Πώς λες μια ιστορία που έχει ήδη ειπωθεί άπειρες φορές κι όλοι γνωρίζουν, ακόμη κι αν δεν τους αφορά; Ή πιο σωστά, πώς αποτυπώνεις την πιο γνωστή ιστορία της ανθρωπότητας στο κινηματογραφικό πανί;
Το ερώτημα, στην περίπτωση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου του Pier Paolo Pasolini, πάει μερικά ακόμη, σημαντικά βήματα πιο πέρα: πώς (και γιατί να) θες να πεις την ιστορία του Ιησού, όταν είσαι άθεος, ομοφυλόφιλος και μαρξιστής;
To 1964, πάντως, ο ιταλός σκηνοθέτης το τόλμησε. Αφού βρέθηκε στην Ασίζη και τα Ευαγγέλια έπεσαν στα χέρια του, διάλεξε αυτό του Ματθαίου και χωρίς άλλο σενάριο, κατευθύνθηκε με το κινηματογραφικό του «πλήρωμα» στην μικρή ορεινή πόλη της Μπαζιλικάτα στη Νότια Ιταλία. Εκεί, θα κινηματογραφούσε τον Ιησού με έναν τρόπο που θα καθόριζε όσο κανένας άλλος, την εικόνα του στην έβδομη τέχνη.
Ο Pasolini στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, δίνει την αίσθηση πως, γυρνάει το βιβλικό δράμα μέσα από τη ματιά ενός πιστού. Και το κάνει, σε ένα βαθμό. Πρέπει να κοιτάξει κανείς στα σημεία για να δει πως ο ιταλός σκηνοθέτης, φτιάχνει μια αναχρονιστική και, αν θέλετε, ακόμη και λεπτά αιρετική ταινία για τον Ιησού. Έχοντας κάνει τα πρώτα του βήματα στον απόηχο του ιταλικού νεορεαλισμού, ξέρει ακριβώς ποιον καμβά φυσικότητας να χρησιμοποιήσει, προσθέτοντας τις δικές του, άναρχες πινελιές.
Ακριβώς επειδή το υλικό της ιστορίας που επιλέγει να πει είναι γνωστό, ο Pasolini δομεί μια αφήγηση υπαινικτική, στην οποία, οι μοναδικές φράσεις που ακούγονται, προέρχονται από αυτούσιες φράσεις του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Εδώ δεν χρειάζονται φλυαρίες. Δεν έχει σημασία να (ξανα)ειπωθεί η κάθε λεπτομέρεια, αλλά, να φανεί η συναισθηματική της απόχρωση, μέσα από την ποιητική των εικόνων.
Όλη η δυναμική επικεντρώνεται στα πρόσωπα. O Pasolini κάνει κοντινά πλάνα κι αφήνει τον φακό του να κοντοσταθεί στα έντονα, διαπεραστικά βλέμματα, μετατρέποντας, έτσι, τους (ερασιτέχνες) ηθοποιούς του σε ήρωες του Carl Theodor Dreyer. Ο θεατής περιμένει ένα ακόμα βλέμμα σαν αυτό της Ζαν Ντ’ Αρκ για να ενώσει τις κουκίδες της ιστορίας του θεανθρώπου. Είναι, δηλαδή, οι κανόνες του βωβού κινηματογράφου που βγαίνουν σαν άσσος στο μανίκι και απογειώνουν κάθε σκηνή.
Όμως, το θείο και το υπερβατικό, απαλύνονται, κατά το δυνατό, στην ταινία. Όλα εδώ είναι περισσότερο ανθρώπινα, παρά θεϊκά. Ακόμη και τα θαύματα του Ιησού, κόβονται με περίσσια φυσικότητα στο μοντάζ. Ο φακός κοιτάει έναν λεπρό, γυρνάει στον Ιησού και επιστρέφει στον πρώην, πλέον, λεπρό. Δεν χρειάζεται να δούμε την στιγμή της υπέρβασης, αλλά, μόνο την υπέρβαση ως αποτέλεσμα. Ακόμη κι όταν, βλέπουμε τον Ιησού να περπατάει στο νερό, ο φακός απομακρύνεται και αμβλύνεται, έτσι, η αίσθηση του εφέ.
Θεία δεν είναι ούτε και τα πρόσωπα. Ο Ιησούς δεν έχει ούτε ξανθές μακριές μπούκλες, ούτε μεγάλα γαλάζια μάτια. Τον υποδύεται ένας ισπανός φοιτητής λογοτεχνίας (Enrique Irazoqui) που είναι μελαχρινός, έχει κοντό μαλλί, σμιχτά ενωμένα φρύδια και μικρά καστανά μάτια. Υπολογίστε, δε, πως ο Pasolini κοιτούσε προς beat μεριά για τον ρόλο, μιας και ήθελε τον Jack Kerouac ή τον Allen Ginsberg να παίξουν τον Ιησού. Η Margherita Caruso ως Παναγία σε νεαρή ηλικία, μας κάνει σχεδόν να την δούμε ηδονοβλεπτικά. Η φαινομενική αθωότητα με την οποία γεμίζει το πρόσωπό της, την μετατρέπει σε μια μελαμψή λολίτα, από την οποία πηγάζει ένας απαγορευμένος ερωτισμός. Όσο για την επιλογή του σκηνοθέτη να βάλει την μητέρα του, Susanna Pasolini, να παίξει την Παναγία σε προχωρημένη ηλικία, μόνο ενισχύει την παραπάνω εντύπωση, κάνοντας τον Freud να τρίβει τα χέρια του με ικανοποίηση.
Σαν η μη αυστηρά βιβλική απεικόνιση των προσώπων να μην ήταν αρκετή, ο Pasolini ντύνει μουσικά το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο με μουσική που, όχι μόνο δεν προσπαθεί να ομογενοποιηθεί με την εποχή της ταινίας, αλλά αποτελεί ένα soundtrack πρωθύστερο. Κι αν ο Bach κάπως λειτουργεί σαν μια πιο ασφαλή «ακαδημαϊκή» μουσική επιλογή, το να βλέπεις τα έργα και τις ημέρες του γιου του Θεού ακούγοντας Blind Willie Johnson, σε πετάει ευχάριστα από τη θέση σου. Όταν, δε, η Odetta τραγουδάει “Sometimes I Feel Like A Motherless Child” «πάνω» από την κινηματογραφική εικόνα της νεαρής Παναγίας, ο συνδυασμός ήχου και εικόνας γίνεται σχεδόν συγκλονιστικός.
Ο Gilles Deleuze θα έλεγε με ασφάλεια πως ο Pier Paolo Pasolini στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο δομεί «χρονοεικόνες», που διανοίγονται πολύ πιο πέρα από την απλή δράση. Φυσικά και θα είχε δίκιο. Θα προσέθετα πως, ο λεπτός χειρισμός μιας αναρχικής ματιάς, οδήγησε σε μια θρησκευτική ταινία που αφορά εξίσου τον πιστό αλλά και τον άπιστο. Ο πρώτος θα σταθεί στην ποιητική και ακριβή κειμενικά, αποτύπωση και πίσω από αυτήν θα δει την προβολή της δικής του ανάγκης για πίστη. Ο δεύτερος, απαλλαγμένος από τέτοιες θρησκευτικές αξιώσεις, θα δει τη μαεστρία ενός σπουδαίου κινηματογραφιστή, που αποδεικνύεται παραπάνω από ικανός να αντεπεξέλθει σε κάθε ρίσκο του.
Δεν χωρά αμφιβολία στο γιατί αυτή είναι η καλύτερη ταινία για τον Ιησού που γυρίστηκε ποτέ. Γιατί πρόκειται για πραγματικό σινεμά. Και μόνο ένας αιρετικός, άθεος, ομοφυλόφιλος, μαρξιστής σκηνοθέτης θα μπορούσε να την είχε γυρίσει έτσι.