Διαβάζω τα σχόλια κάτω απ’ τη δημοσίευση για τη Μέρα των Δισκοπωλείων κι αναρωτιέμαι ρητορικά: δεν μπορούμε να συζητήσουμε δίχως εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς, ειρωνείες, διδακτισμούς, κατασκευές «εχθρών» και χαράξεις στρατοπέδων, δίχως ήμαρτον, έλεος και λοιπές νεοελληνικές ικεσίες; Ρητορικά, διότι βεβαίως και μπορούμε… Το πραγματικό ερώτημα είναι αν μας ενδιαφέρει.
Σπεύδω να τονίσω πως δεν έχω το παραμικρό πρόβλημα με την πλακίτσα, ίσα-ίσα. Στα του οίκου του Avopolis υπάρχουν «ελεεινά χιπστερόνια», «ίντι τελετάρχες» «εντεχνολέρες», «μετροκόρ νιάτα», «μπαστουνομέταλλα», «πανκ-ροκ ρετιράκηδες», «αβάντ μικροαστοί», «Αμερικανάκια», «Χριστιανόπουλα», «Πασόκοι του ήχου και της ζωής», ενώ η λίστα ενημερώνεται καθημερινώς –ονόματα δεν λέμε, ωστόσο τουλάχιστον τα μισά έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον μου. Τη στιγμή, βέβαια, που τα ανάγουμε όλα τούτα σε θέση είναι σα να θεωρούμε το τρολάρισμα συνώνυμο της συζήτησης και τη συνδιαλλαγή πανομοιότυπη με την ανταλλαγή κοσμητικών επιθέτων, όσο κι αν κάποιες τρολιές –εκτός απ’ το ότι είναι για να προσκυνάς τρίδιπλα– που και που ψαλιδίζουν τη μακριά γλώσσα της πολιτικής ορθότητας.
Λοιπόν, παρακάμπτω τη θεματολογική γραμμή της στήλης για να μοιραστώ κάποιες σκόρπιες σκέψεις που λένε, όχι για τη Μέρα των Δισκοπωλείων αυτή καθ’ αυτή, μα για τα θέματα τα οποία τέθηκαν στην εν λόγω δημοσίευση. Άλλωστε οι πάσης φύσεως εορτασμοί σε επίπεδο «ημέρας» υποτίθεται πως λειτουργούν συμβολικά. Η δε λατρεία των εμπόρων για τέτοιου τύπου συμβολισμούς είναι γνωστή και, ως έναν βαθμό, θεμιτή. Όσο για τη δικιά μου βόλτα στα δισκάδικα, το Σάββατο που μας πέρασε υπήρξε ελαφρώς πιο απολαυστική.
Ειλικρινά δεν ξέρω πόσα χρονάκια διαθέτει ακόμα η δουλειά του δισκοπώλη. Ίσως πολύ-λίγα. Αυστηρά στα πλαίσια του εμπορίου αντικειμένων, ίσως και το κόλπο να μας έχει τελειώσει προ πολλού και τούτη να είναι η αναμενόμενη περίοδος άρνησης της παλιάς φρουράς –όχι ντε και καλά ηλικιακός ο προσδιορισμός. Κι ίσως εκεί να εντάσσονται απονενοημένες κινήσεις όπως η ανακήρυξη εορτών, όταν η ιστορία σε έχει ήδη ανακηρύξει παρωχημένο ερήμην σου. Η ιστορία…
Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι οι αποφάσεις μιας κάποιας αόριστης έννοιας, μα οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, οι προτεραιότητες και οι επιλογές τους. Το δισκοπωλείο ως φυσικός χώρος αποτελεί μια εντελώς διαφορετική συνθήκη σε σχέση με οποιαδήποτε ψηφιακή του έκφανση. Μπορεί να υπάρχει ως χώρος μάζωξης ανθρώπων, γνωριμίας, συζήτησης, σχέσης για να μην το κουράζω. Κι αν μέσω αυτών βγάζει κι ένας άνθρωπος το μεροκάματό του, ακόμα καλύτερα. Γιατί τελευταία παρατηρώ και μια συλλήβδην δαιμονοποίηση της λέξης «μεσάζοντας», λες κι όποιος πουλάει τη δημιουργία κάποιου άλλου κατόπιν συμφωνίας, εξ’ ορισμού ανήκει στην κατηγορία των καρχαριοειδών. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να βγουν απ’ το σπίτι τους, να συναναστραφούν με όμοιους τους (ή όχι και τόσο όμοιους τους), να πούνε δυο κουβέντες και να ακουμπήσουν και κάτι απ’ το υστέρημά τους, θα υπάρχουν δισκοπωλεία με ράφια και καρέκλες. Όταν και άμα επικρατήσει πλήρως η λογική ντιλίβερι –είναι κι αυτός ένας τρόπος– τότε το ξανασυζητάμε. Και τελοσπάντων, γιατί θα πρέπει ντε και καλά να διαλέξουμε, απ' τη στιγμή που φυσικός και ηλεκτρονικός δισκοπώλης περισσότερο αλληλοσυμπληρώνονται παρά επικαλύπτονται;
Κι έπειτα καταφτάνει η μάχη του μέσου, πριν καν κατακάτσει η ο μπουχός της προηγούμενης. Διότι η δισκάρα (ως έννοια) σπέρνει, στο λένε όλοι, μα πως να τ' ακούσεις το αριστούργημα; Να τ' ακούσεις σε ακτίνα, σε ταινία, σε βινύλιο. Και τώρα που διαθέτουμε και ψηφιακή ύπαρξη... Να τ' ακούσεις, και βέβαια να τ' ακούσεις, αλλά σε τι μορφή, σε τι κωδικοποίηση, κοινώς τι να λέει μετά την τελίτσα; Κι άντε και διάλεξες κωδικοποίηση, από μπιτορυθμούς κατέχεις; Ενώ, λοιπόν, μέχρι πρόσφατα τα είχα σφόδρα με τους πιουρίστες (τα γνωστά: αποθέωση του μέσου, ελιτισμός και σνομπαρία), τώρα τελευταία μου την έχει γυρίσει κι αλλιώς. Διότι απ' τη μια να ευαγγελίζεσαι την ανεξαρτησία μέσου και περιεχόμενου κι απ' την άλλη να την πέφτεις σε κάποιον που αγοράζει βινύλια, ακόμα και ως προϊόν αντίδρασης, είναι σχιζοφρενικό. Ο πιουρίστας τουλάχιστον είναι συνεπής, κολλημένος αλλά συνεπής. Κάτι μου λέει δε πως δεν θ' αργήσουμε να διαβάσουμε τίποτα ταξικές αναλύσεις με βάση τις προτιμήσεις του καθενός. Παίρνεις βινύλια, είσαι χιπστεράς και αστός του κερατά. Κατεβάζεις αβέρτα και δεν πληρώνεις-δεν πληρώνεις, είσαι προλετάριος και παιδί του λαού.
Να πω τώρα το προφανές; Ο ηδονισμός με την ποιότητα του ήχου λίγο έχει να κάνει με τη μουσική. Απ' την άλλη, βέβαια, έτσι κι ακούς απ' τα ηχεία του πισιού σου τίποτα MP3 της πυρκαγιάς, τότε ακούς ΑΛΛΗ μουσική απ' αυτή που έχει ηχογραφηθεί. Ανάμεσα στα δύο άκρα, καθείς διαλέγει και παίρνει. Το FLAC και δυο στοιχειωδώς σοβαρά ηχεία είναι μια καλή λύση, αν θέλετε τη γνώμη μου.
Αλλά πιο FLAC, το αγοραστό ή το τζαμπέ; Μήπως όλα εδώ καταλήγουν κι από εδώ ξεκινούν; Παρακάτω θα παίξει ημιτρολιά, σας προειδοποιώ. Ακούω και διαβάζω διάφορους, όχι μόνο αναγνώστες του Avopolis, να παραβιάζουν επανειλημμένως ανοιχτές θύρες ξεσπαθώνοντας κατά της βιομηχανίας (εν τω μεταξύ κουτσοί στραβοί όλοι κακιά βιομηχανία είναι), των μεσαζόντων και των λοιπών εχθρών της μουσικής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και να κόπτονται για το ποσοστό των εσόδων που φτάνει τελικά στα χέρια των μουσικών. Ακόμα και να θέλουμε να τους υποστηρίξουμε, λένε, το χρήμα στη διαδρομή χάνεται ή τελοσπάντων συρρικνώνεται τραγικά. Τις αμαρτωλές εταιρείες θα στηρίζουμε τώρα, και δωσ' του δωρεάν ντου-λου...
Φαινομενικά έχουν δίκιο. Ουσιαστικά πρόκειται περί συγκεκαλυμμένης προσπάθειας απενοχοποίησης της πρακτικής τους –για να μην πω περί μέγιστης υποκρισίας. Πες ρε άνθρωπε πως γουστάρεις να κατεβάζεις τζάμπα, όλοι το κάνουμε, κι άσε τις ιδεολογικές σάλτσες. Δηλαδή σε κόφτει τόσο η μουσική βιομηχανία και δεν σε πειράζουν αυτοί που καθαρίζουν εκατομμύρια, «φιλοξενώντας» στους διακομιστές τους και διαμοιράζοντας τη δουλειά μουσικών που ούτε τη συγκατάθεσή τους έδωσαν, ούτε πρόκειται να δουν ποτέ έστω κι ένα ευρώπουλο απ' την όλη φάση; Παρεμπιπτόντως, δεν μιλάμε για peer-to-peer πλατφόρμες για να παίξει η προσέγγιση για κοινότητες χρηστών που μοιράζονται τα αρχεία τους. Μιλάμε για file-hosting εταιρείες (Rapidshare, Mediafire κτλ.), οι οποίες έχουν στήσει τεράστια μπίζνα εκμεταλλευόμενες την πνευματική ιδιοκτησία τρίτων. Αν δεν είναι αυτοί μεσάζοντες του χειρίστου είδους, τότε ποιοι είναι; Κανένα δισκάδικο στα Εξάρχεια που φυτοζωεί; Επίσης να πληροφορήσω τους ενδιαφερόμενους, αν και ως έμπειροι του νετ φαντάζομαι θα το ξέρουν, πως πλέον οι περισσότεροι καλλιτέχνες πουλάνε τις δουλειές τους μονάχοι –χωρίς καπέλα μεσαζόντων και με ελάχιστα έξοδα αποστολής. SoundCloud το λένε; Νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου, άλματα εις ύψος και λοιπά παροιμιώδη...
Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, πως κατά βάθος γουστάρουμε τους δίσκους δωρεάν και στην πόρτα μας (ποια πόρτα μας δηλαδή). Κι έπειτα ας κάτσουμε να συζητήσουμε τι σημαίνει αυτό μακροπρόθεσμα όχι μόνο για τους μουσικούς, αλλά και για τη μουσική την ίδια.