Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσες πληροφορίες μπορούμε πλέον να αποθηκεύσουμε συλλογικά ως ανθρωπότητα; Αντιγράφω απ’ το ηλεκτρονικό Βήμα, το οποίο με τη σειρά του αντιγράφει απ’ το περιοδικό Science:
«Οι επιστήμονες προχώρησαν σε έναν υπολογισμό της συνολικής τεχνολογικής ικανότητας του κόσμου, δηλαδή πόσες πληροφορίες είναι σε θέση να αποθηκεύσει και να επεξεργαστεί η ανθρωπότητα. Συνολικά, εκτιμάται ότι, αν ληφθούν υπόψη τόσο οι ψηφιακές όσο και οι αναλογικές συσκευές (όσες έχουν απομείνει), ο πλανήτης μας μπορεί να έχει σήμερα στη διάθεσή του γύρω στα 600 exabytes πληροφοριών, δηλαδή 600 δισεκατομμύρια gigabytes.
Η παγκόσμια αποθηκευτική ικανότητα διπλασιάζεται κάθε τρία χρόνια περίπου. Το 2007 (τελευταία χρονιά που μελέτησαν οι ερευνητές) υπήρχαν τουλάχιστον 295 exabytes πληροφοριών ή 295 δισεκατομμύρια gigabytes (σε bytes, ο αριθμός 295 ακολουθούμενος από 20 μηδενικά), μια ποσότητα που ισοδυναμούσε με 61 CD-ROMs ανά κάτοικο του πλανήτη μας. Αν έμπαιναν το ένα πάνω στο άλλο, αυτά τα περίπου 404 δισεκατομμύρια CD-ROMs θα κάλυπταν την απόσταση Γης- Σελήνης και θα έφταναν πολύ πέρα από το φεγγάρι. Αν, πάλι, οι πληροφορίες αυτές βρίσκονταν σε βιβλία, θα κάλυπταν όλες τις ΗΠΑ ή την Κίνα με 13 στοίβες βιβλίων, την μια πάνω στην άλλη.
Ο αριθμός των 295 exabytes εκτιμάται ότι είναι 315 μεγαλύτερος από όλους τους κόκκους άμμου στις παραλίες της Γης, αλλά παρόλα αυτά είναι μόλις το 0,33% των πληροφοριών που είναι αποθηκευμένες στα μόρια του DNA ενός ανθρώπου. Εκτιμάται όμως, ότι μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, η αποθηκευτική και επεξεργαστική ισχύς της ανθρωπότητας θα «ισοφαρίσει» αυτήν του ανθρώπινου γενετικού κώδικα (DNA)».
Μια απ’ τις παλαιότερες ονειρώξεις (ονείρωξη, διότι ενέχει τον ηδονισμό) της Δύσης είναι εδώ και καιρό χειροπιαστή, έστω και δια μιας αφής ψηφιακής. Η ιστορία του (Δυτικού) ανθρώπου καταγεγραμμένη σε ένα αβυσσαλέο αρχείο γραφής, ήχου και εικόνας. Μάλιστα, σ’ ένα αρχείο όχι κλεισμένο σε κανένα σκοτεινό υπόγειο και διπλοκλειδωμένο, ούτε αποκλειστικό προνόμιο μιας πεφωτισμένης ομάδας εκλεκτών: αντιθέτως, λίγο-πολύ προσβάσιμο για τον καθένα μας όπου και όποτε το επιθυμήσει. Αποθήκευσης και προσβασιμότητητας το προσκύνημα, διότι υπάρχουν οι αρχαιο-λάγνοι, υπάρχουν και οι αρχειο-λάγνοι…
Γενικολογώ όμως κι εδώ βρισκόμαστε για τη μουσική ή/και με μέσο τη μουσική. Ως γνωστόν, για να αποθηκεύσεις, χρειάζεται πρώτα να καταγράψεις και η καταγραφή της μουσικής σε επίπεδο ήχου μετράει χονδρικά έναν και μισό αιώνα ζωής –όσο και ο φωνόγραφος δηλαδή. Εκατόν πενήντα χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων η ίδια ηχογράφηση ανάχθηκε σε επιστήμη, ενώ τα ίδια τα μέσα της από νούμερο ένα φυσικοί σύμμαχοι της αγοράς μεταλλάχθηκαν σε άυλους βομβιστές της (λέγε με και MP3). Τι σηματοδοτεί όμως το MP3 και η ηθική που το συνοδεύει, στη γραμμή σκέψης αποθήκευση και προσβασιμότητα; Μα προφανώς την πραγματοποίηση της ονείρωξης του «αγνώστου μουσικόφιλου»: άμεση (και δωρεάν) πρόσβαση σχεδόν σε κάθε ηχογραφημένο έργο στην ιστορία της μουσικής. Η μητέρα των δισκοθηκών στην άκρη των δάχτυλων μας…
Το Napster πρώτο κύμα, οι peer-to-peer υποδομές δεύτερο, τα torrents τρίτο ενώ τα τελευταία χρόνια η ισχύς εν τη ενώσει μεταξύ μπλόγκερς και file hosting υπηρεσιών. Με εξαίρεση κάποιες (λίγες) νέες κυκλοφορίες, τα πάντα βρίσκονται εκεί έξω: ποπ αστέρες, αθάνατα σουξέ, εναλλακτικοί γκουρούδες, ημι-σπάνια γκρουβς... Αρκεί να το σκεφτείς και θα το ακούσεις, σκέψη και ακρόαση σχεδόν συμπίπτουν χρονικά. Μάλιστα, τα δεκάδες εξειδικευμένα ηχομπλόγκς έχουν επιδοθεί σ’ έναν υπέρ πάντων αγώνα (σε βαθμό νεύρωσης) να φωτίσουν και την πιο αραχνιασμένη γωνιά της ηχητικής μας ιστορίας, είτε μιλάμε για όλο το φάσμα της ποπ κουλτούρας, είτε για κάθε τύπου μουσική έκφραση ανά τον πλανήτη. Μια ματιά στο περίφημο Mutand Sounds, για παράδειγμα, μπορεί να επιφυλάσσει από κασέτες του γιαπωνέζικου underground απ’ τη δεκαετία του ογδόντα μέχρι σαραντάχρονα σάουντρακ καναδέζικου «συμφωνικού funk». Αφοσιωμένη ερευνητική ομάδα, κοπιαστική έρευνα, προσοχή στην παρουσίαση των εκθεμάτων, συνεχής εμπλουτισμός της συλλογής, ιδού τα σύγχρονα μουσεία –παρέα με ό,τι κουβαλάει η έννοια. Με τη διαφορά πως αντί να βλέπεις ακούς, συν τη δυνατότητα να πάρεις το έκθεμα σπίτι για έξτρα εμβάθυνση.
Κι ύστερα είναι κι ο «Σωλήνας», το γιουτιούμπ, μια κατηγορία μόνος του. Εκείνο που κίνησε ως πλατφόρμα δημοσίευσης βίντεο, απέκτησε στην πορεία δικιά του βούληση για να μεταλλαχθεί στην πιο χαοτική και ογκώδη βάση δεδομένων μουσικής στον αιώνα τον άπαντα. Δεν πάει καιρός που βρίσκομαι όχι σε πάρτι, μα σε χαλαρή μάζωξη με αφορμή εορτασμό γενεθλίων. Ο χώρος δεν διαθέτει CD ούτε για δείγμα, δεν διαθέτει καν ένα πτωχό σκληρό με χύμα πεταμένα εκατό-διακόσια τραγουδάκια ριπαρισμένα στη χείριστη ταχύτητα. Διαθέτει όμως μίνι λάπτοπ και ασύρματη σύνδεση. Δυο γύρες ποτά και κάμποσες κουβέντες αργότερα, η βραδιά παίρνει τη μορφή ρετρό ποτ πουρί του «Σωλήνα», με τους συναισθηματισμούς του καθενός μας σε διάταξη: Αλέξια, Βασίλη-ζούμε-για-να-σ’ ακούμε, Vanilla Ice, Ντισκοτέκ (αυτό λέγεται νοσταλγία πάνω στη νοσταλγία), Γιώργος Τσίγκος/Τετραγωνισμένα Φύλλα (άλλο προσκύνημα ετούτο).
Αυτός ο ρημάδης ο «Σωλήνας»... Πέραν απ' το ότι πλέον μπορείς να ριπάρεις οτιδήποτε απ' ευθείας απ' το σώμα του. Εκτός απ' το ότι όλο και περισσότερο ευτελίζει τη δισκοθήκη σου σε στείρο αντικείμενο οπτικής ευχαρίστησης (έχω σταματήσει να αναζητώ τραγούδια στο μπλεγμένα μου ράφια, μέχρι και στους σκληρούς μου δίσκους έχω πάψει να ψάχνω). Ο Σωλήνας πειράζει την αντίληψή σου για τον χρόνο και δεν εννοώ πως μπορείς να χαραμίσεις ώρες χαζεύοντας μουσικές στις σελίδες του. Μπορεί κάποιος να πει ότι σου ανοίγει μια πύλη προς οπουδήποτε στο παρελθόν και μετά μια άλλη κι έπειτα μια ακόμη... Λάθος, στον Σωλήνα το παρελθόν και το παρόν δεν είναι δυο ξεχωριστές έννοιες, αντιθέτως είναι ταυτόσημες. Όλη η ηχητική πληροφορία της ιστορίας έρχεται και παστώνεται στο τώρα, ή μάλλον το μουσικό τώρα είναι ταυτόχρονα και τα ρεμπέτικα του 1930, είναι και οι μπαρόκ συνθέτες, είναι και το rock n' roll, είναι το no wave και το hardcore, είναι και το “Κυπελλάκι” της Τερέζας. Όλα τους σε επίπεδο πληροφορίας και μόνο.
Κι εκτός όλων αυτών των περίεργων συμπλοκών μεταξύ ψηφιακού και πραγματικού, «τυχαίνει» να είμαστε και τύποι νοσταλγικοί –γενικώς, μα και μουσικώς. Κι είναι εκείνη η νοσταλγία των εφηβικών ακουσμάτων που δεν την αποφεύγεις ούτε με πιστόλια. Κοροϊδεύαμε κάποτε τους καραφλομαλλιάδες –τους κοροϊδεύουμε ακόμα δηλαδή– για τους Deep Purple και για τους Scorpions και τώρα ποστάρουμε αβέρτα Nirnana και Prodigy και αναπολούμε τα «άσπιλα» χρόνια των rave πάρτι. Θεμιτό και αναμενόμενο μέχρι ένα σημείο. Γίνεται, όμως, να νοσταλγούμε κάτι που δεν έχουμε ζήσει καν; Βεβαίως, η «νοσταλγία της χρυσής εποχής» μας έχει χτυπήσει όλους μας, αν και όλο και εντονότερα τη συναντάμε σε άτομα από τριάντα και κάτω. Η «χρυσή εποχή του hip hop», τα «ριζοσπαστικά sixties», το «μέγα δεύτερο κύμα του black metal», η «χρυσή εποχή του ελληνικού τραγουδιού της δεκαετίας του εβδομήντα»... Όχι μόνο τα έχουμε βάλει όλα αυτά σε ειδικά βάθρα του μυαλού μας, μα έχουμε και τη δυνατότητα να τα «ξαναζούμε» κατ' επανάληψη, τροφοδοτώντας αέναα τη νοσταλγία μας. Μόνοι μας, μπροστά απ' το πι σι, σ' έναν φαύλο κύκλος ανάγκης για οικειότητα και δυνατότητας εκπλήρωσης της ανάγκης αυτής.
Φαντάζομαι θα συμφωνήσουμε για τις ευεργετικές ιδιότητες της γνώσης του παρελθόντος. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτό παίζει όλο και πιο ενεργό ρόλο στο παρόν μας, όταν μας ορίζει, μας άγει και μας φέρει; Μπορούμε να διαχειριστούμε όλο αυτό το βάρος της αποθηκευτικής δύναμης, δίχως να τη συνοδεύσουμε με ανάλογη ισχύ δημιουργικής επεξεργασίας; Και τι σημαίνουν όλα αυτά για τη μουσική του σήμερα; Μήπως το γεγονός της μουσικής έχει μεταλλαχθεί σε πεδίο δόξης αρχειοθετών, ιδιωτών και νοσταλγών; Στο επόμενο επεισόδιο...