Χριστίνα Κουτρουλού

Μπορεί να μην επικράτησε τελικά η εισήγηση για άγαλμά της στο κτίριο του Νάσβιλ όπου στεγάζεται η κυβέρνηση της πολιτείας του Τενεσί (αντικαθιστώντας εκείνο του στρατηγού Nathan Bedford, δείτε εδώ), όμως και μόνο η υποψηφιότητά της αποδεικνύει ότι μεσουρανούσε και εξακολουθεί να μεσουρανεί στον Νότο της Αμερικής.

Ο λόγος φυσικά για τη Dolly Parton. Το κορίτσι με τα κρεπαρισμένα ξανθά μαλλιά από το Πίτμαντ του Τενεσί, που με το ταλέντο του έκανε το βίωμα τραγούδι, αγνόησε τα στερεότυπα της εποχής του, δεν βολεύτηκε στο πλάι του Porter Wagoner, αρνήθηκε να δώσει δικαιώματα στον Elvis Presley και κατάφερε όχι απλά να σταθεί στο μουσικό στερέωμα, αλλά να θεωρείται πλέον και θρύλος της country.

Μουσικός, ηθοποιός, συγγραφέας, παραγωγός και με ανθρωπιστικό έργο, η Dolly Rebecca Parton δημιούργησε τον δικό της κόσμο. Φυσικά, καθ' όλη τη διαδρομή της, αμφισβητήθηκε κι έφαγε τον σεξισμό με το κουτάλι –ως γυνή, αποτελούσε εύκολο στόχο του ανδροκρατούμενου κόσμου της μουσικής βιομηχανίας: από τα «αστειάκια» του Ricky Gervais, μέχρι διάφορες κριτικές του δικού μας Ποπ+Ροκ, αυτό που απασχόλησε τον Τύπο ήταν η διάμετρος του στήθους της και η ιδιαίτερη στιλιστική της ματιά.

Η ίδια πάντως αμύνθηκε σε όλα αυτά με χιούμορ και μέσω της δουλειάς της, εκφράζοντας τα δικαιώματά της –μίλησε για πράγματα δύσκολα και σκοτεινά και απέκτησε τελικά, απτόητη, μια τεράστια δισκογραφία. Επιστρέφει λοιπόν τώρα και με δική της σειρά: εμπνευσμένο από τα τραγούδια της, το Heartstrings ήρθε στα τέλη του 2019 και έγινε διαθέσιμο και στο ελληνικό Netflix.

Όποιος παρακολουθεί το έργο της Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας, δεν θα πρέπει να περιμένει κάποια ανατροπή από το Heartstrings. Τα 8 επεισόδια από τα οποία αποτελείται η σειρά φέρνουν μελετημένα και σαφή τα όσα εκείνη πιστεύει και προασπίζει τόσα χρόνια με τη ζωή της. Είναι σαν να υπήρχε η ανάγκη να δείξει τη δική της οπτική για πράγματα καθημερινά: για σχέσεις, συναισθήματα, για εκείνα που δεν λέγονται άνετα, αλλά συμβαίνουν εύκολα. Αποφεύγει επίσης να σταθεί στα πιο γνωστά της κομμάτια, επιλέγοντας να στηρίξει όποια αυτή θεωρεί σημαντικά –σαν να θέλει να συστήσει διάφορες και διαφορετικές πλευρές της.

Πάντα σχεδόν με φόντο την αμερικάνικη επαρχία, χτίζονται ιστορίες στις οποίες η ίδια είτε έχει μόνο τον ρόλο της αφηγήτριας, είτε παίζει και ως ηθοποιός. Και μπορεί πράγματι να απευθύνεται τόσα χρόνια στους Αμερικάνους του Νότου –σε ένα βαθιά συντηρητικό κοινό, δηλαδή– το κάνει όμως πάντα με τον ολόδικό της τρόπο. Έτσι, κοντά στην απλότητα και στο μελό, σε αυτήν δηλαδή την αίσθηση που άφηναν οι χολυγουντιανές ταινίες της δεκαετίας του 1950 (ιδιαίτερα οι χριστουγεννιάτικες), τοποθετείται και η κριτική της ματιά απέναντι σε θέματα όπως ο σεξισμός, η ομοφοβία και η θρησκοληψία. Φέρνει μάλιστα ακόμα και τις ίδιες τις γυναίκες αντιμέτωπες με την προκατάληψη και τον μισογυνισμό που μπορεί να κρύβουν μέσα τους (“Jolene”), έστω κι αν τελικά η γυναικεία φιλία καθρεφτίζεται ως στήριγμα ζωής ("Cracker Jack").

Ο θεσμός της οικογένειας φαντάζει ως το παν στο Heartstrings. Η θρησκεία, πάλι, περνιέται περισσότερο ως παράδοση και ως μια τελείως προσωπική ανάγκη, παρά ως καθολικό αίτημα ("If I Had Wings"), θυμίζoντας ένα πρωινό Κυριακής από τις Ανθισμένες Μανώλιες (1989), μετά την εκκλησία. Και μπορεί να μην υπάρχει εδώ μια Olympia Dukakis να λέει ρυθμικά «of course you can», όμως έχεις μια Melissa Leo πασαλειμμένη στις τούρτες, να κλαίει μες την προκατάληψή της.

Η Dolly Parton χειρίζεται τους αρνητικούς χαρακτήρες άλλοτε ως καρικατούρες κι άλλοτε με απόλυτη τρυφερότητα και κατανόηση. Αυτό που ψάχνουν άλλωστε όλοι στο Heartstrings είναι η συγχώρεση και η αποδοχή –είτε μετά τη μετάνοια, είτε μετά την επιλογή να αλλάξουν πορεία. Θυμίζει πραγματικά τη χριστιανική αγάπη, όπως αποτυπώνεται στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.

Στρέφεται ακόμα και στο παρελθόν, αλλά με άποψη. Ασχολείται επίσης με τα μεταφυσικά, εναντιώνεται στην αλλοτρίωση του τόπου της από τη σύγχρονη ζωή, αλλά και από τα μεγάλα συμφέροντα ("These Old Bones"). Προσφέρει ορατότητα για τις γυναίκες στα γουέστερν ("J.J. Sneed"), μιλά όμως και για τον ρατσισμό απέναντι στους Αφροαμερικάνους τη δεκαετία του 1960, ενώ ακουμπά και θέματα εκείνης της εποχής, όπως είναι λ.χ. η μητρότητα άνευ γάμου ("Down from Dover").

Φυσικά η Dolly Parton δεν γίνεται πότε ιδιαίτερα σκληρή, δεν φτάνει στο σημείο της σύγκρουσης. Μια τέτοια άλλωστε επιλογή, σε στυλ ας πούμε Peter Mullan (The Magdalene Sisters, 2002), η οποία θα έδινε ένα δυνατό χτύπημα στον Καθολικισμό, μάλλον θα σόκαρε ιδιαίτερα το κοινό που την ακολουθεί. Κάπως έτσι, βέβαια, η σειρά χάνει τη ρεαλιστική της βάση, προασπίζοντας την κλασική χολυγουντιανή συνταγή του happy end. Έτσι κι αλλιώς, και η ίδια ποθεί πάντα να κερδίζει η καλή πλευρά.

Όλα μοιάζουν λοιπόν απλουστευμένα, σε σημείο που κάποιοι χαρακτήρες μένουν λίγο ξεκρέμαστοι: το ημιτελές σενάριο αφήνει τελικά το τραγούδι να καλύπτει (κάπως) το κενό. Άλλοτε πάλι εκβιάζεται η συγκίνηση και το κλάμα, με εύκολα τρικ. Φορές-φορές, σε κάνει να αισθάνεσαι σαν να παρακολουθείς το σίριαλ Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αποτέλεσμα είναι απόλυτα ειλικρινές και σε συνάφεια με ό,τι μπορεί να ξέρεις ή/και να πιστεύεις για την τραγουδοποιό. Δεν υπερπροσπαθεί στο Heartstrings, ούτε να φανεί σύγχρονη, ούτε να δημιουργήσει μια σειρά προβληματισμού. Οτιδήποτε αγγίζει, στο δίνει με μια απόλυτη φυσικότητα –σαν να σου σερβίρει μια άλλη Αμερική. Δίδεται όμως πιότερο στο πνεύμα της συντροφιάς που θέλει να κρατήσει μια σειρά σε ένα καθημερινό σου απόγευμα.

Και τι καλύτερο από το να σου απευθύνει τον λόγο η ίδια η Dolly Parton, πάντα με εξτραβαγκάντζα κι αυτοσαρκασμό.

{youtube}Rk0dfTAH7ME{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured