Διονύσης Κοτταρίδης

Ακολουθεί μέρος κριτικής που είχα σκαρώσει πέρυσι για το Roto Vildblomma των Mohammad (σύμπραξη των Coti K., Ilios και Νίκου Βελιώτη):

«…Περνάω αέρα μέσα απ' τα πρώτα ντρόουνς και τις προθερμαντικές, μετα-βιομηχανικές δοξαριές, στροοοοπ ροστρόπ-στροοοοπ, για να φτάσω καρφωτός στα εδάφη τα κινούμενα, εκεί που ψάχνεις εναγωνίως να βρεις πάτημα και βουτάς στα κενά και τις κενότητες (διαλέγεις και παίρνεις αγαπητέ αναγνώστα). Και δώσ' του παίρνουν να βουίζουν ατελείωτα, τσέλα, κόντρα μπάσα, ψηφιακά συμπράγκαλα, γεννήτριες, πι σια κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, σε συχνότητες ίσα ακροάσιμες στο ανθρώπινο αυτί. Κι οι εντάσεις σερνάμενες στα βάθη τα απροσμέτρητα, να μη λένε να αναθαρρήσουν με την καμία. Κι όμως τούτο το ατέλειωτο νέφος, σχεδόν στα όρια της ύπαρξης, κουβαλάει μια εντροπία αναβράζουσα και με ρίχνει σταδιακά σε φάση πολλών σφυγμών, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Σαν αμφεταμινούχα ambience στον αντίποδα εκείνων των μυοχαλαρωτικών ηχητικών σκευασμάτων…»

Το κείμενο, πέραν του ίδιου του περιεχομένου του άλμπουμ και μέσω ενός εμφανούς ζητήματος μουσικογραφιάδικης αυτοαναφορικότητας, αγγίζει την εμπειρία της ακρόασης κατά τη διάρκεια αυτής της περίεργης κατάστασης μεταξύ ύπνου και ξύπνιου –λίγο πριν αποκοιμηθείς πλήρως ή και αντιστρόφως μόλις μισοξυπνάς. Όσοι έχουν τη συνήθεια να την πέφτουν για ύπνο με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά καταλαβαίνουν… Για ένα μη προσδιορίσιμο χρονικό διάστημα, μπαίνεις σε μια διαφορετική φάση ακουστικής αντίληψης κατά την οποία ολόκληρα μέρη ηχητικής πληροφορίας χάνονται, άλλα οξύνονται κι άλλα μεταλλάσσονται. Η εμπειρία είναι ψυχεδελική, αληθινή μα και ψεύτικη. Αληθινή γιατί αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου μια διαφορετική όψη της πραγματικότητας, ψεύτικη γιατί μπορεί η πραγματικότητα να αποτελεί κλασικό δείγμα electro-rock οπωροκηπευτικής, κι εσύ να νομίζεις πως οι Grateful Dead τζαμάρουν με τους Orbital κάτω απ’ το φυσικό θόλο του σπηλαίου της Δρογκαράτης.

Προς τι όμως ο πρόλογος; Ομολογουμένως το παραπάνω παράδειγμα γίνεται ακραίο απ’ τη στιγμή που προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης σωματικής κατάστασης. Εάν δε, πέραν του ύπνου, βάλουμε στο κόλπο και τη χημεία, η βαλίτσα πάει πολύ πιο μακριά –ίσως κάποια στιγμή την ακολουθήσουμε. Ωστόσο είναι γεγονός πως ακόμα και πολύ πιο απλές φυσικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ακούμε μουσική μπορούν να μεταλλάξουν την αντίληψή μας για ένα οποιοδήποτε μουσικό δημιούργημα. Η συζήτηση, εκτός από παλιά, είναι και πολυδιάστατη…

Έχω ξαναγράψει πως για αιώνες επί αιώνων η μουσική λειτουργούσε αποκλειστικά ως συνοδευτικό συστατικό των κοινωνικών εκδηλώσεων. Ορίστε, λοιπόν, ένας τρόπος ακρόασης, ο πιο διαδεδομένος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μέχρι και σήμερα, στις γιορτές η μουσική συμπλέκεται με τις μυρωδιές του μεσημεριανού, με τα αγγίγματα της παρέας, με τα πρόσωπα των συμμετεχόντων, με τις φωνές τους. Ανά πάσα στιγμή γίνεται η κόλλα της συνολικής εμπειρίας των αισθήσεων του καθενός και όλων μαζί. Έρχεται στο προσκήνιο, συντονίζει τα κορμιά, ενώνει τις λέξεις, τα συναισθήματα, ύστερα αποσύρεται στο βάθος, διαμορφώνει τον χώρο, θέτει τα αόρατα όρια μιας συλλογικότητας. Ακούς το κλαρίνο του Τάσου Χαλκιά γύρω από ένα υπαίθριο τραπέζι, το ακούς και ολομόναχος στο σαλόνι σου. Είναι ακριβώς το ίδιο κλαρίνο;   

Στην πορεία της ιστορίας, η Δυτική κουλτούρα ανάγει τη μουσική σε ανεξάρτητη αξία και ως τέτοια την προσεγγίζει. Σημειώνω ενδεικτικά ότι εξειδικευμένοι χώροι ακρόασης –συναυλιακές αίθουσες– δεν υφίστανται ούτε καν ως έννοια σε άλλους πολιτισμούς. Η λέξη κλειδί είναι «εξειδίκευση». Ο Theodor W. Adorno (ίσως ο σημαντικότερος μουσικοστοχαστής του προηγούμενου αιώνα, αν και αρκετά υποβαθμισμένος λόγω μαρξιστικής αφετηρίας σκέψης) υποστηρίζει πως αυτό που αποκαλούμε «συγκεντρωμένη ακρόαση» είναι η πιο ολοκληρωμένη, η πιο αληθινή μέθοδος προσέγγισης ενός μουσικού έργου. Γυρίζεις, δηλαδή, τους διακόπτες όλων των υπόλοιπων αισθήσεων σε φάση υπολειτουργίας και ακούς με όλο σου το είναι. Υπάρχεις μέσα απ’ τη μουσική, δημιουργώντας έναν το δυνατόν πιο καθαρό δίαυλο επικοινωνίας με το εκάστοτε έργο. Και πράγματι, αυτός ο τρόπος είναι που θα σε φέρει εγγύτερα στο όραμα του δημιουργού, στην αλήθεια του. Με την προϋπόθεση πως αυτό είναι το ζητούμενο…

Κι εδώ αναλαμβάνουν οι μεταμοντέρνοι, ως μέγιστες κουφάλες που είναι. Γράφει ο Ola Stockfelt σε σχετική δημοσίευση του:
«…οι ίδιοι ακροατές έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το ίδιο είδος μουσικής, ή ακόμα και το ίδιο κομμάτι, με ποικίλους τρόπους και σε διαφορετικές καταστάσεις. Ακούγοντας ένα συμφωνικό έργο ζωντανά ή και στα ακουστικά σου βιώνεις μια ανεξάρτητη, ενδοσκοπική εμπειρία, καθώς λειτουργείς υπό καθεστώς απόλυτης συγκέντρωσης κλείνοντας έξω τον υπόλοιπο κόσμο. Το ίδιο ακριβώς έργο στα ηχεία ενός café μπορεί να σου προσφέρει έναν ευχάριστο διαχωρισμό απ’ τον θόρυβο του δρόμου…».
Όπερ μεθερμηνευόμενον, μπορείς να χρησιμοποιήσεις την ίδια μουσική ανάλογα με τις ανάγκες σου, διότι ο τρόπος που την αντιλαμβάνεσαι μετατρέπεται πάντα σε σχέση με την εκάστοτε κατάσταση σου. Ολίγον αγοραίο; Λες και αγοράζεις κρεμοσάπουνο;

Τι λέτε για το ανάποδο όμως; Κάθε μουσικό έργο τελειώνει τη στιγμή που θα ξεχαστεί κι απ’ τον τελευταίο ακροατή επί Γης. Βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση –in flux που λένε. Ένας μεγάλος αριθμός από τις άπειρες εκδοχές του έχει να κάνει με τους τρόπους που θα το ακούσεις, όχι μονάχα για να ικανοποιήσεις κάποιες καθημερινές σου ανάγκες, αλλά και για να το βιώσεις στην ολότητά του. Με κάθε του λεπτομέρεια, σε χοντρά κομμάτια, μονάχος, με παρέα, κινούμενος, ακίνητος, μισοκοιμισμένος, οι συνδυασμοί είναι ατελείωτοι… Υπό αυτή την έννοια, ο τρόπος ακρόασης είναι μια παθητική μορφή σύνθεσης την οποία μπορεί να ασκήσει ο καθένας με πρώτη ύλη ένα οποιοδήποτε μουσικό κομμάτι (μήνυμα προς μουσικούς: το ξύλο στον Stockfelt, εγώ αναπαράγω και ενίοτε διανθίζω).

Καθείς έχει τα δίκια του, καθείς και τα ζητήματά του. Η αντορνική προσέγγιση τοποθετεί τη μουσική σ' ένα βάθρο, τη διαχωρίζει απ' το γεγονός της ζωής, κι ίσως έτσι της αφαιρεί κάτι απ' τη μαγεία της. Όσο για τους μεταμοντέρνους, αυτοί ενίοτε χάνονται στις λούμπες της ατομικής εμπειρίας τους καθενός, καταργώντας κάθε έννοια κριτικής/ανάλυσης/διαλόγου. Μια ολοκληρωμένη ακροατική εμπειρία ξεκινάει απαρέγκλιτα απ' τη «συγκεντρωμένη ακρόαση», ωστόσο είναι πάντα ανοιχτή σε οποιαδήποτε πιθανότητα, για να μην πω πως την κυνηγάει. Σε κάθε άλλη περίπτωση αυτοακρωτηριάζεται...  

Στο Αυλάκι (Βινύλιο/Ακτίνα/Byte)

1. Mohammad –  Roto Vildblomma (Antifrost, 2010)
2. Grateful DeadLive/Dead (Warner, 1969)
3. Τάσος ΧαλκιάςΤο Κλαρίνο Του Χαλκιά (Lyra, 1967)
4. Eyeless In GazaCaught In Flux (Cherry Red, 1981)

Στη Γραμμή (Χαρτί/Pixel)

1. Theodor W. AdornoΗ Κοινωνιολογία της Μουσικής (Νεφέλη, 1997)
2. Ola StockfeltAdequate Modes of Listening [απ' το Audio Culture: Readings in Modern Music, Christoph Cox/Daniel Warner (Continuum, 2004)]

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured