Ανατρέχω στη μουσική επικαιρότητα των τελευταίων εβδομάδων και είναι σαν να διαβάζω τον πίνακα ανακοινώσεων σε κάποιο φανταστικό νεκροταφείο. Καταγράφω τους πεθαμένους, με τον φόβο ότι όλο και κάποιος θα μου έχει ξεφύγει: ο Lemmy (28/12), ο John Bradbury των Specials (28/12), η Natalie Cole (29/12), ο Paul Bley (3/1), ο Pierre Boulez (5/1), ο David Bowie (10/1), ο Glenn Frey των Eagles (17/1), η συνθέτρια Else Marie Pade (18/1), o Jimmy Bain προχθές (24/1) και στο ενδιάμεσο (12/1) ένας δικός μας, ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος. Γερό το θανατικό, όπως και να το δει κανείς.
Θέμα μας όμως εδώ δεν είναι καθ’ αυτός ο θάνατος των παραπάνω, ούτε πρόκειται να σας κουράσω με βιογραφίες ή υμνολογίες (τέτοιες κυκλοφορούν ήδη αρκετές στο διαδίκτυο). Περισσότερο ασχολούμαστε με τη διαχείριση του θανάτου από την πλευρά των θαυμαστών, με τις δημόσιες επιτελέσεις του πένθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αρχικά ας σταθούμε εκεί, στον τόπο μιας τέτοιας επιτέλεσης, στο Facebook, στο Twitter και στα υπόλοιπα.
Ο λόγος (discourse) που παράγεται και αναπαράγεται σ’ αυτά τα μέσα μπορεί ίσως να χαρακτηριστεί με το παράδοξο μιας δημόσιας ιδιωτικότητας. Και τούτο γιατί μπορεί και διατηρεί πολλά από τα στοιχεία του ιδιωτικού (λ.χ. την αμεσότητα της έκφρασης ή τη φύση των ζητημάτων που μπαίνουν υπό συζήτηση), την ίδια στιγμή που συμβαίνει σε δημόσια θέα. Ας σημειώσουμε επίσης ότι, όπως όλα τα μέσα έτσι κι αυτά, δεν είναι τόσο ουδέτερα όσο ίσως θα θέλαμε να πιστεύουμε, καθώς ευνοούν ή προάγουν συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας και συμπεριφοράς (έναντι κάποιων άλλων). Η οικονομία των likes έχει κι εκείνη τους κανόνες της και τη σημαντική της επίδραση στη διαμόρφωση της σχετικής τυπολογίας.
Τις προηγούμενες εβδομάδες, ιδίως στις περιπτώσεις των Lemmy και Bowie, παρακολουθήσαμε έναν καταιγισμό από συλλυπητήρια μηνύματα, μία πλημμυρίδα επικήδειων λόγων. Κάποιοι/ες αποχαιρετούσαν ένα κομμάτι της εφηβείας τους, άλλοι/ες πετούσαν ένα R.I.P. σαν να κάνουν check-in στο μπαρ που μόλις έγινε της μόδας. Μαζί με την ουσία και η υπερβολή, έτσι γίνεται πάντα. Κοντά σ’ αυτά κι ένα μνημειώδες μπέρδεμα με ανθρώπους που, μέσα στη φούρια τους, αντί να θρηνήσουν τον David Bowie θρήνησαν τον David Zowie, έναν Βρετανό house DJ (αν δεν πιστεύετε, τσεκάρετε εδώ).
Τέλος πάντων, αμέτρητοι συνάνθρωποί μας ανά την υφήλιο αισθάνθηκαν την ανάγκη να δημοσιοποιήσουν τη θλίψη τους. Αν θέλετε τη γνώμη μου, καλά έκαναν. Καταρχάς, γιατί ποιος μπορεί πραγματικά να κρίνει το αντίθετο; Έπειτα, μην ξεχνάμε ότι ο θάνατος ποτέ δεν ήταν αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση. Από τη ψυχολογία θυμόμαστε τη διάκριση μεταξύ του πένθους (grief) και του θρήνου (mourning), με το πρώτο να αφορά την εσωτερική διαχείριση της απώλειας από τον καθένα και την καθεμιά μας και το δεύτερο να δείχνει την είσοδο της απώλειας στη δημόσια σφαίρα. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν εξαντλείται στο πένθος· μέσω του θρήνου και των διαφόρων τελετουργιών του έβρισκε πάντοτε τον δρόμο προς την κοινότητα –αρκεί να υπενθυμίσω εδώ τη λαμπρή παράδοση της χώρας μας στα μοιρολόγια, δηλαδή στην κατεξοχήν εξωτερίκευση της οδύνης.
Κόντρα σ’ αυτή την παραδοχή, εμφανίστηκαν οι αυτόκλητοι τροχονόμοι του θρήνου, στους οποίους, πολύ γενικευτικά, μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο τάσεις. Η πρώτη προσπαθεί να εμφανίσει τους ίδιους σαν «αυθεντικούς» φαν και άρα σαν τους μόνους που δικαιούνται να ψάλλουν τη νεκρολογία. Ατάκες του στυλ «ξέρει ο άλλος 3 κομμάτια και μου το παίζει φαν» θυμίζουν κάτι νευρόσπαστους έφηβους οι οποίοι, φουσκωμένοι δήθεν με τσαμπουκά, ζητούν από μικρότερους που τυγχάνει να φορούν μπλούζα των Metallica να απαριθμήσουν τα τραγούδια του Kill 'Em All.
Η δεύτερη τάση έχει να κάνει με την παρουσίαση των πενθούντων περίπου ως αλλοτριωμένων υποκειμένων, τα οποία –ακολουθώντας τυφλά τις επιταγές της μαζικοποιημένης κουλτούρας– προτιμούν να θρηνήσουν έναν ποπ σταρ παρά να ρίξουν ένα δάκρυ για τους πρόσφυγες που πνίγονται στο Αιγαίο ή τους ανώνυμους νεκρούς ενός πολέμου, μιας στρατιωτικής εισβολής ή κάποιων πολιτικών ταραχών. Πράγμα που, μέσα στην ισοπεδωτική του λογική, έχει μια μεγαλύτερη βάση, καθώς, όντως, κάποιοι θάνατοι φαίνεται πως μετράνε περισσότερο από άλλους. Το πώς αποφασίζεται μια τέτοια «ιεραρχία της οδύνης», όπως την ονομάζει η Judith Butler (1), χωράει πολλή συζήτηση.
Ας θέσουμε λοιπόν ένα ερώτημα, το οποίο ίσως φαινομενικά μοιάζει απλοϊκό, έχει όμως κάποιες ενδιαφέρουσες προεκτάσεις: τι σημαίνει να θρηνούμε έναν ποπ σταρ; Καταρχάς, ποιον ακριβώς θρηνούμε; Τον David Bowie ή τον Ziggy Stardust; Τον βιολογικό θάνατο του ανθρώπου ή την οριστική εγκατάλειψη της καλλιτεχνικής του υπόστασης; Κι αν –υποθέτω πως συμφωνείτε– βρισκόμαστε περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, κατά πόσο αυτός ο θρήνος είναι (ή φτάνει να γίνεται) ψευδεπίγραφος –ένας θρήνος χωρίς πένθος– ή απλώς εγωιστικός; Τελικά, μήπως εκτός από ενεργούντα υποκείμενα σ’ αυτή την υπόθεση είμαστε και τα αντικείμενά της; Μήπως, δηλαδή, εκείνο που θρηνούμε δεν είναι ακριβώς ο νεκρός καλλιτέχνης, αλλά το κομμάτι του εαυτού μας που ταυτίστηκε μαζί του, με τους δίσκους, τα τραγούδια του, ίσως και με την εικόνα του;
Η ανάγκη να υπάρχει μια είδους ταύτιση (και όχι απλώς οικειότητα) για να είναι ο θρήνος πειστικός –στους άλλους ή και σ’ εμάς τους ίδιους– φαίνεται και από ένα ακόμα, ίσως πιο χαρακτηριστικό, παράδειγμα. Δείτε τις αντιδράσεις για τις πρόσφατες επιθέσεις στο Παρίσι ή για τη θανατηφόρα μπούκα των φανατισμένων στο περιοδικό Charlie Hebdo τον περασμένο Γενάρη. Η κοινότητα του Facebook (γιατί μπορεί να είναι εικονική, συνιστά όμως μια κοινότητα) αντέδρασε στη μεν πρώτη περίπτωση ντύνοντας τις φωτογραφίες των προφίλ με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας (προτροπή, μάλιστα, που απεύθυνε και η ίδια η πλατφόρμα), στη δε δεύτερη με το hashtag #JeSuisCharlie. Με άλλα λόγια, για να αισθανθώ την οδύνη δεν αρκεί να είμαι απλά αλληλέγγυος, διατηρώντας τη διακριτή μου θέση απέναντι στο αντικείμενο του πένθους· χρειάζεται να «γίνω ο άλλος», να ταυτιστώ μαζί του, να φέρω, έστω και με τη φαντασία μου, τον εαυτό μου στη θέση του.
Αυτός είναι, νομίζω, ένας από τους λόγους της άνισης κατανομής της θλίψης μας. Θρηνήσαμε για το Παρίσι επειδή, μέσω αυτού, χτυπήθηκε ο Δυτικός πολιτισμός, του οποίου αισθανόμαστε μέρος (αν όντως είμαστε, βέβαια, είναι μια άλλη ιστορία). Και, από μία άποψη, είναι και λογικό. Σκεφτείτε, σε μουσικό σάιτ βρισκόμαστε, όλοι μας έχουμε μια κάποια πετριά με τη μουσική, οπότε όλοι μας θα μπορούσαμε –δυνητικά– να βρισκόμασταν σ’ εκείνη τη συναυλία στο Bataclan. Αντιθέτως, δεν μπορούμε (ή δεν θέλουμε) να πούμε το ίδιο όταν το μακελειό συμβαίνει στη Συρία, στο Μάλι, στην Παλαιστίνη ή ακόμα και στην Τουρκία. Εκεί η θλίψη μας αδυνατίζει και ο θάνατος, στην καλύτερη των περιπτώσεων, γίνεται ειδησεογραφικός. Σαν να μας φαίνεται πως εκεί είναι κάπως πιο φυσιολογικό να πεθαίνουν οι άνθρωποι από βόμβες και πυροβολισμούς, λες και η αδυναμία ταύτισης καθιστά τους εκεί νεκρούς λιγότερο άξιους θρήνου.
Το πόσο εύκολα βάζουμε τα μαύρα στο διαδίκτυο έχει και μία ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή. Γράφοντας το 1955, ο Άγγλος ανθρωπολόγος Geoffrey Gorer μας λέει: «οι φυσικές διαδικασίες της φθοράς και της αποσύνθεσης έχουν γίνει αηδιαστικές, όσο αηδιαστικές ήταν οι φυσικές διαδικασίες της γέννησης και της συνουσίας πριν από έναν αιώνα»(2). Στις μοντέρνες μας κοινωνίες το σεξ έχει σταματήσει (ορθώς) να είναι ταμπού, ο θάνατος όμως φαίνεται να έχει πάρει τη θέση του, όντας πλέον «“ακατανόμαστος” ως φυσική διαδικασία»(3). Έτσι συνήθως αποσιωπείται, τουλάχιστον όταν δεν μπορεί να εγγραφεί με πολιτικούς, εμπορευματικούς ή καταναλωτικούς όρους. Πράγματι, από το «χους εις χουν» και τη ματαιότητα της ύπαρξης (χριστιανικής ή άλλης), φθάσαμε σήμερα να δεχόμαστε συνεχώς συμβουλές για το πώς θα γίνουμε ακαταμάχητοι/ες ως εραστές ή μηνύματα που μας καλούν να «απαλείψουμε τα σημάδια του χρόνου», να «γίνουμε ξανά νέοι και λαμπεροί» και, τέλος πάντων, να διώξουμε όπως μπορούμε τις «αρνητικές» σκέψεις απ’ το μυαλό μας.
Αν λοιπόν δεν αισθανθούμε την ταύτιση με όρους απειλής (όπως στην περίπτωση του Bataclan), θάνατοι όπως αυτοί των Lemmy και Bowie μας δίνουν την ευκαιρία να ασκηθούμε στο πένθος διατηρώντας μια σχετική απόσταση ασφαλείας. Εξ ου και τείνουμε να υπερβάλλουμε, να μεταθέτουμε με ζήλο το πένθος σ’ έναν όχι και τόσο δικό μας (άρα σχετικά ανώδυνο) θάνατο, αλληθωρίζοντας ηθελημένα μπροστά στην πιο πραγματική από τις πραγματικότητες.
Τα γιατί και τα πώς δεν εξαντλούνται, φυσικά, στα παραπάνω. Ωστόσο, όσο περίπλοκη μπορεί να είναι η ανάλυσή τους, είναι αλήθεια πως ένα τελευταίο αντίο (όπως κι αν τελικά λέγεται αυτό) δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν. Ας πούμε λοιπόν κι εμείς το δικό μας…
Σημειώσεις:
(1) Judith Butler, Ευάλωτη Ζωή: Οι Δυνάμεις του Πένθους και της Βίας, μτφ. Μιχάλης Λαλιώτης & Κώστας Αθανασίου (Αθήνα: Νήσος, 2009), σελ. 83.
(2) Geoffrey Gorer, «Η πορνογραφία του θανάτου», στο Δήμητρα Μακρυνιώτη (επιμ.), Περί Θανάτου: Η Πολιτική Διαχείριση της Θνητότητας, μτφ. Κώστας Αθανασίου (Αθήνα: Νήσος, 2008), σελ. 77.
(3) Ό.π., σελ. 76.
{youtube}FL7-sbiGlzw{/youtube}