The world, then, is full of sounds. Listen.
Openly attentive to whatever is vibrating, listen.
Sit quietly for a moment and receive (1)
Υπάρχουν τρόποι και τρόποι να μετακινηθεί κανείς σε μια σύγχρονη μητρόπολη. Mε μέσα μαζικής μεταφοράς (λεωφορεία, μετρό, τραμ, τρόλεϊ κ.ά.), με ταξί, με Ι.Χ., με μηχανή, με ποδήλατο, με πατίνι, περπατώντας ή τρέχοντας. Ας επικεντρωθούμε στο περπάτημα. Είναι κάπως πιο χρονοβόρο σε σχέση με τα υπόλοιπα –γεγονός που αξιολογείται όλο και πιο αρνητικά από ανθρώπους που συνεχώς διατείνονται ότι δεν έχουν δευτερόλεπτο για χάσιμο– έχει όμως ένα σημαντικό πλεονέκτημα: βάζει τον περιπατητή στον ρόλο του παρατηρητή, του δίνει την ευκαιρία να αφουγκραστεί, να ανοιχτεί στα ερεθίσματα που υπάρχουν γύρω του. Εναπόκειται στη δημιουργική του περιέργεια το τι θα κάνει με δαύτα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το περπάτημα μέσα στην πόλη έχει γίνει αντικείμενο ανάλυσης. Ο τύπος του flâneur, του αργόσχολου περιπατητή, υπήρξε κεντρικός στις λογοτεχνικές διηγήσεις για το μποέμικο Παρίσι του 19ου αιώνα, προτού ο Walter Benjamin τον τοποθετήσει στις συνθήκες της σύγχρονης καπιταλιστικής μητρόπολης και τον μετατρέψει σε πολιτικό υποκείμενο. Στα χέρια του καταστασιακού Guy Debord, αυτός ο άσκοπος περιπατητής οργανώνει τις βόλτες του υπό το πλαίσιο του dérive, «μιας πειραματικής συμπεριφοράς, η οποία συνδέεται με τις συνθήκες της αστικής (urban) κοινωνίας: μια τεχνική απότομων περασμάτων μέσα από ποικίλα περιβάλλοντα»·(2) ακολουθεί τα απροσχεδίαστα βήματά του και παρατηρεί τον σύγχρονο τρόπο ζωής, με σκοπό να τον διαβάλλει. Για τον μαρξιστή φιλόσοφο Henri Lefebvre η παρατήρηση συμπληρώνει (και συμπληρώνεται από) την περιέργεια: «η παρατήρηση και η περιέργεια για τον κόσμο στον οποίον ζούμε είναι η βάση για την καλλιέργεια του ενστίκτου, της αμφισβήτησης, της κριτικής και του μετασχηματισμού». (3)
Ωραία λοιπόν, περπατάμε και παρατηρούμε, ακούμε όμως με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον βλέπουμε; Ακούμε βεβαίως, τουλάχιστον τυπικώς, αφού από την ακοή δεν μπορούμε να ξεφύγουμε οικειοθελώς: δεν μπορούμε δηλαδή να κλείσουμε τα αυτιά μας, όπως κλείνουμε τα μάτια μας. Ζούμε όμως στο «αποκαλούμενο οπτικό καθεστώς της Δυτικής κουλτούρας: στην ιεραρχία των αισθήσεων της Δύσης, το μάτι κυριαρχεί του αυτιού». (4) Η σημασία της ακοής υποβαθμίζεται, ίσως γιατί «έχει μια ισχυρά υποκειμενική πλευρά: ήχοι που εκνευρίζουν κάποιους ανθρώπους είναι μουσική στα αυτιά κάποιων άλλων». (5) Αν διηγηθούμε σε κάποιον φίλο μια τέτοια βόλτα, σπάνια θα σταθούμε σε κάτι που ακούσαμε, συχνότερα θα αναφέρουμε κάτι που είδαμε. Σε μια μεγαλούπολη, άλλωστε, το πιθανότερο είναι να μην ακούσουμε πολλά πέρα από θορύβους· εκεί «ο ήχος γίνεται κάτι που το υποκείμενο προσπαθεί να αποκρούσει, όχι να ακούσει». (6)
Σε αυτό βοηθάει, βεβαίως, και η τεχνολογία. Εκτός του ότι φροντίζει να αυξάνει τα ντεσιμπέλ μέσα στην πόλη με τις (χρήσιμες κατά τα λοιπά) εφευρέσεις της, προσφέρει και το τέλειο καταφύγιο: το iPod. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που συνήθως τριγυρνούσαν στην πόλη με ακουστικά, μέχρι που αποφάσισα να τα αφήσω σπίτι και να δώσω σημασία, προσφέροντας και τα αυτιά μου στις υπηρεσίες των σποραδικών dérive ή παρέχοντας απλώς μια επιπλέον διάσταση στις καθημερινές μου διαδρομές.
Άρχισα έτσι να ακούω τι συμβαίνει τριγύρω μου, που σημαίνει ότι άρχισα να προσέχω τα ηχητικά ερεθίσματα (δεν είναι αυτονόητο ότι το αγγλικό ρήμα hear μετατρέπεται σε listen). Παίρνει λίγο χρόνο για να μπορέσει κανείς να διακρίνει τα πράγματα μέσα σ’ αυτό το «σύννεφο ομογενοποιημένου, ανώνυμου θορύβου που αποτελεί το ηχοτοπίο της σύγχρονης πόλης», (7) να άρει –όσο είναι δυνατόν– αυτή την ανωνυμία του. Και τότε άρχισα να δίνω σημασία στο φευγαλέο, στο ανεπαίσθητο· να ξεχωρίζω τους διαφορετικούς βηματισμούς των ανθρώπων, να προσέχω την απότομη αλλαγή του ηχοτοπίου όταν απλώς στρίβω σε μία γωνία, να πλάθω ολόκληρες ιστορίες ακούγοντας έστω και μισή φράση από την παρέα με την οποία διασταυρώνομαι. Είναι, αν μη τι άλλο, ένας διασκεδαστικός τρόπος να περνάει κανείς την ώρα του, όσο διασχίζει την πόλη…
Σε μια τέτοια ηχητική βόλτα (soundwalk) είχε προσκαλέσει τους Αθηναίους ο Ιάπωνας Akio Suzuki στα πλαίσια του φετινού Borderline Festival (τον Μάρτιο). Από την πλατεία Καραϊσκάκη στο Μεταξουργείο, μέχρι την Ακαδημία Πλάτωνος, από εκεί στην οδό Λιοσίων και μετά ξανά στο Μεταξουργείο, ο Suzuki είχε επιλέξει 16 ηχητικές στάσεις, απ’ όπου οι περιπατητές είχαν την ευκαιρία να ακούσουν συγκεκριμένες όψεις του αθηναϊκού ηχοτοπίου. (8)
Η ιδέα των ηχητικών περιπάτων μας πάει πίσω στη δεκαετία του 1970, στον Καναδό συγγραφέα, συνθέτη και καθηγητή Raymond Murray Schaffer (εκεί μας οδηγεί και η ίδια η έννοια του ηχοτοπίου) και είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να γνωρίσει κανείς μια άλλη πλευρά της πόλης. Όπως το λέει η Wrightson, «είναι ένας περιπατητικός διαλογισμός με στόχο να διατηρήσει έναν υψηλό βαθμό ακουστικής συνειδητότητας». (9) Ή, όπως ίσως θα το έθεταν οι καταστασιακοί του Debord, είναι μία απόπειρα ακουστικής ψυχογεωγραφίας, δηλαδή μιας «μελέτης των συγκεκριμένων επιπτώσεων που έχει ένα γεωγραφικό περιβάλλον […] στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των υποκειμένων», με άξονα τον ήχο.
Ζούμε βέβαια και στην εποχή όπου η καταγραφή έχει εξελιχθεί σε γενική μανία. Δεν θα μπορούσε επομένως να λείπει ο ήχος. Όπως το Google Earth προσφέρει τη δυνατότητα οπτικής περιήγησης σε ολόκληρο σχεδόν το χέρσο τμήμα του πλανήτη, κάπως έτσι τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί ιστοσελίδες που προσπαθούν να κάνουν κάτι αντίστοιχο με τον ήχο. Δεν μιλάμε απλώς για ηχογραφήσεις πεδίου (περίπτωση στην οποία θα φθάναμε και πάλι στον Schaffer –αν και, εν πολλοίς, βαδίζουμε και εδώ στα βήματά του), άλλα για προσπάθειες ηχητικής χαρτογράφησης του αστικού και του φυσικού περιβάλλοντος. Οι οποίες ακόμα βρίσκονται σε αρκετά πρώιμο στάδιο, όσο τουλάχιστον αφορά τη γεωγραφική τους πληρότητα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρότζεκτ notours (link). Πρόκειται για μια εφαρμογή σε περιβάλλον android: την κατεβάζεις, το GPS σε εντοπίζει και όταν βρεθείς στον νοητό κύκλο που έχει χαρτογραφηθεί ηχητικά, ακούς το σχετικό αρχείο. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν πρόκειται απλώς για την ηχητική όψη του εκάστοτε σημείου, αλλά για αυτό που η ομάδα Escoitar (η οποία τρέχει το πρότζεκτ) ονομάζει augmented aurality (δηλαδή κάτι σαν επαυξημένη ακουστική πραγματικότητα). Για παράδειγμα, ο καλλιτέχνης Benjamin Mawson είχε αναλάβει τη χαρτογράφηση μιας περιοχής στο Gosport της νότιας Αγγλίας και μαζί με τις ηχογραφήσεις πεδίου συμπεριέλαβε στη σύνθεσή του και συνεντεύξεις με ντόπιους, ενοποιώντας έτσι τους ήχους του συγκεκριμένου περιβάλλοντος με την ιστορικότητά του. (10)
Υπάρχουν λοιπόν πολλές δυνατότητες και προεκτάσεις αν μια τέτοια καταγραφή ξεφύγει από τους αυστηρούς όρους της χαρτογράφησης. Μια έξυπνη ιδέα πολιτικής ευαισθητοποίησης είναι το πρότζεκτ sonicWarfare της καλλιτέχνιδας Heidi J. Boisvert (link). Εκεί, ηχογραφήσεις από το Μανχάταν συνυπάρχουν με ήχους από τις αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Βαγδάτη, παίζοντας πανέξυπνα με αυτές τις δύο όψεις της αμερικανικής κοινωνίας: το κέντρο του καπιταλισμού και η πρωτοπορία του ιμπεριαλισμού.
Μια άλλη ιδιαίτερη χαρτογράφηση υπάρχει στο site opensoundneworleans.com, η οποία εστιάζει στο πώς η Νέα Ορλεάνη ξεπέρασε/ξεπερνάει τα τραύματα που άφησε πίσω της ο τυφώνας Κατρίνα (συνδυάζοντας ηχογραφήσεις τοπίου και συνεντεύξεις). Σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, στα πλαίσια του πρότζεκτ London Structural Sound, ο καλλιτέχνης Florian Tuercke έστησε 300 contact μικρόφωνα στο Hackney Wick του ανατολικού Λονδίνου, καταγράφοντας με ιδιαίτερη λεπτομέρεια την περιοχή (link).
Πλάι σε αυτά, βεβαίως, η ηχητική χαρτογράφηση προχωράει και με πιο «κανονικά» συμφραζόμενα, στα πλαίσια καλλιτεχνικών ή ακαδημαϊκών εργασιών. Λ.χ. ο χάρτης του πανεπιστημίου του Σάλφορντ στο Μάντσεστερ (το πρότζεκτ Sound Around You, link) περιλαμβάνει ήχους από όλες σχεδόν τις ηπείρους –της Ανταρκτικής συμπεριλαμβανομένης– ενώ με έμφαση στην Ευρώπη, η χαρτογράφηση του εικαστικού Stanza, soundcities (link) έχει επίσης μπόλικο υλικό.
Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε ένα μέλλον όπου ολόκληρος ο πλανήτης, η όψη του, οι ήχοι του και οι δραστηριότητες ανθρώπων και λοιπών ζώων που τον κατοικούν, θα είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο. Δεν είμαι σίγουρος αν αυτό το μέλλον με κάνει χαρούμενο, ξέρω όμως ότι εμφανίζεται ως ισχυρό ενδεχόμενο. Μέχρι να έρθει, πάντως, μπορούμε να μάθουμε να ακούμε καλύτερα. Όχι απαραίτητα για να καταγράψουμε, αλλά για την ευχαρίστηση του πράγματος. Ίσως αν το καταφέρουμε θα βρούμε και τρόπους να βελτιώσουμε το ηχητικό (και όχι μόνο) περιβάλλον γύρω μας. Θα είναι μια κάποια αρχή για την επανοικειοποίηση των πτυχών εκείνων της «ανθρωπινότητάς» μας που δείχνουν σήμερα να βρίσκονται πέραν του ελέγχου μας…
Σημειώσεις:
(1) Raymond Murray Schaffer, The New Soundscape (Berandol Music Ltd., 1969), σελ. 5
(3) Henri Lefebvre, Writings on Cities (Blackwell, 1996), σελ. 15
(4) Karin Bijsterveld, Mechanical Sound: Technology, Culture and Public Problems of Noise in the Twentieth Century (MIT Press, 2008), σελ. 2
(5) ό.π. σελ. 4
(6) Kendall Wrightson, "An Introduction to Acoustic Ecology", στο Journal of Electroacoustic Music, Vol. 12 (Μάρτιος 1999), σελ. 12
(7) ό.π. σελ. 10
(8) Ο χάρτης της διαδρομής και οι οδηγίες του Suzuki υπάρχουν στο σάιτ της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, επομένως ο καθένας μπορεί να κάνει τον περίπατο και μόνος του:
(9) Wrightson, ό.π., σελ. 10
(10) Μια συνέντευξη του Mawson στο BBC μπορείτε να ακούσετε εδώ: http://www.notours.org/archives/1486
η φωτογραφία 2 είναι του Πάρι Ταβιτιάν, από το σημείο 9 της διαδρομής του Suzuki, όπως δημοσιεύτηκε στη Lifo
{youtube}a6LsvEt952Q{/youtube}