Μια κριτική για την τελευταία κατάθεση του Omar Souleyman κίνησα να γράψω και μ' έβγαλε πάλι ο δρόμος στα εγχώρια (μουσικά) συμπλέγματα.
Τι δουλειά έχει Σύριος διασκεδαστής περιωπής στα ευρω-αμερικάνικα φεστιβάλια; Προς τι αφήνει τους γάμους της μαμάς πατρίδας για τα πουρνάρια των ανά τον κόσμο indie μαζώξεων; Τι του βρήκε η αυτού ξωτικότης Bjork και τον καλεί μετ' επιτάσεως στο στούντιο; Ε; Η όρεξη των Δυτικών για εξωτικά φρούτα είναι γνωστή, ασίγαστη και κρατάει αιώνες. Φοράει, λοιπόν, κι ο Omar την κουφίγια και το ρέι-μπαν –ο μύστακας παίζει να είναι εκ γενετής– και οργώνει τα τέρμιναλ του Πρώτου Κόσμου. Νέες Υόρκες, Λονδίνα, Βαρκελώνες, ουδείς παραπονεμένος. Οι αυτοσχέδιες πίστες της συριακής επαρχίας αντικαθίστανται από γκλαστονμπούρια τέρατα και οι πτωχές μικροφωνικές από state-of-the-art επιτεύγματα της ηχητικής τεχνολογίας. Κι ας μην ανοίξουμε εδώ το ζήτημα της μουσικής εντός του φυσικού της χώρου και πώς αυτός δύναται να την ολοκληρώσει σαν εμπειρία...
Λοιπόν, έμπροσθεν της σκηνής του ιξ φεστιβάλ (μεσημεριανές ώρες συνήθως) ίντι παίδες και παιδούλες σωματοποιούν ατσούμπαλα το ντάμπκε του Souleyman, ενώ κάποιοι άλλοι –πιο ντροπαλοί ή ευχάριστα αμήχανοι– τη βρίσκουν για τρία τέταρτα παρακολουθώντας το ανατολίτικο οπωροκηπευτικό. Εικασία περί υποσυνείδητης διεργασίας: «πω-πω ρε φίλε τι γαμιστερά ανοιχτόμυαλοι που είμαστε, πριν τα σπάσουμε με Pains Of Being Pure At Heart, διανοιγόμαστε και προς συριακό techno μεριά». Εντός του πολύχρωμου πλήθους και ο Έλλην συναυλιακός τουρίστας κι ας μην ανοίξουμε ούτε το ζήτημα του ιντιτουρισμού. Να σκέφτεται, ρε πούστη μου τόσο δρόμο κάναμε να 'ρθούμε στας Ευρώπας με τις αληθινές τις μουσικές και πάλι σε φάση ελληνικό πανηγύρι πέσαμε... Και λίγο πιο μετά, προβληματισμένος, ρε μπας και είναι καλός ο μουστακαλής; Τι χύμα δύναμη είναι ετούτη που βοά κάτω απ' το καρακιτσαριό; Μήπως οι ξένοι ξέρουν κάτι παραπάνω;
{youtube width="480" height="300"}hJMJQ-Dk-xM{/youtube}
Και παίζεις εσύ έναν Σαφέτη στο αμάξι, με τον Μάκη τον Τσίκο στο κλαρίνο ή κάτι της ευρύτερης συνομοταξίας (δεν έχει σημασία), κι αμέσως έτοιμοι να στην πέσουνε για τα σκουπίδια που περιφέρεις στην πόλη. Κυνηγάς κανά καλοκαιρινό πανηγύρι στην επαρχία –όχι μόνο για την πλάκα– και βρίσκονται κάποιοι να σε κοιτάξουν αφ' υψηλού.
{youtube width="480" height="300"}XYCR7Lc_Q1g{/youtube}
Γιατί η τόσο διαφορετική προσέγγιση σε μουσικές που, εν τέλει, είναι συγγενικές αισθητικά; Μια κριτική του Souleyman στις σελίδες του Avopolis δεν θα προκαλούσε την παραμικρή έκπληξη. Μία του Σαφέτη θα σήκωνε από μειδιάματα μέχρι σχόλια αγανάκτησης πάνω στο γνωστό τρίπτυχο έλεος-ντροπή-ασχετοσύνη. Δηλαδή το κιτς το σίνθι είναι κιτς μόνο όταν τα δάχτυλα του παίχτη είναι εγχώρια;
Αφήνω εδώ τα πανηγύρια, δεν αφήνω τη γραμμή σκέψης. Ακόμα και οι πιο χαρντκορ φύλακες της «ποιότητας», πού και πού τη βρίσκουν με προϊόντα της Δυτικής μουσικής βιομηχανίας. Η Madonna η ίδια κάποτε ήταν ένα κατάπτυστο τσόλι της αγοράς: σήμερα, μέχρι και οι πιο σκληροί θα παραδεχθούν πως ένα-δυο ωραία τραγουδάκια τα έχει πει κι αυτή –αν και δεν συμφωνώ ούτε με το υποκοριστικό, ούτε με τους αριθμούς. Κάτι ανάλογο συμβαίνει προοδευτικά και με τις R’n’B κυρίες των καιρών μας. Εκεί, κατά πώς φαίνεται, υπάρχει όλο και περισσότερος χώρος για αισθητικές μανούβρες.
Μην κάτσει και γυρίσει όμως το θέμα στην εντός των τειχών παραγωγή, γιατί τότε πέφτουνε αμπάρες και διπλοκλειδωνιές. Τότε είναι συλλήβδην τα πάντα σκουπίδια και φτηνά παράγωγα του μάρκετινγκ. Πόσο διαφέρει δηλαδή ο Μαζώ απ' τη Beyonce σ’ αυτό που κάνουν, τηρουμένων των αναλογιών της κουλτούρας που αντιπροσωπεύει ο καθένας; Στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, λειτουργούν ως μέρη μιας μουσικής παράδοσης η οποία ανάγεται στη διασκέδαση και την προσαρμόζουν στα δεδομένα της εποχής τους. Κι όμως, ενώ με το R’n’B είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε μια κάποια ειρήνη, με το νταχτιρντί αποδεικνυόμαστε δυσκοίλιοι.
Με την ίδια ακριβώς λογική, ελληνικοί στίχοι κρίνονται ως παιδιάστικοι ενώ επί της ουσίας τα αγγλόφωνα ανάλογά τους δεν έχουν την παραμικρή διαφορά. Και με την ίδια λογική σνομπάρονται μπάντες τύπου Onirama, ενώ ταυτόχρονα αποθεώνονται ίντι γκρουπάκια του συρμού. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: μας αρέσει ή δεν μας αρέσει αυτό που ακούμε γι' αυτό που είναι; Ή μήπως τελικά αποφασίζουμε με βάση κάποια σκληρά στερεότυπα περί αισθητικής, τα οποία μεταξύ άλλων καθορίζονται και απ' τα εθνικά μας συμπλέγματα;