«Την 21η του Νοέμβρη, τα iPods θα μείνουν σπίτι, οι διευθυντές ορχήστρας δεν θ’ ανέβουν στο πόντιουμ, το καπάκι του πιάνου δεν θα σηκωθεί, τα δισκάδικα θα παραμείνουν κλειστά, τα decks δεν θα στριφογυρίσουν, ούτε οι γαλατάδες θα σφυρίξουν…»
Αυτά, μεταξύ άλλων παρόμοιων, περιέχονται στο ιδιότυπο «μανιφέστο» της No Music Day, το οποίο στέκεται καρφιτσωμένο στον ομώνυμο ψηφιακό προορισμό. Ο υπέρτιτλος μας πληροφορεί πως υπάρχει πλάνο και μάλιστα πενταετές –οι ποδοσφαιρόφιλοι είναι ελεύθεροι να κάνουν συνειρμούς– με καταληκτική ημερομηνία την εν λόγω ημέρα της χρονιάς που ακολουθεί, ενώ εκατοντάδες επισκέπτες σηκώνουν τα προσωπικά τους σχόλια για το πόσο αναγκαίο, ενδιαφέρον ή ηλίθιο τους ακούγεται το εγχείρημα.
Ο «οραματιστής» πίσω απ’ την ιδέα δεν είναι άλλος απ’ τον Bill Drummond, το ένα εκ των δύο KLF μισών, οι οποίοι, αφού πότισαν για χρόνια τα μυαλά του κόσμου με τα house οξέα τους (αποκορύφωμα η σημαδούρα του White Room), αποσύρθηκαν λίγο αργότερα, ανακοινώνοντας πως θα ξαναηχογραφούσαν τη μέρα που θα επικρατούσε παγκόσμια ειρήνη. Ω του θαύματος, ήρθε η στιγμή που ξαναμπήκαν στο στούντιο! Εν τω μεταξύ όμως, οι αθεόφοβοι είχαν προλάβει να διαγράψουν ολόκληρο το back catalogue της μπάντας και να φουντώσουν δημόσια μια πανάκριβη φωτιά, ταΐζοντας τη φλόγα της με το τελευταίο εκατομμύριο λίρες απ’ τα κέρδη τους... Σε κάποιο σκωτσέζικο νησί, με κάμερες, δημοσιογράφους και μ’ όλα τα κομφόρ. Διαφημιστικό τρικ, φωνάζουν –δικαιολογημένα– ακόμα κάποιοι. Πάντως, δεν αποτελεί και κανένα μυστικό πως οι κύριοι Drummond και Cauty υπήρξαν υπεύθυνοι για κάμποσες απ’ τις πιο παλαβές σελίδες της ροκ μυθολογίας.
Ο Drummond, λοιπόν, εν μέσω avant garde αναζητήσεων, ασκήσεων με αντικείμενο τη μοντέρνα τέχνη, εκδοτικών προσπαθειών, «πεφωτισμένης» μεταφυσικής και λοιπών στοχαστικών ενασχολήσεων, αποφάσισε –ολομόναχος– να κηρύξει την εικοστή πρώτη μέρα του Νοέμβρη (2005 το σωτήριο) ως την επίσημη No Music Day, με προοπτική να καθιερωθεί ο εορτασμός, τουλάχιστον για τα πέντε επόμενα χρόνια. Τελευταία κυκλοφόρησαν φήμες πως η κίνησή του αποτέλεσε την πληρωμένη απάντηση στον ηχητικό πανζουρλισμό –σε βαθμό εκνευρισμού– της ετήσιας Γιορτής της Μουσικής (Music Day), κρίνονται, όμως, από απλά ανακριβείς έως κακεντρεχείς.
Η επιλογή της ημερομηνίας δεν ήταν τυχαία, μιας και ακριβώς την επόμενη μέρα γιορτάζει η αγία Cecilia, προστάτιδα της μουσικής. Το γιατί, εξηγεί ο Drummond με εκτενές άρθρο του στη Guardian –εμπορευματοποίηση, υπερπροσφορά κτλ.– ενώ, να τι δηλώνει στους Times της Νέας Υόρκης: «Με θυμάμαι να μπαίνω στα δισκοπωλεία και να σκέφτομαι, είναι τόσα πολλά για να τα βγάλω πέρα. Έτσι, άρχισα να αναρωτιέμαι πως θα ήταν χωρίς μουσική για έναν χρόνο, έναν μήνα ή μια βδομάδα. Επειδή βέβαια αυτό δεν ήταν και πολύ εφαρμόσιμο, βολεύτηκα με μία μέρα και κάπως έτσι ξεκίνησε. Μια εντελώς προσωπική υπόθεση που ποτέ δεν θέλησα να τη μετατρέψω σε σταυροφορία, αν και δημοσιοποιήθηκε». Το παρελθόν του δεν μοιάζει και ο καλύτερος συνήγορος, αλλά τέλος πάντων... Αυτό πάντως που ξεκίνησε ως αποκλειστικά προσωπική του υπόθεση, κατέληξε να βρει εκατοντάδες υποστηρικτές, καθείς για τους λόγους του, τους οποίους πλέον δένει κοινή δέσμευση περί μη ενασχόλησης με τη μουσική –ενεργητικά ή παθητικά– τη συγκεκριμένη μέρα του χρόνου. Να φανταστείτε πέρυσι, ολόκληρο BBC Radio Scotland πήρε όρκο μουσικής σιωπής για να τιμήσει τη No Music Day, ενώ για φέτος οι μίνι αφίσες έχουν φτάσει μέχρι τους τοίχους του Σάο Πάολο.
O περί ου ο λόγος ελεύθερος «τρόφιμος» δεν ανακαλύπτει τον τροχό, αλλά ανακινεί, έστω με αυτόν τον λίγο γραφικό τρόπο, ένα θέμα που απασχολεί πολλούς –όχι, πάντως, αρκετούς αν θέλετε τη γνώμη μου. Με προφανή τον κίνδυνο να ακουστώ σαν ξεκούτης πιουρίστας από άλλες εποχές, με ενοχλεί όλο και περισσότερο το γεγονός της μουσικής, πρώτα απ’ όλα ξεκομμένο απ’ την προσωπική επιλογή. Η μουσική, μέσο οικονομικής προπαγάνδας, θανατερά δημοκράτισσας. Η μουσική, συνοδευτικός χυλός με το ζόρι –υπάρχει όνομα αλλά ας μην τους διαφημίζουμε κιόλας. Η μουσική, ετσιθέλικη καγκουρομαγκιά, καβάλα σε γυαλιστερές ζάντες. Παίζουν με το μυαλό μου, όποτε θέλουν, όπου θέλουν και όπως θέλουν και ο μόνος τρόπος για να τους πετάξω έξω είναι να τη δω Henry David Thoreau, χτίζοντας την καλύβα μου πλάι σε κάποια απομακρυσμένη λίμνη της ελληνικής επικράτειας. Αλλιώς, θα πρέπει να περιμένω τη στιγμή που κάποιος ημίτρελος, σκαρφαλωμένος σ’ έναν ουρανοξύστη, θα απολαύσει τα πιο εκτυφλωτικά πυροτεχνήματα όλων των εποχών, υπό τον ήχο της telecaster του Frank Black.
Μέχρι τότε εναποθέτω τις ελπίδες μου στην επιλογή –το συνειδητή είναι πλεονασμός. Αλλά κι αυτή όλο με απογοητεύει. Η μουσική, πουτάνα πολυτελείας. Η μουσική, ψαγμένη απενοχοποίηση για πάσα νόσο. Η μουσική, επίφαση διαφορετικότητας. Η μουσική, καθρεφτάκι ματαιοδοξίας και lifestyle αξεσουάρ. Η μουσική, γήπεδο «αρσενικών» συγκρίσεων με πιο πρόσφατη μονάδα μέτρησης το GB. Η μουσική, καμουφλαρισμένη καταναλωτική μανία χωρίς καν αντίτιμο να τηρεί τα προσχήματα. Η μουσική, αμάσητο βουνό τροφής εντός της αδηφάγας καταβόθρας μας. Η μουσική, μηχανικό soundtrack της ζωής μας. Ψέματα;
*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Sonik, πριν κάτι χρόνια. Το πενταετές πλάνο σώθηκε. Τα ζητήματα παραμένουν...