Mammal Hands - Floa
Label: Gondwana Records/Α&Ν
Αρχή από το Νόριτς της Αγγλίας με ένα τρίο αποτελούμενο από τον ντράμερ Jesse Barrett και τα αδέρφια Jordan & Nick Smart σε σαξόφωνο και πιάνο αντιστοίχως. Οι Mammal Hands ασκούνται σε μια μορφή μοντέρνας τζαζ, αρκετά κοντά σε εκείνη των συμπατριωτών τους Portico Quartet (προτού αυτοί απεμπολήσουν το δεύτερο συνθετικό τους), Polar Bear ή GoGo Penguin. Με άλλα λόγια, σε μία τζαζ η οποία διεκδικεί μια διπλή απεύθυνση: τόσο προς όσους/ες την ακούνε ως μία συγκεκριμένη κατάληξη (μία ανάμεσα σε άλλες) της μακράς συζήτησης σχετικά με το πώς θα «πρέπει» να ακούγεται η τζαζ στον 21ο αιώνα, όσο και σ' εκείνους/ες που, εκκινώντας από πιο ηλεκτρονικά ακούσματα, έχουν φθάσει σ' αυτήν μέσω ονομάτων όπως ο DJ Food, οι Cinematic Orchestra ή οι Red Snapper.
Μολονότι οι Mammal Hands δύσκολα μπορούν να παρουσιαστούν ως ριζοσπάστες στην όλη συζήτηση, δείχνουν να κατανοούν πολύ καλά τον ενδιάμεσο χώρο στον οποίον κινούνται –αρκετά τουλάχιστον ώστε να μην πατήσουν τις τόσες μπανανόφλουδες που υπάρχουν τριγύρω τους. Έτσι, δεν παραιτούνται από τη βάσανο της εξέλιξης των ιδεών τους, ούτε απλώς κλωθογυρίζουν γύρω από τα ίδια μοτίβα, περιμένοντας την αυξομείωση της έντασης για να προχωρήσει τη δραματουργία των συνθέσεων. Αντιθέτως, διαθέτουν μια μελωδική γραμμή που ψάχνει (και συνήθως βρίσκει) διεξόδους, κι έναν ρυθμικό κορμό που διαθέτει ταχύτητα και εκρηκτικότητα, αλλά ταυτόχρονα και μια ιδιαίτερη μουσικότητα, η οποία συντονίζεται με τις γενικότερες ρομαντικές διαθέσεις. Και οι τρεις μουσικοί έχουν τις στιγμές τους, με μία ιδιαίτερη μνεία στο …αριστερό χέρι του Nick Smart, το οποίο καλύπτει υπέροχα τον χώρο μεταξύ ρυθμού και μελωδίας, χώρος που «κανονικά» ανήκει στο κοντραμπάσο.
Είναι γεμάτος δίσκος, λοιπόν, το Floa· είναι και ταιριαστός στην οπτική περί της εύηχης σύγχρονης τζαζ την οποία εκφράζει το εκλεκτικό label του τρομπετίστα Matthew Halsall, η Gondwana. Μία οπτική η οποία έχει κερδίσει μια κάποια ορατότητα τελευταία· δίσκοι σαν το Floa εξηγούν ορισμένους από τους λόγους.
Elliot Galvin Trio - Punch
Label: Edition Records/Α&Ν
Μένουμε στην Αγγλία, πηγαίνουμε όμως στην πρωτεύουσα για να βρούμε τον Elliot Galvin, έναν 25χρονο πιανίστα ο οποίος θεωρείται από τα ανερχόμενα αστέρια της βρετανικής τζαζ. Και πραγματικά, πέρα από τα «τυπικά προσόντα», δηλαδή τα βραβεία και τους επαίνους που έχει ήδη κερδίσει, στο Punch αναδεικνύεται η παιχνιδιάρικη μουσική ευφυΐα του Galvin, η οποία αρκεί από μόνη της για να υποστηρίξει τέτοιες δηλώσεις.
Πρόκειται για τον 2o δίσκο που γράφει για το τρίο του (δηλαδή τη συνεργασία του με τον Tom McCredie στο κοντραμπάσο και τον Simon Roth στα τύμπανα) και γίνεται νομίζω σαφής η προσπάθειά του να καταγράψει μία ακόμα πιο ιδιοσυγκρασιακή μουσική πρόταση, ικανή να τον ξεχωρίσει μέσα στα άπειρα τζαζ τρίο που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στον Δυτικό κόσμο. Χαρακτηριστική επίσης είναι και η ευχέρειά του να μετακινείται μεταξύ οργάνων, αφήνοντας το πιάνο για χάρη του ακορντεόν, της μελόντικας ή των μαγνητοφώνων και αλλάζοντας διαρκώς περιβάλλοντα και διαθέσεις (ακούστε π.χ. τη σύνθεση “Hurdy-Gurdy”, που παρατίθεται παρακάτω).
Το Punch είναι γενικώς υπερκινητικό, ένα ζωηρό παιχνίδι ήχων και ρυθμών, από ένα σχήμα το οποίο δεν διστάζει να αναμετρηθεί π.χ. με τη ρυθμική ιδιαιτερότητα του τρίο του Vijay Iyer ή να φέρει στα μέτρα του έναν Kurt Weil (διασκευάζοντας τη σύνθεση “Mack Τhe Knife”). Περισσότερο από αφέλεια, πρόκειται ίσως για άγνοια κινδύνου, όμως η γραφή του Galvin –μαζί με την εκτελεστική του δεινότητα– δείχνει να μπορεί να ενσωματώνει τις σύγχρονες εμβριθείς προσεγγίσεις της τζαζ, χωρίς να χάνει κάτι από τη ζωηράδα και το σκέρτσο της νεότητάς της.
{youtube}cx3ojRRsT_o{/youtube}
Alessandro Lanzoni - Diversions
Label: CamJazz/A&N
Έχοντας ήδη δύο (αν δεν απατώμαι) δουλειές ως leader, ο νεαρός Ιταλός πιανίστας Alessandro Lanzoni δοκιμάζεται για πρώτη φορά σε μία σόλο κυκλοφορία. Μια υπόθεση που προφανώς δεν είναι καθόλου απλή, τόσο επειδή η έκθεση είναι όλη δική του, όσο κυρίως γιατί τεστάρονται στο έπακρο τα δημιουργικά του όρια, όσα τρικ κι αν καταφέρει να επινοήσει.
Στην προκείμενη περίπτωση βέβαια, τα τρικ δεν είναι απαραίτητα. Το εξαιρετικό αρμονικό αισθητήριο του Lanzoni και η καλή γνώση του τζαζ πιάνου, τόσο σε επίπεδο θεωρίας και σύνθεσης όσο και επιτέλεσης, είναι δύο από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν από νωρίς στο Diversions και γενικώς δικαιώνουν το εγχείρημα. Ωστόσο, ίσως θα χρειαζόταν ο Lanzoni να γίνει ελαχίστως πιο αυθάδης απέναντι στις φόρμες και στις νόρμες οι οποίες τον καθορίζουν, δεδομένου μάλιστα ότι, όταν επιχειρεί σχετικές εξόδους, τα καταφέρνει περίφημα (π.χ. στο “Unexpected Error”).
Προφανώς, δεν είναι ακόμα σε θέση να συγκριθεί με τους μάστορες του οργάνου (ένας από τους οποίους είναι σίγουρα ο δάσκαλός του Stefano Battaglia)· φαίνεται όμως πως έχει όλα τα φόντα για να το κάνει στο κοντινό μέλλον.
Gaetano Partipilo & The Contemporary Five - Daylight
Label: Tǔk Music/A&N
Μένουμε στην Ιταλία, για ένα πρότζεκτ του σαξοφωνίστα από το Μπάρι Gaetano Partipilo, στο οποίο συμμετέχει ο Lanzoni. Το όνομα δεν διεκδικεί βέβαια δάφνες πρωτοτυπίας· αρκεί να θυμηθούμε τους New York Contemporary Five, ένα σχήμα των αρχών της δεκαετίας του 1960 στο οποίο συνυπήρχαν μουσικοί όπως ο Archie Shepp και ο Don Cherry. Μπορούμε όμως να το δούμε με την περιγραφική του σημασία, αυτή που (σε συνδυασμό, εννοείται, με τη μουσική) εγγράφει το σχήμα στη συγχρονικότητα της τζαζ· απόληξη, περισσότερο, μιας συγκεκριμένης γενεαλογίας παρά αφορμή για καταδρομικές σε άλλες μουσικές ευαισθησίες. Το Daylight είναι ξεκάθαρα ένας τζαζ δίσκος, όσο ξεκάθαρα δηλαδή μπορεί να εννοηθεί κάτι τέτοιο στη σημερινή εποχή.
Γιατί, ακόμα κι έτσι, τα ανοίγματα δεν λείπουν. Προκρίνεται λοιπόν μια διασκευή στο “I Will” των Radiohead, το οποίο οι Contemporary Five διαβάζουν περισσότερο σαν μία αποδομημένη τζαζ μπαλάντα (δίνοντας, παρεμπιπτόντως, μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία στις δυναμικές του κομματιού), ενώ και στο “Versus Doom” ασκούνται σε ένα λιγάκι πιο ροκ ρυθμικό –χωρίς ωστόσο να καταφέρνουν πολλά πράγματα. Ακόμα κι εκεί, όμως, δεν προδίδουν την τζαζ γενεαλογία· ούτε όμως γίνονται και μονότονοι, διότι μπορούν και συνδυάζουν ήρεμα και συναισθηματικά παιξίματα με ζωηρές συνθέσεις, οι οποίες αφήνουν αρκετό χώρο στους γόνιμους αυτοσχεδιασμούς τους (ένα τέτοιο παράδειγμα λ.χ. είναι το “Israel Addiction”). Μερικώς ανοιχτό, λοιπόν, αλλά αρκετά δημιουργικό, το Daylight είναι ένα άλμπουμ που, χωρίς να εντυπωσιάζει, αποζημιώνει τον ακροατή του για τον χρόνο που του αφιερώνει.
Monika Roscher Bigband - Of Monsters Αnd Birds
Label: Enja/A&N
Όσο σαφές κι αν είναι ότι τα αντίθετα μπορούν να έλκονται, εκκινώντας μία δυνητικά πολύ γόνιμη διαδικασία, άλλο τόσο υπαρκτός είναι ο κίνδυνος τα αντιθετικά στοιχεία απλώς να εξουδετερώσουν το ένα το άλλο, οδηγώντας την αλλιώς γόνιμη διαδικασία σε έναν αμήχανο μετεωρισμό. Το Of Monsters And Birds, δεύτερος δίσκος της 20μελούς ορχήστρας που καθοδηγεί (με κιθάρα, φωνή, σύνθεση και ενορχήστρωση) η Γερμανίδα Monika Roscher, παρουσιάζει γενικώς μια γοητευτική οπτική της, διέρχεται όμως και από τις δύο πλευρές του νομίσματος.
Δεν καταφέρνει, ας πούμε, να κρύψει την αμηχανία της ορισμένες από τις φορές που προσπαθεί να συμφιλιώσει τις ελευθεριακές πρακτικές της με μία κάπως πιο ποπ αισθητική (λ.χ. στο τελείωμα της ενδιαφέρουσας κατά τα λοιπά σύνθεσης “Illusion”). Aλλού, πάλι, δείχνει κάποια σημάδια αδυναμίας, μεταβαίνοντας από μία τραγουδιστική φόρμα, ιδανική ίσως για μικρότερα ανσάμπλ, στο περιβάλλον της μεγάλης ορχήστρας (λ.χ. στο εναρκτήριο “Wanderer”).
Παρόλα αυτά, οι ίδιες ακριβώς μεταβάσεις είναι που αποτελούν και το δυνατό χαρτί του δίσκου. Υπάρχει γενικώς ένας μετεωρισμός (με τις μεταβάσεις να είναι συνεχείς και, σε περιπτώσεις, ραγδαίες), όμως δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αμηχανίας· είναι και συνέπεια μιας ευφορικής περιδίνησης, μιας διασκεδαστικής βόλτας σ' ένα μουσικό λούνα παρκ όπου οι μπλουζ απολήξεις του “A Walk In Τhe Park Βy Night” μπορούν να συνδυαστούν με τις γεμάτες γκρούβες του “Full Moon Theatre”, τις αποδομητικές τάσεις του “Terror Tango” ή την κάπως πιο indie προσέγγιση του “Time Wrap”.
Με διαφορετικά λόγια, η Roscher μπορεί να μην τα καταφέρνει πάντοτε με την ίδια επιτυχία, πάντως είναι ικανή χωροθέτρια και σε γενικές γραμμές διαχειρίζεται αποτελεσματικά τις μπόλικες συνδηλώσεις (συναισθηματικές ή καθαρά μουσικές) και τις άλλες τόσες εκφραστικές δυνατότητες που εμπεριέχονται σ’ ένα τόσο γκράντε εγχείρημα.
LUME - Xabregas 10
Label: Clean Feed
Το όνομα LUME είναι ακρωνύμιο του Lisbon Underground Music Ensemble και αναφέρεται σ' ένα 16μελές σχήμα (σ’ αυτήν τουλάχιστον την ενσάρκωσή του) από την πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, το οποίο λειτουργεί υπό την διεύθυνση του πιανίστα Marco Barosso. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Barosso δεν έχει τζαζ παιδεία μα κλασική, προσθέτει μία ενδιαφέρουσα πτυχή, αλλά σίγουρα όχι τη μόνη.
Ήδη από τις πρώτες νότες του εναρκτήριου “Astromassa” φαίνεται ότι το κόλπο δεν παίζεται τόσο στο ενδιάμεσο της τζαζ και της κλασικής (παρόλο που παίζεται και εκεί), αλλά σε πολλά και διάφορα ενδιάμεσα. Ακούμε π.χ. πολλές φορές τα πνευστά να τοποθετούνται στη σύνθεση με τρόπους που θα μπορούσαν (σε διαφορετικά συμφραζόμενα) να θυμίσουν κάτι το κλασικό· την ίδια στιγμή όμως, τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα επικαλούνται έναν σκασμό από αναφορές, οι οποίες καθορίζονται αρκετά από τα ελευθεριακά big bands του παρελθόντος και του παρόντος, φτάνουν όμως μέχρι τη σωματικότητα του funk ή το ανοιχτόμυαλο metal. Προφανώς, οι ενδιάμεσοι χώροι που σκιαγραφούνται με μια τέτοια δήλωση προθέσεων, τείνουν στο άπειρο –και δεν είναι λίγοι αυτοί που κατοικούνται (μόνιμα ή πιο περιστασιακά) από τούτη την εξαιρετική ορχήστρα.
Φυσικά, δεν πρόκειται για διαγωνισμό ευρυμάθειας. Το ζήτημα τίθεται στο πώς μπορούν να συνομιλήσουν όλες αυτές οι αποκλίνουσες αναφορές. Και εδώ οι LUME αποδεικνύονται ιδιαίτερα ευρηματικοί στους τρόπους που βρίσκουν για να καταγράψουν τις συνέχειες και τις ασυνέχειες των πολυσυλλεκτικών τους συνθέσεων. Ακόμα και το γνωστό «Figaro, Figaro, Fiiigaro» επιστρατεύεται με χιούμορ στο “LSW”, προτού αυτό παραδοθεί στον 6λεπτο αυτοσχεδιαστικό οργασμό με τον οποίον ολοκληρώνεται ο δίσκος.
Το Xabregas 10 αποτυπώνει την εμφάνιση του σχήματος στο φεστιβάλ Jazz em Agosto της Λισαβόνας το καλοκαίρι του 2014 και είναι ένας δυναμικός δίσκος, πιθανώς από τους πιο «fun» τζαζ δίσκους της φετινής εσοδείας.
Jukka Perko Avara - Invisible Man
Label: ACT/A&N
Αλλάζοντας αρκετά μουσική κατεύθυνση και γεωγραφικό κλίμα, φτάνουμε στη Φινλανδία και στο σχήμα ενός από τους πιο επιτυχημένους τζαζ μουσικούς της χώρας (με συμμετοχή, παρακαλώ, μέχρι και στη μπάντα του ύστερου Dizzie Gillespie), τον σαξοφωνίστα Jukka Perko. Το σχήμα του, οι Avara, έχει έναν παράξενο σχηματισμό αποτελούμενο από το σαξόφωνο του ιδίου και δύο κιθάρες, την ηλεκτρική του Jarmo Saari και την ακουστική του Teemu Viinikainen.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν θα πρέπει να μιλάμε με όρους ιεραρχίας και ιδιοκτησίας, καθώς οι Avara λειτουργούν απολύτως δημοκρατικά, με τους τρεις μουσικούς να συνεισφέρουν σχεδόν ισάξια στο κομμάτι της σύνθεσης (περιέχονται επίσης μία σύνθεση του Eric Clapton και άλλη μία του Peter Gabriel) και να δρούνε συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον φρασεολογικά ή υφολογικά, με τρόπο πραγματικά υποδειγματικό (ένα παράδειγμα από τα πολλά, η σύνθεση “Pimento”). Αυτή η διαδικασία της συνύφανσης των μελωδιών είναι και το βασικό σημείο εστίασης του δίσκου και, τελικά, το δυνατότερο χαρτί του.
Παρότι θα μπορούσε ίσως να ευεργετηθεί από μια λιγάκι πιο ενεργητική ρυθμικότητα, το Invisible Man σε κερδίζει για τη διαύγεια αυτής της συνέργειας των τριών, την καθαρότητα στις εκφράσεις τους και τη λεπτότητα του ρομαντισμού τους.
Gerardo Núñez & Ulf Wakenius - Logos
Label: ACT/A&N
Ανδαλουσιανός μάστορας της κιθαριστικής τέχνης του φλαμένγκο, ο Gerardo Núñez είναι υπεύθυνος για ορισμένα από τα ανοίγματα του είδους προς την τζαζ ή την ποπ μουσική. Με τον εγνωσμένης αξίας Σουηδό κιθαρίστα Ulf Wakenius, ο Núñez έχει συνεργαστεί ξανά, όταν επανεπεξεργάστηκαν μαζί το υλικό από έναν επιτυχημένο δίσκο του τελευταίου στην ACT, το Jazzpaña. Πέρσι είχε κυκλοφορήσει ένα λάιβ άλμπουμ από εκείνες τις επανεκτελέσεις και φέτος οι δυο τους μπήκαν στο στούντιο για να γράψουν τη συνέχεια μιας, έτσι κι αλλιώς, ενδιαφέρουσας συνεργασίας.
Με τον Núñez στη θέση του οδηγού, οι κατευθύνσεις μάλλον είναι σαφείς εκ των προτέρων. Ανεξαρτήτως υφολογικών περιχαρακώσεων, όμως, το Logos είναι από τους δίσκους όπου η προφανής δεξιοτεχνία των καλλιτεχνών μπορεί από μόνη της να σας παρασύρει στους συλλογισμούς της. Είτε στις συναισθηματικές τους καταβυθίσεις, είτε στα γνωστά τρεχαλητά του φλαμένγκο, τόσο ο Núñez όσο και ο Wakenius αποδεικνύονται ιδιαίτερα εκφραστικοί, φτιάχνοντας ένα άλμπουμ το οποίο μπορεί να υπερκεράσει με τη μεστή του μελωδικότητα οποιονδήποτε ενδοιασμό. Ίσως ακόμα κι εκείνους που δείχνουν προς μία κάπως new age αισθαντικότητα…
Μαζί με τους δύο κιθαρωδούς, παλαμάκια, κρουστά και τραγούδι σπεύδουν περιστασιακά προς υποστήριξη, σημαίνοντας τους ρυθμούς ή σκάβοντας (στην περίπτωση της τελευταίας σύνθεσης “Fuí Piedra”) πιο αποτελεσματικά στην παράδοση του φλαμένγκο.
{youtube}xw58mEFshZk{/youtube}
Naked Truth - Avian Thug
Label: RareNoise
Αφήνοντας την παράδοση του φλαμένγκο στην ησυχία της, πιάνουμε ένα πιο προσφιλές σ' εμάς θέμα συζήτηση, βρίσκοντας τους Naked Truth, ένα Ιταλοαμερικανοαγγλικό κουαρτέτο με έδρα τις βρετανικές νήσους, το οποίο καθοδηγείται από τον μπασίστα Lorenzo Feliciati, δραστήριο εδώ και χρόνια με το εγκεφαλικό του fusion. Σύντροφοί του, μουσικοί όπως ο Pat Mastelotto στα τύμπανα (για χρόνια μέλος των King Crimson), ο Graham Haynes σε τρομπέτα και ηλεκτρονικά (γνωστός για συνεργασίες με Steve Coleman, Bill Dixon και Bill Laswell, μεταξύ πολλών άλλων) και ο Roy Powell (μέλος επίσης των InterStatic) στα πληκτροφόρα.
Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι τα σημεία πιθανής επαφής της τζαζ με τη ροκ έχουν διερευνηθεί πολλαπλώς τις τελευταίες δεκαετίες. Kαι, εδώ που τα λέμε, τα περισσότερα στη σχετική συζήτηση έχουν λεχθεί εξαρχής, από εκείνο το σπερματικό Bitches Brew του Miles Davis. Σαράντα-τόσα χρόνια μετά, μοιάζει δύσκολο να μην περιπέσει κανείς σε κοινοτοπίες όταν καταπιάνεται με τις ίδιες πρώτες ύλες.
Αντιμέτωπος με τέτοια ζητήματα, ο Feliciati φαίνεται πως προέκρινε την εμπιστοσύνη σε χαλαρές δομές και σε όσο γίνεται πιο ανοιχτές μουσικές φόρμουλες. Ενώ λοιπόν διαθέτει ορισμένες πυκνές εξάρσεις, το Avian Thug περισσότερο απλώνεται σε πιο αραιές εκτάσεις, όπου αναπτύσσονται πιο εύκολα και πιο ελεύθερα οι αυτοσχεδιαστικές προδιαθέσεις. Έτσι, ενώ οι συντεταγμένες φαίνονται σαφείς από την αρχή (και γίνονται ακόμα σαφέστερες όταν λάβουμε υπόψη το βιογραφικό των συντελεστών με τα ονόματα που προαναφέρθηκαν –από τους King Crimson μέχρι τον Bill Laswell), γίνεται στην πορεία αντιληπτό ότι οι Naked Truth ξέρουν πώς να κοροϊδέψουν τις πυξίδες: βαδίζοντας σε μέρη όχι ακριβώς ανεξερεύνητα, αλλά ούτε και τόσο αυστηρά οριοθετημένα.
Peter Brötzmann & Heather Leigh - Ears Are Filled With Wonder
Label: Not Two
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν τίθεται μόνο στο πώς θα ορίσει κανείς τις συντεταγμένες του, αλλά και στο πώς έπειτα θα τις μπερδέψει, στο πώς θα χειραφετηθεί από τις αναγκαιότητες που υπεισέρχονται. Και, μιλώντας για χειραφέτηση, η επιβλητική μορφή του Peter Brötzmann έρχεται, μοιραία σχεδόν, στο προσκήνιο.
Σεσημασμένος ταραχοποιός της τζαζ ο Γερμανός και, εννοείται, χωρίς καμιά διάθεση να εφησυχάσει, τώρα που το σώμα έπιασε πια τα 75. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν έβγαζε το ψωμί του για τα γερά του πνευμόνια· ανέκαθεν αυτό που μετρούσε περισσότερο ήταν εκείνο το ένστικτο της ελευθερίας και η αγωνιώδης τραχύτητα με την οποία το αναζητούσε –και συνεχίζει να το αναζητά, σχεδόν 50 χρόνια μετά από το ιστορικό Machine Gun. Το γεγονός ότι υπήρξε μαθητής του ένας Mats Gustafsson, μάλλον λέει περισσότερα για τον δάσκαλο…
Στον συγκεκριμένο δίσκο τον βρίσκουμε να συνεργάζεται με την Heather Leigh, Αμερικανίδα με βάση τη Γλασκώβη, γνωστή για τις δικές της αναζητήσεις στο σώμα και στο πνεύμα της pedal steel κιθάρας. Τον βρίσκουμε, επίσης, σχετικά μακριά από τη ζώνη ασφαλείας του –ήτοι, σε μία μικρή ή μεγάλη ορχήστρα με μουσικούς οι οποίοι ξεκινάνε να τσιρίζουνε (ο καθείς με το όργανό του) από το πρώτο δευτερόλεπτο και σταματάνε στο τελευταίο. Και τη Leigh, φυσικά, μη τη θεωρήσετε καμιά αθώα παιδούλα που τα χάνει τώρα που βρίσκεται αντιμέτωπη με τους βρυχηθμούς των σαξοφώνων· έχει κι αυτή το δικό της παρελθόν της στα καταγώγια του noise και του γενικότερου πειραματισμού. Ωστόσο διαθέτει κι ένα ιδιαίτερο μελωδικό αισθητήριο, το οποίο μπορεί κανείς να πει ότι εκτείνεται μέχρι τις ευαισθησίες της folk. Επομένως, ναι μεν ρίχνει κι εκείνη τους παραμορφωμένους της κυκεώνες, αφήνει όμως και αρκετό χώρο στη μελωδική της υπόσταση.
Κάτι που σημαίνει πως ο Brötzmann καλείται κι αυτός να αναμετρηθεί με τα δικά του διαστήματα σιωπής και να ανασύρει, μαζί με τη μαχητική ελευθεριακότητά του, και μία συγκεκριμένη συναισθηματική δυναμική. Προφανώς και τα καταφέρνει (έχει άλλωστε υπάρξει σε ανάλογη θέση και στο παρελθόν), εμφυσώντας μάλιστα μια, σε σημεία, συγκλονιστική δυναμική, ενώ τα συνήθως ξερά του φυσήματα ταιριάζουν γάντι με τη μεταλλική υφή του ήχου της Leigh. Ένας ημίωρος αυτοσχεδιασμός, μία εξαιρετική άσκηση στη διαλεκτική κι ένας δίσκος που έχει, όντως, το σωστό όνομα: Ears Are Filled With Wonder.
{youtube}TXzTEeormA4{/youtube}