Ίσως ένα μέρος μου να είναι κάποιου τύπου Ευαγγελιστής του ήχου, της αναπαραγωγής και της διακίνησής του. Δηλαδή δεν θα μου ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο να ξεσπαθώσω για τα κακά της μουσικής με το κιλό, ή μάλλον με τον τόνο. Ούτε για τα ζητήματα που προκύπτουν απ’ την κουλτούρα του τζάμπα σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι τζάμπα. Άλλωστε ποτέ δεν πίστεψα πλήρως πως η σχέση μας με τη μουσική διαχωρίζεται εντελώς απ’ το μέσο αναπαραγωγής της. Εκ της πρακτικής φύσης του, το μέσο προσθέτει ή αφαιρεί δυνατότητες σε διαφορετικά επίπεδα, επιβάλλει συνήθειες, τρόπους, κι αν θέλετε καθορίζει πλαίσια σχέσης –αν όχι υποχρεωτικά, τότε στα σίγουρα υπό την έννοια της τάσης. Τελικά ίσως δεν είναι και τόσο καταστροφικό ν’ ακούμε πού και πού τον Ευαγγελιστή μέσα μας, ειδικά όταν η καθημερινή πρακτικότητα στρογγυλοκάθεται απαρέγκλιτα στην πρώτη θέση της ιεράρχησης. Ευτυχώς, υπάρχουν εκεί έξω κι άλλα πράγματα πέραν του ιδιωτικού μας βίου.
Βέβαια, οι δωρεάν και πλέον «νόμιμες» μουσικές πλατφόρμες, με προεξάρχον το Spotify το οποίο εδώ και λίγο καιρό παρέχεται και στα μέρη μας ως υπηρεσία, αποτελούν μια σαρωτική πραγματικότητα• με άμεσα πατήματα στην καθημερινότητα του καθενός που ακούει, ανεξαρτήτως του πόσο ακούει και τι είναι αυτό που ακούει. Κι ενώ η δωρεάν και γρήγορη πρόσβαση στη μουσική πληροφορία έχει παγιωθεί εδώ και καιρό μέσω εκατομμυρίων «παράνομων» καναλιών σε διάφορες τεχνολογικές εκδοχές, εντός του Spotify συμβαίνει το εξής καινοφανές: διατίθενται δωρεάν και «νόμιμα» προς ακρόαση, όλα τα λεγόμενα back catalogues των δισκογραφικών δεινοσαύρων κι όχι μόνον, οι περισσότερες εκ των νέων κυκλοφοριών ανεξαρτήτως συστημικής ή ανεξάρτητης προέλευσης, καθώς και ατελείωτα λοιπά καλούδια, σε ΕΝΑ σημείο τρομακτικής πυκνότητας. Ψάξε και παίξε, και πείτε μου τώρα εσείς πόσοι και ποιοι θα χαραμίσουν έστω τρία κλικ κι άλλα τόσα λεπτά για να κατεβάσουν για παράδειγμα το καινούργιο των Daft Punk, των Arcade Fire ή οποιοδήποτε ψαγμένο ανάλογα με την πετριά του καθενός. Ειδικά απ’ τη στιγμή που η βαθιά παγιωμένη συνήθεια του ακροατή για αμεσότητα έχει δημιουργήσει την αντίστοιχη ανάγκη.
Του λόγου μου για παράδειγμα βρήκα και άκουσα –σημειωτέον πρόκειται για σχεδόν ταυτόχρονες ενέργειες– το δεύτερο κεφάλαιο του COIN COIN της αγαπημένης Matana Roberts, την κατηφορική συνέχεια των Touché Amoré και το τελευταίο του Steve Gunn, για τις θεραπευτικές ιδιότητες του οποίου μπορείτε να διαβάσετε στο τμήμα των κριτικών. Δίχως μάλιστα τους μπαμπούλες της «παρανομίας» να κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλι, κι ενώ βρισκόμαστε σε περίοδο μαγειρέματος και εφαρμογής αντιπειρατικών νόμων και πρακτικών στο επίπεδο των παρόχων ίντερνετ. Όσοι δε σπεύσουν να κρίνουν απ’ το εγχώριο παράδειγμα του χύμα, καλό θα ήταν να ρίξουν μια ματιά τι συμβαίνει παραέξω, ως μπούσουλα για το μέλλον. Κι επί τούτου ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε…
Ιδού λοιπόν η εκκωφαντική απάντηση της βιομηχανίας στην πειρατεία, έπειτα από μια μακρά περίοδο αναλόγως εκκωφαντικής αμηχανίας και κυνηγιού μαγισσών. Απεμπόληση του copyright, έστω στα πλαίσια του streaming, φιλικότητα προς τον χρήστη σε βαθμό πληροφοριακού αναλφαβητισμού, πολυσυλλεκτικότητα και αμεσότητα πέρα από κάθε τορεντάδικο ή άλλο προηγούμενο ανταλλαγής αρχείων. Εν ολίγοις, η βιομηχανία όχι μόνο απαντά στον ανταγωνισμό με τα ίδια του τα όπλα, αλλά χρησιμοποιεί και τα παραδοσιακά δικά της (χρήμα, δομές, μάρκετινγκ) για να πάει το κόλπο ένα βήμα παραπέρα.
Προς τι όμως τούτος ο ιστορικός συμβιβασμός που, παρά την εκ των πραγμάτων αναγκαιότητά του, παραμένει τεράστιος; Προς τι επίσης κι ο συγκεκριμένος τρόπος αποδοχής της ήττας και της αναδίπλωσης; Ειδικά απ’ τη στιγμή που φαίνεται πως τα (οικονομικά) κουκιά δεν τους βγαίνουν, επαληθεύοντας τις στα όρια του αυτονόητου προβλέψεις. Σε σχετική συζήτηση, καλός φίλος μου υπενθύμισε τα διαφημιστικά έσοδα και κυρίως τις συνδρομητικές υπηρεσίες του Spotify, οι οποίες, αντί ενός μικρού μηνιαίου αντίτιμου προσφέρουν στον χρήστη καλύτερη ποιότητα ήχου συν τη δυνατότητα αποθήκευσης (download) των αρχείων –αυτό το τελευταίο ας το αποκαλέσουμε ψευδαίσθηση ιδιοκτησίας.
Άποψη επί του διαφημιστικού δεν διαθέτω, δεν ξέρω καν δηλαδή εάν υπάρχουν διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, πάντως αυτή τη στιγμή για τους εν Ελλάδι χρήστες παίζουν κατά βάση αυτοδιαφημιστικά σποτάκια της υπηρεσίας κάθε δυο-τρία τραγούδια. Για τους δε συνδρομητές πραγματικά αδυνατώ να πιστέψω πως έχουν ξεπεράσει το εκατομμύριο. Πώς γίνεται δηλαδή να πληρώνεις για κάτι που σε έναν 24/7 online κόσμο σου προσφέρεται δωρεάν; Πώς γίνεται η ίδια η βιομηχανία να ακυρώνει την ανάγκη ύπαρξης προσωπικού σκληρού δίσκου, προσφέροντας δωρεάν streaming ανά πάσα στιγμή και ώρα, ενώ παράλληλα επενδύει στα συνδρομητικά κατεβάσματα ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται συνεχώς online; Στο μεταξύ το ζούμε ήδη κι αυτό, σκληροί δίσκοι με γίγα και τέρα ήχου να μαζεύουν σκόνη σε ράφια και συρτάρια, ακριβώς όπως συνέβη στο παρελθόν με τα σιντί και τα βινύλια. Με την ουσιαστική διαφορά πως εκείνους δεν θα τους πεθυμήσει κανείς, γιατί κανείς δεν τους ένιωσε ποτέ πέραν της χρηστικότητάς τους –υπό μια τέτοια έννοια, ποτέ δεν θα μπορέσουν να μετατραπούν σε εμπορικό προϊόν. Ας περιμένουμε όμως να δούμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον…
Αλλά επειδή το ερώτημα παραμένει, ας προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε. Εκείνο στο οποίο στοχεύει η βιομηχανία (σε πρώτη φάση) είναι να μεταφέρει και πάλι το παιχνίδι στο γήπεδό της. Δωρεάν, σύμφωνοι, μα κάτω απ’ τη δικιά της σκεπή αντί για τα ανεξέλεγκτα μήκη και πλάτη του διαδικτύου. Το τίμημα μπορεί να είναι τσουχτερό, έχοντας όμως ξεμείνει από επιλογές οφείλει να επιστρέψει στα βασικά: στην εγκαθίδρυση δηλαδή ενός νέου καναλιού επικοινωνίας με τους ακροατές/πελάτες, το οποίο θα καταστήσει περιττά τα εκατομμύρια μικρότερα. Το Spotify είναι λοιπόν το διακοσμημένο μπουρί που (θα) κάνει αυτήν ακριβώς τη δουλειά. Διότι, ως γνωστόν, εάν δεν περάσουν απ’ τον δρόμο σου δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μπουν στο μαγαζί σου. Και τι μαγαζί ε; Από εκείνα που καταργούν στην πράξη παρωχημένες έννοιες όπως «mainstream», «independent» ή «underground», καθώς για να υπάρχεις θα πρέπει να δίνεις παρουσία στα ράφια του. Από εκείνα επίσης που θα διαθέτουν εκτενή αρχεία με κάθε λεπτομέρεια για τα γούστα και τις συνήθειες του πελατολογίου τους. Τους δε όρους της, η βιομηχανία θα τους προσαρμόζει ανάλογα με τα δεδομένα και τις εξελίξεις, πάνω στις οποίες άλλωστε εργάζεται ήδη. Τώρα το μαγαζί ξεπουλάει, αύριο μπορεί να αποφασίσει πως οι προσφορές μας τελείωσαν.
Αν τώρα υποθέσουμε πως θα επαληθευθεί η μικρή πιθανότητα του μοντέλου να δουλέψει ως έχει, τότε μαύρη βουή του Thom Yorke που το χαρακτηρίζει «επιθανάτια κλανιά» του συστήματος και φωνάζει για τα ισχνά ποσά τα οποία επιστρέφουν στους λιγότερο γνωστούς μουσικούς. Έχει αποδειχθεί κατ’ επανάληψη πως μπροστά στο τζάμπα ο καταναλωτής ποσώς ενδιαφέρεται για το τι και πόσο φτάνει στους δημιουργούς. Τότε οδεύουμε προς ένα αρραγές μοντέλο σούπερ ευχαριστημένου καταναλωτή, ο οποίος θα αναρωτιέται πότε κέρδιζαν πολλά οι μουσικοί απ’ τις πωλήσεις τους για να κερδίζουν τώρα –πάντα στο λάιβ παιζόταν το παιχνίδι. Ή που έστω θα κουνάει όλο κατανόηση το κεφάλι, παρέα με τα σχετικά ποσταρίσματα και τουίτς, στις έντονες διαμαρτυρίες των ριγμένων, ακριβώς πριν στριμάρει δωρεάν τα τραγούδια τους...
Κι αν πάλι το κόλπο δεν πάει και μας πουν πως χρειάζεται καπέλο; Ακούω ήδη μερικούς να λένε πως κακό του κεφαλιού τους των μανατζεραίων, γιατί πολύ απλά θα επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση. Ας μου επιτρέψουν να έχω τις επιφυλάξεις μου. Σε μια μελλοντική συνθήκη ιντερνετικού κυνηγιού νομιμότητας, μια ευυπόληπτη υπηρεσία με λογικό μηνιαίο κόστος θα είναι για πάρα πολλούς προτιμότερη από μια μουσική καθημερινότητα με κλέφτες, αστυνόμους και δικαστές. Θα είναι και πολύ πιο πρακτική σε σχέση με το μοντέλο των πολυδιασπασμένων αυτοδιαχειριζόμενων πυρήνων –θυμηθείτε για παράδειγμα πόσοι αγοράζουν απ’ το Amazon και πόσοι πάνε απ’ ευθείας στις μικρές εταιρίες. Και τότε θα οδεύουμε και πάλι σ’ ένα ψηφιακό ντεζαβί του παραδοσιακού μοιράσματος της πίτας, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο θα έχουν οι μεσάζοντες, χωρίς μάλιστα το παραμικρό απ’ τα παραδοσιακά έξοδα.
Ίσως τελικά οι μουσικοί να εκτίουν υπεραιωνόβια ποινή κάθειρξης μεταξύ των κάθε λογής μεσαζόντων (παραδοσιακή βιομηχανία, file sharing υπηρεσίες κτλ.) και της πελατείας τους, σε εναλλασσόμενες εκδοχές συστηματικότητας ή αντισυστημικότητας, έτσι για να γίνεται κουβεντούλα.