχνει μάλλον να την αγγίξει ακολουθώντας μη ορθολογικές διαδρομές. Πρόκειται για ένα album το οποίο ανοίγει ένα παράθυρο προς έναν ολόκληρο κόσμο, που υπάρχει όμως μονάχα στο μυαλό του Αλεξόπουλου, προς «τους ανεμόμυλους του μυαλού ενός καλλιτέχνη που δουλεύει σε τράπεζα», όπως λέει (σκιαγραφώντας άραγε τον εαυτό του;) στο “Όλα Τελειώνουν Κάποτε”. Καλώντας έτσι τον ακροατή σε μια μουσικοψυχονοητική εμπειρία, η οποία ανιχνεύει με πρωτοτυπία και φευγάτη διάθεση όλο το πλέγμα των σχέσεων που μπορεί να συνάψει ένας ιδιόμορφος και εύθραυστος ψυχισμός με την «τυραννία» του έξω κόσμου. Συναντάς έτσι αντικατοπτρισμούς δικών σου ανησυχιών ή κρίσεων για την άλλη, την αντικειμενική καθημερινότητα, πράγματα που κάνουν και εσένα να φρικάρεις ή να χαμογελάς, αδιέξοδα, κυνικές ρήσεις ή σουρεαλιστικούς παροξυσμούς (και, παρακαλώ, το επίθετο σουρεαλιστικούς να το εκλάβετε κυριολεκτικά και όχι με την τρέχουσα έννοια που το χρησιμοποιούν διαρκώς οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι). Και όλα αυτά σε ένα μελωδικό υπόβαθρο πολύ προσεγμένο, που στέκεται ισάξια με τον λόγο, τον τονίζει, τον φωτίζει, τον σώζει όπου κινδυνεύει να γίνει μια αυστηρά προσωπική υπόθεση (όπως π.χ. αυτό το κους-κους-μους-σοκολά-μους). Μεγάλη σε αυτό είναι η συνεισφορά του Socos των Live Project Band, ενός εξαιρετικού τεχνίτη, οι ηλεκτρικές κιθαριές του οποίου θα έλεγα πως…ζεματάνε!