Dinosaur - Together, As One
Label: Edition/Α&Ν
Ξεκινάμε μ' ένα σχήμα το οποίο περιγράφεται περίπου ως η εθνική ελπίδων της βρετανικής τζαζ. Μπροστάρισα η τρομπετίστρια Laura Jurd, η οποία αναλαμβάνει τη σύνθεση και την παραγωγή, έχοντας μαζί της ένα πράγματι εξαιρετικό τρίο: τον Elliot Galvin στα συνθεσάιζερ (στην προσωπική δουλειά του οποίου αναφερθήκαμε στο 1ο μέρος), τον Conor Chaplin στο ηλεκτρικό μπάσο και τον Corrie Dick στα τύμπανα. Όλοι τους είναι γύρω στα 25, με ενδιαφέρον παρόν και βάσιμες υποσχέσεις για ένα πιο ενδιαφέρον μέλλον.
Η μουσική των Dinosaur ευεργετείται απ' αυτή τη γενική ευλυγισία της νεότητάς τους. Παρουσιάζεται αρκετά διαφορετική σε σχέση με τη σοβαρότητα την οποία συνήθως ενδύεται η τζαζ, προτιμώντας συχνότερα να είναι ανάλαφρη και παιγνιώδης, έτοιμη να μεταπηδήσει από διάθεση σε διάθεση. Μπορεί επίσης να αναζητά ένα λειτουργικό γκρουβ ενώ την ίδια στιγμή εμβαθύνει αρκετά στις ρομαντικές της προδιαθέσεις. Ίσως θα χρειαζόταν μία ελαχίστως μεγαλύτερη ορμητικότητα, για να γίνει λιγάκι πιο κοφτερή, όμως ακόμα και χωρίς εκείνη είναι αρκετά ζωτική και ενεργητική.
Δεν πρόκειται, βέβαια, για την τζαζ που θα σας θαμπώσει με τα σόλο της. Το κουαρτέτο της Jurd έρχεται πάντως αρκετά διαβασμένο σε ζητήματα επιτέλεσης και επιδεικνύει υψηλό συλλογικό φρόνημα, αποδεικνύοντας μάλλον εύκολα το αληθές του τίτλου. Η ισχύς εν τη ενώσει, που λένε –και όπου ισχύς, βάλτε την εξαιρετική μελωδική καθοδήγηση της Jurd, το γεμάτο ηχόχρωμα που προσθέτει σ' αυτές τις μελωδίες ο Galvin με τα αναλογικά του συνθεσάιζερ και μία rhythm section απολύτως ικανή να διατηρήσει ανοιχτούς τους ορίζοντες του όλου εγχειρήματος.
{youtube}ZI22Hr9FDwU{/youtube}
Antoine Pierre - Urbex
Label: Igloo
Συνεχίζουμε σταματώντας στις Βρυξέλλες, όχι βεβαίως για να διερωτηθούμε για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά για να ασχοληθούμε με το ντεμπούτο του νεαρού ντράμερ Antoine Pierre –γνωστός ίσως σε ορισμένους/ες από τη συμμετοχή του στους TaxiWars, το πρόσφατο δηλαδή πρότζεκτ του τραγουδιστή των dEUS, Tom Barman. Εδώ ο Pierre καθοδηγεί ένα ολόκληρο οκτέτο, μέσα από το οποίο ξεχωρίζει (εκτός από τον ίδιο) ο σαξοφωνίστας Toine Thys, ο κιθαρίστας Bert Cools και ο πιανίστας Brian De Looze. Τις αυτοσχεδιαστικές αρετές του τελευταίου είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και στο πρόσφατο Πανόραμα Ελληνικής Τζαζ στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών (συμμετείχε στους Flux του Στέφανου Χυτήρη).
Με τον τίτλο Urbex, ο Pierre αναφέρεται στις αστικές του εξερευνήσεις (urban explorations) και ειδικότερα στη γοητεία που του ασκούν τα παλιά ερειπωμένα κτίρια, δηλαδή οι τόποι εγκατάλειψης, τα διάσπαρτα κενά μέσα στη βουή και στην έντονη δραστηριότητα της μητρόπολης.
Υπάρχουν σημεία μέσα στον δίσκο που μπορούν να υποστηρίξουν αυτή τη συλλογιστική (διάσπαρτα π.χ. μέσα στο 12λεπτο “Urbex” ή ολόκληρο το “Les Doux Marionnettes”), αν και συχνότερα ο Pierre επιλέγει μια πιο ενεργητική και συνήθως αρκετά καλογυαλισμένη εκδοχή της σύγχρονης τζαζ. Και δεν κάνει άσχημα, εδώ που τα λέμε, καθώς αφήνει πολλά να κριθούν στο αλισβερίσι μεταξύ μιας ικανής ορχήστρας. Σε κάμποσα σημεία του, έτσι, το Urbex γίνεται ιδιαιτέρως απολαυστικό, είτε αφήνεται στον ζωηρό του παλμό, είτε στις παραπάνω καταβυθίσεις. Σε κάποια άλλα, φαίνεται ότι η γραφή του Pierre ίσως χρειάζεται να χειραφετηθεί πιο αποφασιστικά από τις ορθοδοξίες που έχουν αναπτυχθεί στη μοντέρνα τζαζ και να εμπιστευτεί λιγάκι περισσότερο τη δημιουργική του περιέργεια.
{youtube}0QPol_C0y9k{/youtube}
Rosa Brunello Y Los Fermentos - Upright Tales
Label: CamJazz/A&N
Ιταλίδα κοντραμπασίστρια, με σπουδές στο φημισμένο Berklee της Βοστώνης, η Rosa Brunello κυκλοφορεί τη 2η προσωπική της δουλειά –και 1η με το κουαρτέτο των Los Fermentos. Το Upright Tales περιέχει 11 πρωτότυπες συνθέσεις, οι οποίες συνιστούν βέβαια καθορισμένα μουσικά κείμενα, αλλά ταυτόχρονα γίνονται και αφορμές για αυτοσχεδιαστική δράση. Κάπως έτσι, ό,τι αλλιώς θα αποτελούσε δείγμα μίας μειλίχιας και μάλλον συμβατικής τζαζ, αποκτάει μια δόνηση, υπό την επήρεια της οποίας ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ του «έξω» και του «μέσα». Όταν η Brunello εμπιστεύεται περισσότερο αυτή τη δόνηση, αφήνοντας τις αφετηριακές της ιδέες να διαμορφωθούν μέσα στη θαυμάσια διάδραση μεταξύ του κουαρτέτου (όπως π.χ. συμβαίνει στο “Vertiges”), καταγράφει τις καλύτερες στιγμές του δίσκου.
Επιπλέον, η επιλογή της τρομπέτας και του τρομπονιού για τη βασική σύνθεση του κουαρτέτου, αντί π.χ. του πιο αιχμηρού σαξοφώνου, δίνει σίγουρα μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στον ήχο. Ομοίως και η απουσία του πιάνου (σαξόφωνο και πιάνο χρησιμοποιούνται μόνο σε 3 από τις συνθέσεις), η οποία αφήνει το κοντραμπάσο στο κέντρο ενός ευρύχωρου και λιτά διακοσμημένου περιβάλλοντος. Και οι δύο επιλογές δίνουν στον ήχο μια ζεστή υφή, πολύ φιλική στο αυτί, ενώ συμβάλλουν σε μια κάπως υπόγεια, λιγότερο δηλωτική δυναμική, η οποία διατρέχει τον δίσκο.
Τούτων λεχθέντων, το Upright Tales δεν θα μπορούσε να απαιτεί και να επιβάλλει την προσοχή του ακροατή ή της ακροάτριάς του. Καταφέρνει όμως και την κερδίζει και, παρά τις μέτριες εντυπώσεις που αφήνει μια πρώτη, διαγώνια ακρόασή του, θα κερδίσει νομίζω και τα εύσημά τους.
Julie Kjær 3 - Dobbeltgænger
Label: Clean Feed
Συνέχεια με ακόμα μία γυναίκα, η οποία ηγείται ενός τζαζ σχηματισμού (παρεμπιπτόντως, φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια η τζαζ εγκαταλείπει σταδιακά τις έμφυλες προκαταλήψεις του παρελθόντος της, κάτι που δύσκολα μπορεί να ειπωθεί για ορισμένα άλλα είδη μουσικής). Ο λόγος για την Julie Kjær, η οποία κατάγεται από τη Δανία, πλέον όμως εργάζεται και κατοικεί στο Λονδίνο. Έχει μάλιστα αναμειχθεί ενεργά με την εκεί σκηνή της ελευθεριακής τζαζ, συμμετέχοντας π.χ. με το σαξόφωνό της στην London Improvisers Orchestra (είναι επίσης μέλος της Large Unit του ντράμερ των The Thing Paal Nilssen-Love). Τούτος είναι ο πρώτος της δίσκος με το τρίο της –έχει άλλους δύο ως leader– δηλαδή τη συνεργασία της με μία από τις σπουδαιότερες rhythm section του Νησιού, αυτή των John Edwards (κοντραμπάσο) και Steve Noble (τύμπανα).
Από τους 6 αυτοσχεδιασμούς που περιέχονται στο Dobbeltgænger, οι 5 ξεκινούν από ιδέες της Kjær και ο ένας προέκυψε χωρίς προαπαιτούμενα, απλώς ακολουθώντας την ορμή της στιγμής (το υπέροχο “Pleasantly Troubled”). Σε όλους όμως υπάρχει ένας ευπρόσδεκτος μετεωρισμός, μια συνεχή παλινδρόμηση μεταξύ δόμησης και αποδόμησης, πολλές φορές ακόμα και μέσα στην ίδια φράση (λ.χ. στο θέμα του “Faces”, το τελευταίο μέρος της κεντρικής φράσης διαλύει το σχήμα που έχει φτιάξει το υπόλοιπο).
Μέσα στον γενικότερο μετεωρισμό, η συνύπαρξη των τριών είναι υποδειγματική. Οι Edwards & Noble υποστηρίζουν την Kjær στις μελωδικές της ακροβασίες και συμμερίζονται πλήρως τη διάθεσή της να εξερευνήσει τη χροιά και την υφή του ήχου της (η ομώνυμη σύνθεση με την οποία ολοκληρώνεται ο δίσκος είναι ένα καλό παράδειγμα επί αυτού). Ταυτόχρονα, η Kjær δεν μπορεί παρά να εμπιστευτεί με κλειστά μάτια δύο ανθρώπους οι οποίοι αφενός έχουν υπάρξει στην ίδια ακριβώς θέση, υποστηρίζοντας σαξοφωνίστες όπως ο Peter Brötzmann ή ο Joe McPhee, και αφετέρου έχουν γίνει γνωστοί και οι ίδιοι για την ορμητικότητα και την ευρηματικότητά τους. Το γόνιμο του διαλόγου φαίνεται από το πώς πλαισιώνονται οι πρωτοβουλίες του ενός ή της μίας (εξαιρετικό σημείο, το πώς υποστηρίζεται από Kjær και Noble το δοξαράτο σόλο του Edwards στο “Dear Mr. Bee”), όπως και από το πόσο συχνά ξαναμοιράζονται οι ρόλοι και αναδιατάσσονται οι ισορροπίες.
Η διαλεκτική αυτή ένταση που υπάρχει στον δίσκο, γίνεται πολλές φορές κάπως πιο εσωτερική και βραδύκαυστη· γίνεται όμως (αλίμονο) και αρκετά εύφλεκτη, ικανή να ξεχυθεί με φόρα προς όλες τις κατευθύνσεις. Έτσι, το Dobbeltgænger γίνεται πιθανώς ένα από τα φετινά highlights στη δισκογραφική παραγωγή της πιο ανήσυχης πλευράς της τζαζ.
{youtube}gDok8v1G7wk{/youtube}
Kalevi Louhivuori Quintet - Almost American Standards
Label: CamJazz/A&N
Σε (εντελώς) άλλα νέα, μεταφερόμαστε στη Φινλανδία, για να βρούμε το κουιντέτο του τρομπετίστα Kalevi Louhivuori. Ο οποίος φαίνεται αρκετά δραστήριος τελευταία, κρίνοντας τουλάχιστον από το γεγονός ότι κυκλοφόρησε 2 δίσκους την ίδια πάνω-κάτω περίοδο, έναν με το συλλογικό σχήμα των Big Blue (την κριτική στον οποίον μπορείτε να βρείτε εδώ) και την παρούσα πρώτη δουλειά με το δικό του κουιντέτο. Το όνομα αυτής, Almost American Standards.
Ένας απλός τίτλος, θα μου πείτε, πλην όμως εκείνο το «almost», περιπλέκει λιγάκι τα πράγματα. Τι πάει να πει δηλαδή «σχεδόν» σε μια τέτοια περίπτωση; Τα παίζεις καλέ μου κύριε τα standards ή όχι; Πόσο «σχεδόν» μπορεί να χωρέσει σε μία τέτοια ερώτηση;
Αν το σκεφτούμε λίγο, το «σχεδόν» εμπεριέχει μέσα του την άρνηση αυτού που προσδιορίζει. Τα standards, εν προκειμένω, δεν είναι standards, αλλά κάτι «σχεδόν», κάτι που μοιάζει με standards. Εξ ου και ο Louhivuori πάει και κοτσάρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του μετά τη φράση «music composed and arranged by». Και αν στην αυστηρή τους κυριολεξία τα πράγματα φαίνεται να είναι όντως έτσι, πείτε μου εσείς, όταν κάποιος τροποποιεί εδώ ή εκεί το γράμμα αυτών των standards μα καταπίνει αμάσητο το πνεύμα τους, τότε τι, κάνει τα δικά του;
Δεν πρόκειται, φυσικά, για κάποιο ζήτημα πνευματικών ή λοιπών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Αφορά, στην ουσία του, τις δομές που μας επικαθορίζουν και το πώς και κατά πόσο μπορούμε να χειραφετηθούμε από εκείνες. Για να μείνουμε στο προκείμενο, μπορούμε λ.χ. να αναρωτηθούμε κατά πόσο οι διαφοροποιήσεις του Louhivuori από το καθ’ αυτό σώμα των κειμένων που επιλέγει τον οδηγούν όντως σε μία νέα ερμηνεία τους ή απλώς σε μία διαφορετική εκδοχή της παλιάς. Δηλαδή, ΟΚ μίστερ, παίρνεις το υπερκλασικό “Take 5” του Paul Desmond και το κάνεις “Take 4” κι έπειτα πιάνεις να μετρήσεις τα “7 Steps to Heaven” του Miles Davis και σου βγαίνουν 6. Στ' αλήθεια όμως πιστεύεις ότι το νόημα βρισκόταν ποτέ στο μέτρημα;
Θέλω να πω, για να πετύχει το παιχνίδι κάλυψης/απόκρυψης που στήνεις, αγαπητέ κύριε Louhivuori, εκτός από την ταύτιση με το πρωτότυπο χρειάζεται να περάσεις και από μια γενναία διαδικασία αποταύτισης. Και όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ή συμβαίνει φοβικά, καταλήγεις –χωρίς ίσως να το επιδιώκεις και παρά τις φιλότιμες, είναι αλήθεια, προσπάθειές σου για το αντίθετο– να παίζεις το “Take 5” του Paul Desmond (όχι το “Take 4” του Kalevi Louhivuori) και μοιραία να βουτάς μαζί του στον λάκκο με τα κλισέ. Το επίθετο «διασκεδαστικός» είναι ό,τι σου μένει· αν βολεύεσαι ή όχι, είναι δικό σου θέμα. Αν ρωτάς εμένα, έχει κι αυτό την αξία του.
Javier Girotto Aires Tango with Ralph Towner - Duende
Label: CamJazz/A&N
Πιθανώς οι ίδιες διερωτήσεις να μπορούν να εφαρμοστούν και στο Duende, τη νέα δουλειά των Aires Tango. Πιθανώς ναι, γιατί κι εδώ υπάρχει ένα κάποιο φλερτ με τον φορμαλισμό (όχι βέβαια τόσο φλογερό όσο του Louhivuori). Πιθανώς όχι, γιατί οι αφετηρίες και οι κατευθύνσεις είναι αρκετά διαφορετικές και θα υποπίπταμε στο ολίσθημα του αναγωγισμού.
Οι Aires Tango είναι ένα σχήμα που καθοδηγεί ο –γεννημένος στην Κόρδοβα της Αργεντινής αλλά πολιτογραφημένος Ιταλός εδώ και κάποιες δεκαετίες– σαξοφωνίστας Javier Girotto. Η παράδοση του τάνγκο παίζει σαφώς τον ρόλο της στην όλη προσέγγιση, περισσότερο ωστόσο ενδιαφέρουν οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ανανεωθεί και να συνδεθεί με άλλες παραδόσεις, όπως εκείνη της τζαζ. Το σχήμα ήταν ιδιαίτερα δραστήριο στο πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας, περιέπεσε αργότερα σε μία σχετική απραξία και τώρα επιχειρεί να ξανασυστηθεί, προσκαλώντας μάλιστα έναν μάστορα της τζαζ εξάχορδης, τον Αμερικανό Ralph Towner.
Και γενικώς δηλαδή, η υψηλή μαστορική (στο μελωδικό ιδίως σκέλος) γίνεται εύκολα αντιληπτή, με τους περισσότερους από τους διαλόγους που εξελίσσονται να είναι τεχνικά εντυπωσιακοί, με αλάνθαστη καθαρότητα στην εκφορά των φράσεων, ευθύβολοι και λεπτεπίλεπτοι στις ρομαντικές τους κατευθύνσεις. Μάλιστα, το κουαρτέτο των Aires Tango αποδεικνύεται ιδιαίτερα φιλόξενο, αφήνοντας τον προσκεκλημένο της να κρατά εκείνος τα ηνία σε σημαντικό μέρος του δίσκου, ο οποίος φτάνει με δικές του πρωτοβουλίες στις πιο ξεκάθαρες κορυφώσεις του (παράδειγμα, το θαυμάσιο σόλο του Towner –αλλά και η υποστήριξη την οποία λαμβάνει– στο “On The Rise”). Με τις συνθέσεις, βέβαια, να έχουν τη ροή που χρειάζεται ώστε ν' αφήσουν τα πράγματα να λειτουργήσουν, όλοι βρίσκουνε τον χώρο για να εξασκήσουν τις ερμηνευτικές τους δεξιότητες πάνω στα απαιτητικά θέματα του δίσκου.
Αν κάτι μπορεί να ειπωθεί ως παρατήρηση, είναι ότι το Duende μοιάζει να βάζει μόνο του τα όρια στον εαυτό του: όχι επειδή παραδίδει μαθήματα αυτοπειθαρχίας, αλλά γιατί σπανίως επιδιώκει να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη του ρότα. Θα μου πείτε, η συζήτηση περί ορίων συχνά είναι απλώς ζήτημα οπτικής· ότι τα όρια, εκτός από το να περιορίζουν, προσδίδουν και ταυτότητα, όπως τα σύνορα ενός κράτους είναι απαραίτητα για την καλλιέργεια της όποιας εθνικής ταυτότητας. Το αν κάτι τέτοιο τελικά χρειάζεται, προφανώς στέλνει τη συζήτηση αλλού…
Jan Lundgren - The Ystad Concert: A Tribute Τo Jan Johansson
Label: ACT/A&N
Από τον ευρωπαϊκό νότο, επιστρέφουμε στον βορρά και σε μία ιστορία από το παρελθόν. Είναι 1964 και ο πιανίστας Jan Johansson κυκλοφορεί τον δίσκο Jazz På Svenska (δηλαδή «η τζαζ στα σουηδικά»), στον οποίον μετέφραζε σε τζαζ διάλεκτο διάφορα παραδοσιακά σουηδικά τραγούδια, σφραγίζοντας ίσως μια προσέγγιση που είναι ακόμη αρκετά δημοφιλής μεταξύ των Σκανδιναβών μουσικών της τζαζ.
Ο δίσκος είχε σημειώσει τότε τεράστια επιτυχία στη Σουηδία (παραμένει ο πιο μοσχοπουλημένος τζαζ δίσκος), συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναγνώριση του Johansson ως ενός από τους σπουδαιότερους τζαζ πιανίστες της χώρας. Ο υπόλοιπος ωστόσο κόσμος έδωσε λίγη σημασία κι έτσι, παρά και τις κάποιες διεθνείς συνεργασίες του Johansson (π.χ. με τον Stan Getz), η φήμη του ποτέ δεν ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του. Πέθανε μάλιστα νωρίς, σε αυτοκινητιστικό ατύχημα στην ηλικία των 37 (μοίρα που θα ακολουθούσε χρόνια αργότερα έναν άλλον σπουδαίο Σουηδό πιανίστα, τον Esbjörn Svensson –το δικό του ατύχημα ήταν βέβαια καταδυτικό). Πρόλαβε πάντως ο Johansson να εκδώσει κάμποσους δίσκους, μεταξύ των οποίων δύο ακόμα πάνω στην παραπάνω λογική («η τζαζ στα ρώσικα» και «η τζαζ στα ουγγρικά»).
Αυτούς τους δίσκους ξαναπιάνει τώρα ο Jan Lundgren, ένας από τους γνωστότερους σύγχρονους Σουηδούς πιανίστες και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ystad Sweden Jazz Festival, στα πλαίσια του οποίου συνέβη η εν λόγω συναυλία. Δεν διαφοροποιείται σημαντικά από την προσέγγιση του Johansson, αλλά ταυτόχρονα στοιχίζει τον ήχο του με μία συγκεκριμένη γραφή του σύγχρονου σκανδιναβικού τζαζ πιάνου, δείχνοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο την επίδραση του Johansson στις γενιές που ακολούθησαν. Και, αν θέλετε, δίνει έτσι και μία νέα πνοή στον ρομαντισμό από τον οποίον διαπνεόταν το εγχείρημα του Johansson.
Μαζί μ' αυτόν τον ρομαντισμό, σημαντική για την επιτυχία του δίσκου είναι και η εξαιρετική του συνεργασία με τον κοντραμπασίστα Mattias Svensson, ο οποίος συνήθως παρακολουθεί διακριτικά, χαρίζοντας όγκο στις φράσεις του Lundgren, αλλά δεν αποφεύγει να πάρει και ορισμένες δυναμικές πρωτοβουλίες (όπως π.χ. το εξαιρετικό του σόλο στο “Det Snöar”). Από την άλλη, η επιλογή του Lundgren να συμπεριλάβει ένα κουαρτέτο εγχόρδων (το Bonfiglioli Weber String Quartet) αποτελεί την κύρια διαφοροποίησή του σε σχέση με την προσέγγιση του Johansson. Και αποδεικνύεται πως πράττει σοφά, καθώς το κουαρτέτο χρωματίζει θαυμάσια τον λυρισμό των κομματιών, προσθέτοντας π.χ. μία επιπλέον διάσταση σε τραγούδια που ο Johansson διασκεύασε για μικρά τζαζ ανσάμπλ.
Fire! Orchestra - Ritual
Label: Rune Grammofon
Για το κλείσιμο επιστρέφουμε στις πιο αυτοσχεδιαστικές τάσεις, με την 3η στουντιακή καταγραφή της πολυπληθούς ορχήστρας που έστησε πριν λίγα χρόνια ο Mats Gustafsson με επίκεντρο το τρίο των Fire! Μια ορχήστρα την οποία πολλοί αντιμετωπίζουν ως ένα από τα καλύτερα ελευθεριακά big bands που κυκλοφορούν σήμερα στην πιάτσα, άμεσο απόγονο σημαντικών αντίστοιχων ορχηστρών από τις δεκαετίες του 1960 & 1970. Και πιθανότατα δεν έχουν άδικο.
Στο Ritual, οι Fire! Orchestra παραμένουν το ίδιο ορμητικοί και περιπετειώδεις. Το γκρουβ εννοείται πως εξακολουθεί να σκοτώνει, η ενορχήστρωση να είναι εξίσου πληθωρική (αν και σε σημεία δεν αποφεύγει την τάση της να γίνεται εκκωφαντική) και η σύνθεση να ψάχνει μεταξύ της spiritual ή free jazz, του progressive rock, ακόμα και του noise, τον δρόμο προς την ελευθερία. Προφανώς σ' ένα τέτοιο μονοπάτι παίζει κι ο αυτοσχεδιασμός τον ρόλο του.
Βέβαια τα παραπάνω –ιδίως η αξιοπιστία του γκρουβ– θα πρέπει να θεωρούνται σχεδόν δεδομένα για τη συγκεκριμένη ορχήστρα. Και σίγουρα ισχύουν και εδώ. Το Ritual δίνει όμως βάση και στα ήρεμα σημεία του, προσπαθώντας να τα δει ως κάτι παραπάνω από «αυτό που δεν έχει γκρουβ» ή «αυτό που οδηγεί στο γκρουβ». Για παράδειγμα, το 12λεπτο “Part 3” της πενταμερούς σουίτας ξεκινάει από το noise και εξελίσσεται σχεδόν σε ελεγεία, χωρίς να χρειάζεται σώνει και καλά το γκρουβ ή τις υψηλές εντάσεις για να υπογραμμίσει τη δυναμική του. Εξαιρετικό είναι και το “Part 5”, που περισσότερο αρέσκεται να μετεωρίζεται στους κενούς χώρους τους οποίους δημιουργεί ο αργόσυρτος ρυθμός του, παρά να τους παραφουσκώνει με τη μιάμιση διμοιρία από πνευστά που διαθέτει.
Χωρίς φυσικά να λείπει το χάος το οποίο συνήθως προκύπτει (για το καλό και το κακό –συνηθέστερα για το καλό) όταν ιθύνων νους είναι αυτός του Mats Gustafsson, νομίζω πως με το Ritual η ορχηστρική του γραφή γίνεται πιο ισορροπημένη, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι γίνεται και πιο συντηρητική στις επιδιώξεις ή στις μεθόδους της.
{youtube}VE-w9kPIhg8{/youtube}