Διονύσης Κοτταρίδης

Υπό μία έννοια, είχαμε μείνει στη μνήμη. Μεγάλο πράμα η μνήμη ως γνωστόν. Συσσωρευμένη γνώση η μνήμη, στέρεο έδαφος να πατήσεις, να προσανατολιστείς να πας παρακάτω. Μα και κουφάλα διαστάσεων η μνήμη, παραμορφωτικός φακός, δόλωμα αδράνειας, αναχωρητική κάψουλα. Φανταστείτε τώρα ένα αχανές αρχείο συλλογικής μνήμης άμεσα προσβάσιμο απ' τον καθένα. Δεν είναι δύσκολο, το ζείτε –τα είπαμε και στα προηγούμενα Ακροαστικά άλλωστε. Ένα αρχείο με δικιά του βούληση, το οποίο τρυπώνει στο κεφάλι σου ανά πάσα ώρα και στιγμή. Εσύ το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να ξυπνήσεις...

Akroastika_feb1

Νέας χιλιετίας το ακρόαμα λοιπόν. Τι άκουσε το νεαρό πόπολο τα τελευταία 11 χρόνια σε επίπεδο φρέσκων κουλουριών; Τρία πράματα σε τυχαία σειρά, κι ας παραμονεύει η απλούστευση όσο θέλει: neo soul, post punk και R’n’B, όλα τους να ορίζονται με το βάρος στο πρόθεμα «μετά». Περιέργως, το R’n’B γλίτωσε τη μετά-ταμπέλα, αν και είναι το μόνο εκ των τριών που την αντιπροσωπεύει επί της ουσίας. Τουτέστιν, ναι μεν ανάγεται ξεκάθαρα σε μια μουσική παράδοση, ωστόσο καταφέρνει να τη φέρει στα μέτρα των καιρών, όχι μόνο στα πλαίσια της τεχνολογίας του ήχου αλλά και σ’ εκείνα του περιεχομένου και της σημειολογίας –βάζεις τον Ray Charles πλάι στη Beyonce και τα σχόλια γίνονται αυτομάτως περιττά. Neo soul και post punk (neo post punk για την ακρίβεια) από την άλλη αποτελούν δυο αμιγώς νοσταλγικά φαινόμενα, τα οποία έκαναν θραύση σε στρατιές νέων που αγάπησαν τη soul και τον κόσμο του punk ως χρυσές μνήμες εποχών που δεν έζησαν ποτέ. Εδώ στην αντιπαραβολή σταματάει ο χρόνος, εάν εξαιρέσεις την πρόοδο της ηχητικής τεχνολογίας: βάζεις τη μακαρίτισσα την Amy πλάι στην ιξ soul ντίβα ή τους Editors δίπλα στους Joy Division και το παρελθόν σχεδόν ισούται με το παρόν. Το mainstream ως κυρίαρχη τάση, βέβαια, παίζει το χαρτί της οικειότητας (με ό,τι αυτή συνεπάγεται) από καταβολής pop κουλτούρας. Δεν είναι «κακό» από μόνο του κάτι τέτοιο, παρεκτός και το οικείο χρησιμοποιείται ως εργαλείο συναισθηματικού εκβιασμού. Εκεί η συζήτηση παίρνει άλλο δρόμο... 

Και οι «πρωτοπορίες»; Τι έχουν να επιδείξουν οι δημιουργικές μειοψηφίες της Δύσης στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα ως νέα πρόταση; Αυτές που στο κάτω-κάτω και σύμφωνα με τους θρύλους φέρουν στο κοινωνικό τους κύτταρό τις ορμές της εξέλιξης; Επί της ουσίας ΤΙΠΟΤΑ. Ξεμπερδεύω εύκολα με το dubstep, καθώς πρόκειται για ξεκάθαρη συνέχεια της βρετανικής μπασοκουλτούρας. Βάζεις να γυρίζει το πρώτο των Portishead, βάζεις στο καπάκι και το δεύτερο του Burial κι αν έχεις πρόχειρη εχθρική εξωγήινη μορφή ζωής εξοπλισμένη με ακουστικά όργανα της θέτεις το ερώτημα: με πόσα χρόνια διαφορά κυκλοφόρησαν αυτά τα δύο; Αν σου πει 13, πάω πειραματόζωο στο αστροσκάφος της...  Πιάνω και την «Αγία Γραφή» της ηχητικής πρωτοπορίας –λέγε με και Wire Magazine. Πόσα χρόνια τώρα, οι γραφιάδες του δεν έχουν να προτάξουν τίποτα το καινούργιο πέρα από γενναίους ανασκαλευτές του ηχητικού παρελθόντος –δεν υπάρχει τίποτα να προτάξουν. Λούζουν τύπους όπως ο Oneohtrix Point Never με κάμποσα εύσχημα επίθετα και σου παραδίδουν ως πρόταση μια σούπερ νοσταλγική ιστορία με ήρωες τους Γερμανούς σινθοπατέρες της δεκαετίας του 1970 και τώρα τελευταία τους ηλεκτροκέφαλους της επόμενης. Αναλογικά ηλεκτρονικά στην ψηφιακή εποχή, ενώ την ίδια στιγμή πέφτει και η σχετική σνομπαρία για ρετρό μπάντες τύπου White Stripes.   

Akroastika_kassetesΑλλά ας μην αναλωνόμαστε ντε και καλά στα άκρα... Ως γνωστόν, ζούμε την εποχή της σύνθεσης. Η Lana Del Rey που επιχειρεί τελευταία στους πρόποδες της μοδός μπλέκει σ' ένα τρίλεπτο τον Timbaland, τη Britney, την indie τραγουδοποιία και την Ελένη Βιτάλη. Ακριβώς με την ίδια λογική της σύνθεσης λειτουργεί κι ένα μπουκέτο νεαρών ή ελαφρώς μεγαλύτερων κυριών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια καταρρίπτουν στεγανά χώρου, πληθυσμών και χρόνου αναζητώντας ένα γλυκά προσβάσιμο μέσο όρο επιρροών απ' το παρελθόν: Adele, Lykke Li, Florence, Anna Calvi, Nicole Atkins, κι η λίστα μεγαλώνει κάθε μέρα. Indie γκρουπάκια με αφρικάνικες αναφορές, πι-σάδες φορτωμένοι με κάθε λογής ξεχασμένο σαμπλ, occult metal μπάντες με χοντρές νευρώσεις απ' τη δεκαετία του 1960, νεο-κλασικοί ηλεκτρονικοί, παλαιο-τραγουδοποιοί ρετρομανείς, metrocore μπουμπούκοι (απ' το metrosexual και το hardcore), οι συνδυασμοί τείνουν στο άπειρο. Κι ακόμα, εξειδικευμένες εταιρείες επανεκδόσεων, μουσικά περιοδικά αφιερωμένα στα περασμένα, συνεχείς επανασυνδέσεις συγκροτημάτων, περιοδείες, sold-out συναυλίες, οι βουτιές στο παρελθόν με το ένα ή με τον άλλο τρόπο είναι το ακροατικό τώρα μας. Η pop κουλτούρα σε όλο της το εύρος προοδευτικά βγήκε στη σύνταξη και πλέον ζει απ' το/με το παρελθόν της...

Για να προλάβω παρανοήσεις, αυτό ΔΕΝ είναι φιλιππικός απογοήτευσης για την κατάντια της σημερινής μουσικής. Τίποτα δεν με εκνευρίζει περισσότερο από τις συνήθεις μίρλες μεγαλύτερων ή και μικρότερων: «πλέον δεν βγαίνουν μπάντες όπως τότε» ή «πόσο τυχεροί που ακούσατε τους τάδε στις μέρες τους». Καλή μουσική βγαίνει και θα βγαίνει στον αιώνα τον άπαντα, τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα. Αφήστε που έχω τα θέματα μου με την ιδέα της εξέλιξης για χάρη της εξέλιξης και μόνο, δίχως αυτή να αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό στη σφαίρα της καθημερινότητας. Επίσης, γνωρίζω πολύ καλά πως στην πενηντάχρονη και βάλε πορεία της pop κουλτούρας υπήρξαν ουκ ολίγες νοσταλγικές αντιδράσεις –με το punk να αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Ποτέ όμως με τέτοια ένταση, τέτοια διασπορά και τέτοιου τύπου προσέγγιση, όσο στα χρόνια που ακολούθησαν το γύρισμα του αιώνα.

Αυτή η περίοδος, η περίοδος που ζούμε, σηματοδοτεί την πλήρη μετάλλαξη του γεγονότος της pop μουσικής από γεγονός εμπειριών σε γεγονός αναφορών –με προεξάρχουσες δυνάμεις αλλαγής την τεχνολογία και την ιδιώτευση. Φαντάζομαι θα συμφωνήσουμε πως οι επιρροές έπαιζαν πάντα σημαντικό ρόλο στη δημιουργική διαδικασία των μουσικών, ακόμα περισσότερο μάλιστα απ' τη στιγμή που ο ήχος μπορούσε να καταγραφεί, αποθηκευθεί και να διατηρηθεί απ' ευθείας ως πληροφορία, όχι ως θύμηση ούτε βέβαια ως κώδικας γραφής σ' ένα χαρτί. Κι είναι πράγματι πάμπολλες οι ιστορίες μουσικών με αχανείς δισκοθήκες και γνώσεις επί των πεπραγμένων της δισκογραφίας, απ' τον Dylan μέχρι τον Thurston Moore. Του λόγου μου (όσο καιρό ασχολούμαι με τη μουσικογραφή κι ακόμα παραπίσω) με θυμάμαι να καταθέτω μετά της σχετικής σπουδής και στόμφου: «αν κάνεις μουσική και δεν ακούς (πολύ) μουσική, τότε χαραμίζεις τον χρόνο σου και τον χρόνο μας». Κι έτσι είναι δηλαδή, με μια πολύ λεπτή μα διόλου ασήμαντη διαφορά: τη σύνδεση του ήχου με το εκάστοτε «εκεί έξω». Ο ζωτικός χώρος της pop μουσικής όχι μόνο όσον αφορά στη στόχευσή της μα και σε υπαρξιακό επίπεδο ήταν πάντα το ενεργητικό ζειν. Και δεν εννοώ μονάχα τη διασκέδαση, την κοινωνική πραγματικότητα ή τις ανθρώπινες σχέσεις: αυτό το ενεργητικό ζειν συμπεριλαμβάνει οτιδήποτε συμβαίνει έξω απ' τα όρια των τοίχων του σπιτιού μας κι αν θέλετε και εντός αυτών –το δημόσιο και το ιδιωτικό, το συλλογικό και το ατομικό πάντα σε διασύνδεση. Πάνω σ' αυτό τον άξονα, είτε υπό τη μορφή δράσης ή ως αντίδραση (λιγότερο ή περισσότερο) λειτούργησε το κόλπο από τα rock 1960s μέχρι και τα ηλεκτρονικά 1990s.

Ωστόσο, αργά αλλά σταθερά και πλέον μαζικά, ο ζωτικός χώρος της pop μουσικής μεταφέρθηκε από εκείνον του ενεργητικού ζειν, σ' εκείνον του ψηφιακού παρατηρείν. Το μείζον στις μέρες μας είναι η πληροφορία, εκ των πραγμάτων αποφανθήκαμε πως η εμπειρία υπερεκτιμήθηκε. Οι επιρροές από δημιουργικό πλαίσιο γίνονται παράσημα περηφάνειας (coolness ελληνιστί), κενοί κώδικες ακροατικής εξειδίκευσης και εργαλεία της αγοράς. Η pop μουσική τώρα λαμβάνει χώρα  και νόημα σε μια ανεξάρτητη ηχητική διάσταση, όπου μορφοποιεί το παρών της αναδιατάσσοντας δημιουργικά και λατρεύοντας αισθητικές πληροφορίες απ’ το παρελθόν. Κι από πληροφορίες ως γνωστόν άλλο τίποτα, όλου του κόσμου οι πληροφορίες στο σαλόνι μας.

Αυτή η περίοδος, η περίοδος στην οποία ζούμε, σηματοδοτεί και την πλήρη μετάλλαξη του γεγονότος της pop μουσικής από γεγονός σχέσης προσώπων σε γεγονός μη-σχέσης ατόμων. Αυτά όμως θα τα βάλουμε κάτω στον επόμενο γύρο...

*  Ο όρος pop συμπεριλαμβάνει όλα τα είδη της Δυτικής μουσικής, πλην της λόγιας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured