Δεν χρειάζεται παρά ένα διαγώνιο σκανάρισμα στον οδηγό εγχώριας δισκογραφίας του Πέτρου Δραγουμάνου, για να επαληθευθεί η αίσθηση εκείνου που παρακολουθεί έστω και χαλαρά: τα τελευταία χρόνια, δύο ειδών πράματα δισκογραφούνται σταθερά από νεοεισερχόμενους στο κόλπο –πρώτος, δεύτερος, άντε τρίτος δίσκος. Εκείνο που αποκαλούμε χοντροκομμένα λαϊκοπόπ και, βεβαίως, αγγλόφωνο ποπ/ροκ σε όλο το ηχητικό του εύρος, ήτοι από τραγουδοποιούς μονάχους και αναβιωτικό ποστ πανκ, μέχρι κράουτ, ελεκτρόνικες, σκληρό ροκ και διάφορες προσμίξεις αυτών.
Για να προλάβω παρεξηγήσεις, δεν προσπαθώ να στήσω τίποτα σκηνικά αντιπαράθεσης και δυϊσμού, άλλωστε ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης δισκογραφικής πραγματικότητας είναι η στιλιστική πολυδιάσπαση. Ωστόσο, η μεγάλη εικόνα δεν φαίνεται να απέχει πολύ απ' αυτήν την έστω ολίγον γενικευτική διαπίστωση. Εάν, μάλιστα, μπουν στη σούμα και οι ουκ ολίγες ψηφιακές κυκλοφορίες, τότε έχω την εντύπωση πως το αγγλόφωνο ποπ/ροκ από νέους δημιουργούς διαθέτει πλέον τα ηνία της εγχώριας δισκογραφίας, σε επίπεδο ποσοτικής παραγωγής.
Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι, που άπτονται της σκληρής πρακτικότητας, υπάρχουν κι άλλοι. Για παράδειγμα, η σχετικά πρόσφατη κατάρρευση των κυρίαρχων δισκογραφικών δομών άλλαξε σε μια νύχτα τον χάρτη, σημαίνοντας και τυπικά το τέλος του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού. Αντιθέτως, εκείνοι που για χρόνια λειτουργούσαν ανεξάρτητα και μέχρι ενός σημείου με όρους κοινότητας, όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν, αλλά είδαν εμπρός τους θεωρητικά τετραγωνικά χιλιόμετρα ελεύθερου χώρου, άσχετα με το πώς επέλεξε ο καθείς να τα προσεγγίσει.
Μπορούμε όμως να ξεμπερδέψουμε με τις εξηγήσεις δείχνοντας την κρίση; Αυτή είναι που άλλαξε τις ισορροπίες απ' το πουθενά, ή μήπως απλά επέσπευσε εκείνο που έμελλε να συμβεί έτσι κι αλλιώς; Άραγε ποιο είναι πιθανότερο σενάριο για έναν νέο δημιουργό σήμερα, κι εδώ και κάμποσα χρόνια; Να κινείται πάνω σε οποιαδήποτε απ' τις ηχητικές γραμμές που κυριάρχησαν στο παρελθόν εντός των τειχών (βάλτε μέσα μέχρι και το ελληνόφωνο ροκ) και να μην του βγάζει δίσκο κανένας; Ή μήπως να παίζει κάποια εκδοχή αγγλόφωνου ποπ/ροκ και να δημοσιεύει μονάχος ή μέσω μιας εταιρίας ανάλογης αισθητικής; Του λόγου μου θεωρώ ότι η απάντηση αγγίζει τα όρια του αυτονόητου, ελπίζοντας πως η κατά βάση εμπειρική προσέγγιση δεν θα με διαψεύσει οικτρά.
Κι ας βάλουμε τώρα κάτω και το κομμάτι της προβολής, διότι ως γνωστόν για να υπάρχεις πρέπει κάποιοι να γνωρίζουν πως υπάρχεις. Το εγχώριο αγγλόφωνο ποπ/ροκ εδώ και καιρό προβάλλεται κατά κόρον από έντυπα τα οποία έφτασαν να αναμετρώνται και να ξεπερνούν σε νούμερα μέχρι και τους κυριακάτικους ογκόλιθους. Λάιφ στάιλ περιοδικά του αφιερώνουν χώρο. Σούπερ επιτυχημένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί των ερτζιανών το έχουν εντάξει στη ροή τους, μέχρι και υπό τη μορφή ζωντανών σέσιον-παρουσιάσεων. Τα δε εκατοντάδες ιντερνετικά ραδιόφωνα το τιμούν σταθερά. Του δίνει αέρα η κρατική τηλεόραση και μάλιστα όχι μόνο υπό τη μορφή απλών αναφορών. Υπάρχει δε νουμεράτη εκπομπή σε μεγάλο ιδιωτικό κανάλι που σχεδόν σε καθημερινή βάση προσκαλεί κι από μία μπάντα. Και, για ευνόητους λόγους, δεν αναφέρω μιλιούνια εξειδικευμένους χώρους (έντυπους, ψηφιακούς, αλκοολικούς, συναυλιακούς, εν γένει πολιτιστικούς), αν και μόνο ο αριθμός τους λέει πολλά από μόνος του.
Για να ξαναπρολάβω παρεξηγήσεις, δεν ισχυρίζομαι πως αυτό είναι το νέο εγχώριο μέινστριμ, όπως κάποιοι σχολιάζουν κατά καιρούς ακόμα και υπό τη σκέπη του οίκου τούτου. Αν και είναι προφανές ότι συγκεκριμένες εκδοχές του εγχώριου αγγλόφωνου ποπ/ροκ είναι της μοδός και με τέτοιους όρους λειτουργούν. Άλλωστε η ποπ κουλτούρα διαπλέκεται από τη μάνα της μ' ό,τι λέμε «μόδα» και καλό θα ήταν αυτό να το έχουν στο μυαλό τους ορισμένοι, πριν εξαπολύσουν χοντροκομμένα ηθικοπλαστικά συνθήματα. Παρεκτός και πιστεύουν το ίδιο ανεξαρτήτως συνόρων και εποχών, οπότε πάσο.
Εκείνο που ισχυρίζομαι –σε όλους τους τόνους– είναι πως, ενώ το αγγλόφωνο ποπ/ροκ έχει εδώ και καιρό λάβει εκ των πραγμάτων σημαντική θέση στην εγχώρια μουσική πραγματικότητα (παραγωγή, προβολή μην τα ξαναλέμε) συνεχίζει να λειτουργεί μεταξύ άλλων με όρους εμμονικής «εναλλακτικότητας», μίρλας, θυματοποίησης και αφόρητης μελαγχολίας. Κι ακόμα, ότι το φαινομενικό οξύμωρο αυτής της μεγάλης ποσοτικής παραγωγής σε σχέση με τη συγκριτικά μειωμένη απήχησή της –εκτός από ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ως φαινόμενο από μόνο του– διαθέτει ανατροφοδοτούμενη σχέση με τα προαναφερθέντα κοσμητικά/διαπιστώσεις.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, διότι οι πρώτες μεμονωμένες περιπτώσεις αγγλόφωνων τόσες δεκαετίες πριν έγιναν αργότερα χαλαρή κοινότητα, στα όρια της αφάνειας για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας (άντε με κάποιες εξαιρέσεις), έπειτα κρατήθηκαν, τα χρόνια του ελληνόφωνου ροκ ήταν δύσκολα, πολλαπλασιάστηκαν μετά τα πρώτα μπαμ –άκουγε Raining Pleasure– για να εδραιωθούν πλέον ως το πιο παραγωγικό, το πιο ζωντανό, κομμάτι της ντόπιας δισκογραφίας. Μιας χώρας που μιλάει ελληνικά. Το ξαναγράφω, σήμερα και σε επίπεδο νέων εγγραφών η χώρα παράγει κατά βάση λαϊκοπόπ και αγγλόφωνο ποπ/ροκ. Ναι, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων δοθέντων, τεχνολογικών επίσης, ωστόσο το αποτέλεσμα παραμένει.
Κι ίσως να φαίνεται πως η φάση είναι ολίγον γηπεδική, οι λίγοι δηλαδή που είναι διατεθειμένοι να κάνουν το τζέρτζελο διαμορφώνουν και το συνολικότερο κλίμα, ωστόσο αυτό είναι αληθές μόνο μέχρι ένα σημείο. Διότι, σύμφωνοι, η τεχνολογία έφερε τη διάρρηξη στη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης. Αν λοιπόν νιώθω έντονα την ανάγκη να παράξω και την ίδια στιγμή αυτό μου είναι και πρακτικά εύκολο, γιατί θα πρέπει να με ενδιαφέρει ποιοι και πόσοι θα το καταναλώσουν; Ή, τελοσπάντων, ας το δημοσιοποιήσω εγώ να υπάρχει, αφού το θέλω και το μπορώ, κι όλα τα υπόλοιπα έπονται. Ποιος ξέρει τι θα φέρει ο καιρός; Είναι στη μέση κι η ιστορία που μας μαθαίνει πως οι πρωτοπορίες ταιριάζουν με τους λίγους, τους μοναχικούς καβαλάρηδες. Βέβαια, το γεγονός ότι πλέον δεν ανήκω στους λίγους, το παραβλέπω ως μια αλήθεια που χαλάει την ωραία ιστορία μου...
Τι γίνεται όμως όταν παράγω, ξαναπαράγω, ξαναματαπαράγω και κάποια στιγμή καταλαβαίνω πως δεν πρόκειται ποτέ να απολαύσω την αποδοχή που υπολόγιζα, την οποία εν τέλει είχα ανάγκη, στο εύρος που θεωρώ πρέπον; Μα κάνω ροκ, εναλλακτικό, επαναστατικό, ριζοσπαστικό, σέξι και υπερεπείγον. Ακριβώς όπως οι ήρωες μου, κι οι ήρωες όλων των γνωστών μου. Δίνω συνεντεύξεις στα free press, μαζεύω αστεράκια στις κριτικές, γιατί παίζω σταθερά μεταξύ συγγενών και φίλων –δίσκους έτσι κι αλλιώς δεν πουλάει κανένας;
Πόσες πρόσφατες συνεντεύξεις έχουμε διαβάσει, μέχρι και από αγγλόφωνες μπάντες που κατά τ' άλλα σπέρνουν, της μελαγχολικής ρητορικής «δεν μας καταλαβαίνουν, δεν μας αποδέχονται, δεν μας βοηθάνε, καλύτερα να τα μαζέψουμε και να φύγουμε»; Πόσες; Κατεβαίνει το μάτι τις γραμμές και αναρωτιέσαι αν πρόκειται για αρχειακό υλικό απ' τα 1987. Κι όμως, σήμερα το εξειδικευμένο κοινό είναι πολυπληθέστερο από κάθε άλλη φορά. Ακόμα πιο σημαντικό, το ευρύτερο κοινό διαθέτει σε μεγάλο βαθμό βιωματική εξοικείωση με τις ποπ/ροκ φόρμες. Το κρίσιμο ερώτημα είναι επομένως γιατί όλοι αυτοί δεν πείθονται σε βαθμό που να πλησιάζει την προσφορά, απ' τη στιγμή που και ταλέντο υπάρχει στην αγγλόφωνη ποπ/ροκ σκηνή και ιδρώτας κατατίθεται συστηματικά. Κοινώς, γιατί ο Nick Cave (για παράδειγμα) βουλιάζει το θέατρο του Λυκαβηττού, ενώ μια σχετικά νέα εγχώρια μπάντα το βλέπει στα όνειρά της;
Θα μπορούσαμε να ξεμπερδέψουμε λέγοντας ότι η εγχώρια αγγλόφωνη σκηνή πέφτει θύμα του ίδιου του μύθου απ' τον οποίο τροφοδοτείται, ωστόσο το ζήτημα έχει ψωμί, κι άλλωστε υπάρχει κι η επόμενη Δευτέρα για το Vol. 2...
Υ.Γ.: Πολύ φοβάμαι πως τα παραπάνω θα γίνουν αφορμή για ανώνυμα σχόλια-αερίσματα περί χιπστερισμού, αμνοεριφίων και λοιπών τζάμπα καμποσισμών. Ή και το αντίθετο. Ζητώ συγγνώμη προκαταβολικά.