Radio's jammed up with gospel stations
Lost souls callin' long distance salvation
Hey, mister deejay, woncha hear my last prayer
Hey, ho, rock'n'roll, deliver me from nowhere
“Open All Night”, Bruce Springsteen*
Σχολάει ως συνήθως αργά. Ξεβουλώνει το καρμπιρατέρ, χουφτιάζει γερά το τιμόνι και παίρνει τον δρόμο για το μωρό. Εκείνα τα ρημάδια τα «ευαγγέλια» τυραννάνε και τα ραδιοκύματα, το γνωρίζει, ωστόσο αυτός δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα να καταθέσει τη rock ‘n’ roll μεταφυσική του με χριστιανικούς όρους. Η «ρόδα» ως ο απόλυτος συμβολισμός της ατομικής ελευθερίας στο αχανές αμερικάνικο τοπίο και το rock ‘n’ roll ραδιόφωνο μη απτό μέσο προς μια ακαθόριστη γη της επαγγελίας. Συλλογική μεν, αλλά ταυτόχρονα γη της επαγγελίας προσώπων, όχι απρόσωπων μαζών. Ο περίφημος τόπος του νέου ξεκινήματος. Το τέλος των βασάνων, ο τόπος μηδέν. Η Αμερική η ίδια είναι χτισμένη πάνω σε τούτον τον μύθο.
Λέει ο Paul Tillich στην προτεσταντικού τύπου χριστιανική θεολογία του: «Η κοσμική κουλτούρα κρύβει μια λανθάνουσα Εκκλησία». Ένα βαθύ αίσθημα συλλογικότητας, μια ανάγκη για κοινότητα –όχι αποκλειστικά με όρους χρηστικούς, αλλά και με απολήξεις μεταφυσικές. Πόσο μάλλον η ποπ κουλτούρα... Τίθεται, βέβαια, το ζήτημα της αναγωγής της σε γυαλιστερό καταναλωτικό προϊόν θρησκευτικής λογικής ή ακόμα και σε στρατευμένη, θρησκόληπτη χλαπάτσα –βλέπε U2 και christian rock αντιστοίχως ως τρανταχτά παραδείγματα. Ούτε κατά διάνοια δεν εξισώνω τα αισθητικά ύψη των δυο φαινομένων. Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί τους κοινούς κώδικες που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ σύγχρονου Χριστιανισμού και ελεύθερης αγοράς και το πως αυτοί μπαίνουν σε λειτουργία για να προσεγγίσουν το αμερικάνικο ακροατήριο κι όχι μόνο. Τελικά βιώνουμε, καταναλώνουμε ή μήπως έχουμε φτάσει στο σημείο να μην καταλαβαίνουμε τη διαφορά;
Οι υπόγειες διαδρομές μεταξύ rock ‘n’ roll και Χριστιανισμού μας πάνε πίσω μέχρι τη μήτρα του πρώτου. Ο πιτσιρικάς που ξεδίνει το Σαββατόβραδο στην πίστα, το επόμενο ακριβώς πρωί κάθεται στον ξύλινο πάγκο πλάι στους συγγενείς εξ’ αίματος για να λάβει το μήνυμα της Σωτηρίας. Ο ιερέας σώζει την ψυχή του και το πιάνο του Jerry Lee το σώμα του. Ο Βασιλιάς ο ίδιος βαπτίζεται στην κολυμπήθρα της κινησιολογίας των εκκλησιών του αμερικάνικου Νότου. Εκεί όπου η επίκληση στο ανώτερο Ον δεν βιώνεται με κομποδεμένα χέρια και ψιθύρους, αλλά με όλο το εύρος του σώματος. Αυτό το θρησκευτικό τελετουργικό εκκοσμικεύει ο Elvis με τον τρόπο του, προσαρμόζοντάς το στους κώδικες της εφηβικής διασκέδασης. Παίρνει τον αισθησιασμό που φέρει έτσι κι αλλιώς μια λατρευτική τελετή τέτοιας έντασης, τον απεκδύει από ντροπές και προφάσεις και τον παραδίδει –άγριο και σέξι πλέον– στον λαό των διψασμένων εφήβων. Η βαθιά ριζωμένη χριστιανική ηθική του, αργότερα θα τον κάνει να πληρώσει γι’ αυτή του την «προδοσία»…
Κι ύστερα καταφτάνουν τα Sixties. Το χίπικο κίνημα, προτού πάρει για τα καλά τον κατήφορο του λουλουδάτου lifestyle, προλαβαίνει να εκφράσει μια πρωτοχριστιανικού τύπου συλλογικότητα –έστω με έναν έντονο τόνο παιδικής αφέλειας. Εμφανώς αντικρουόμενη τόσο με χρηστά ήθη του μέσου Αμερικανού πιστού, όσο και με τη δυτικόστροφη κοσμοθεωρία του περί ορθής λειτουργίας της κοινωνίας. Δεν είναι μονάχα το σλόγκαν περί αγάπης, η ρήξη με τους δεσμούς αίματος της οικογένειας, ή ακόμα η άρνηση εργασίας και ιδιοκτησίας. Το κυριότερο, ίσως, είναι η ανάγκη ύπαρξης ως σχέση και με ποιο τρόπο αυτή δύναται να εφαρμοστεί στην πράξη. Σχέση προσώπων εντός ενός ευρύτερου ανθρώπινου συνόλου, με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός να τον διαχωρίζουν και ταυτόχρονα να τον ενώνουν με το όλον. Μπορεί η μεσοαστική αμερικάνικη νεολαία της δεκαετίας του εξήντα να ανακάλυψε τις ανατολικές θρησκείες σ’ αυτή την πρόσκαιρη μεταφυσική πορεία της ενάντια στον υλισμό και στη στυγνή χρηστικότητα της τεχνολογίας, ωστόσο, εν γνώσει της ή μη, έβαλε στο παιχνίδι και τα χριστιανικά της βιώματα.
Μέρος αυτής ακριβώς της νεολαίας, όμορο με εκείνο που πιάστηκε απ’ τα φτερά των new age αγγέλων (ίσως εξ’ αιτίας αυτών των χριστιανικών βιωμάτων), έπαιξε μείζονα ρόλο στο πιο φιλελευθεροποιημένο ευαγγελικό κίνημα της επόμενης δεκαετίας, το οποίο και επανέφερε σταδιακά το ζητούμενο της θρησκευτικότητας στην αμερικάνικη καθημερινότητα, μετά το –ομολογουμένως βαρύ– πλήγμα των 1960s. Μουσικός κήρυκας της αλλαγής (ξανά); Πρωτοπόρος της μεταστροφής (ξανά μανά); Πρότυπο μετανοημένου (πρωτόφαντο ετούτο); Ο κύριος Zimmerman, βεβαίως. Παραλαμβάνει εκ νέου τη συχνά χριστολογική, σοσιαλιστική μπαλάντα του Woodie Guthrie και τούτη τη φορά την προσαρμόζει στους καιρούς της ατομικής σωτηρίας. Ο νεόκοπος, χριστιανός Dylan, προσωποποιεί τον αμερικάνικο Προτεσταντισμό στην πορεία του προς το μέλλον. Εκείνον που πρεσβεύει τη σωτηρία ως αυστηρά ατομική υπόθεση, όχι πλέον στα πλαίσια κάποιας κοινότητας, ούτε βέβαια πάνω στη βάση της σχέσης, της ζωής μέσα απ’ τον άλλο. Εργασία, κατανάλωση, προσκόλληση στην πυρηνική οικογένεια και απομόνωση στο άσυλο της οικίας.
Και κάπως έτσι, σιγά-σιγά, ορθώνονται οι μαντρότοιχοι της περιόδου του ρηγκανισμού και της αμερικάνικης κουλτούρας των προαστίων (της χιλιοτραγουδισμένης suburbia). Της φυγής απ’ την πράξη της ζωής, του σούπερ μάρκετ ως μορφή διασκέδασης, του καμένου κρέατος αγελάδας και της χριστιανικής ηθικολογίας. Νέος χριστιανισμός και ελεύθερη αγορά, σε απόλυτη σύμπνοια, οδηγούν μαθηματικά τον «περιούσιο» πληθυσμό της χώρας σε (προαστιακή) γη της επαγγελίας γεμάτη καθημερινούς, μικρούς θανάτους. Οι υπόλοιποι ας πάνε να ψοφήσουν μια και καλή –άσε που κάμποσοι από δαύτους γονατίζουν στον Αλλάχ τρις την ημέρα. Ενάντια σ’ αυτό ακριβώς το δόγμα εξαπολύει hardcore ανένδοτο το αμερικάνικο punk, με μπροστάρηδες τους Dead Kennedys, αντιδρώντας στην ασήκωτη κοσμική σφραγίδα των οικονομικοθρησκευτικών ιεραρχών. Εδώ η μεταφυσική δεν έχει θέση, τα ζητήματα είναι καυτά και επείγοντα και η γνωστή ιστορία των «λουλουδόκωλων» λειτουργεί ως αντιπαράδειγμα.
Διόλου τυχαίο το γεγονός πως στην από 'δω μεριά του Ατλαντικού τέτοιες διαδρομές σχεδόν δεν υφίστανται. Μονάχα κάποιες σκόρπιες κραυγές του πανκ με αποδέκτες τις διακοσμητικές κούκλες της βρετανικής εκκλησίας, μερικοί μεμονωμένοι μυστικιστές ή το φουλ κλίμακας αντιχριστιανικό μένος κάποιων Κεντροευρωπαίων και Σκανδιναβών ενάντια στους καταστροφείς των τοπικών τους παραδόσεων (goth και ακραίο metal αντίστοιχα). Εξαιρώ τους Crass για τον ειδικοβαρή στίχο «Jesus died for his own sins, not mine». Η Αμερική, βέβαια, κουβαλάει τη θρησκεία των προσκυνητών στον γενετικό της κώδικα μέχρι και σήμερα. Το rock ως προϊόν αυτής της χώρας και ταυτόχρονα ως έκφανση κοσμικότητας (ατομική έκφραση, σεξουαλικότητα, αποθέωση της ατέλειας), απ' τη μια στέκει απέναντι στη χριστιανική ηθική, ενώ απ' την άλλη συμπλέκεται, τροφοδοτείται και συναλλάσσεται με τον Χριστιανισμό, όπως και με κάθε άλλη αμερικάνικη παράδοση –ίσως και περισσότερο λόγω του οξύμωρου. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς...
Στο Αυλάκι (Βινύλιο/Ακτίνα/Byte)
1. Five Blind Boys of Alabama – Marching Up To Zion (Specialty Record, 1970)
Τρυγημένα άνθη απ’ το ευαγγέλιο των «τυφλών παιδιών».
2. Call – Reconciled (Elektra, 1986)
Ο ιδρυτής τους Michael Been ενσάρκωσε τον Απόστολο Ιωάννη στο The Last Temptation Of Christ. I rest my case…
3. King’s X – Gretchen Goes To Nebraska (Megaforce, 1989)
Λεπτομερειακό hard rock το οποίο, άσχετα με τα χριστιανικά του πατήματα, άξιζε ευρύτερης αναγνώρισης.
4. dc Talk – Free At Last (Forefront, 1992)
Εδώ υφίσταται ο όρος christian hardcore punk (Ύψιστε βόηθα), δεν θα υπήρχε christian hip hop;
5. Nuetral Milk Hotel – In The Aeroplane Over The Sea (Domino, 1998)
Η ιστορία της Anne Frank, μίνι λατρευτικές συμφωνίες, ανατολίτικος μυστικισμός και χριστιανικές προσευχές.
6. Nick Cave – The Secret Life Of The Love Song/The Flesh Made Word (Mute, 1999)
Και η Σάρκα έγινε Λόγος: ο Cave στοχάζεται περί μεταφυσικής και τέχνης, ενώ στα ενδιάμεσα υμνεί τον Κύριο.
7. The Thermals – The Body, The Blood, The Machine (Sub Pop, 2006)
Νεαρό ζεύγος αποδημεί απηυδισμένο απ’ την Αμερική φασιστών και ψευδοχριστιανών. Punk rock εναντίον χριστιανικού δογματισμού μέρος X (όπου X τριψήφιος αριθμός).
8. Om – Pilgrimage (Southern Lord, 2007)
Sludge metal προσκύνημα αρχαγγελικής αισθητικής…
9. Sabbath Assembly – Restored To One (The End, 2010)
Και τη Δευτέρα Παρουσία Ιησούς και Σατανάς θα δώσουν τα χέρια και αιώνια ισορροπία θα επέλθει στη Δύναμη!
Στη Γραμμή (Χαρτί/Pixel)
1. The Essential Tillich: An Anthology of the Writings of Paul Tillich του F. Forrester
2. God in the Detail: American Religion in Popular Culture των Eric Michael Mazur/Kate McCarthy
3. Hippies of the Religious Right του Preston Shires
4. Tangled Up in the Bible: Bob Dylan and Scripture του Michael J. Gilmour
5. Traces of the Spirit: The Religious Dimensions of Popular Music του Robin Sylvan
6. Call Me the Seeker: Listening to Religion in Popular Music του Michael J. Gilmour
7. Witnessing Suburbia: Conservatives and Christian Youth Culture της Eileen Luhr
* Το κείμενο βασίζεται σε μια ιδέα του Στυλιανού Τζιρίτα