Χάρης Συμβουλίδης

Εντάξει, το «αγαπά» πιο πάνω μην το πάρετε και τοις μετρητοίς... Περισσότερο τηρεί τη Dr. Strangelove λογική της πρότασης (μα και της όλης κατάστασης που περιγράφει), παρά αντανακλά την πραγματικότητα όπως τη βλέπει ένας ρόκερ.

Γιατί, αν και τελικά δεν ήταν λίγοι οι λάτρεις των κιθάρων που μπόρεσαν να κάνουν επαφή με ένα τουλάχιστον κομμάτι της electronica των 1990s (κυρίως με το λεγόμενο big beat), οι περισσότεροι απλά εντάχθηκαν σε ένα κλίμα συναίνεσης που δημιουργήθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας· σε μια λογική «σεβασμού» δηλαδή προς τα «μπλιμπλίκια», η οποία έληξε κι επίσημα τις –ξεχασμένες, πλέον– εχθροπραξίες που μαίνονταν στην Ελλάδα καθ' όλη σχεδόν την εν λόγω δεκαετία. Και είναι ίσως ειρωνικό, μα ειρηνοποιοί στάθηκαν οι Prodigy, οι κατ' εξοχήν δηλαδή ταραχοποιοί και καπετάν φασαρίες της electronica.

Αν μιλήσετε με 40άρηδες που παρακολούθησαν τη φάση, θα σας πουν ότι ήταν εκείνος ο δίσκος «με το καβούρι» που άλλαξε την τροχιά των πραγμάτων. Σπάνια θυμούνται βέβαια ότι λεγόταν The Fat Of Land και λίγοι τον έχουν στη δισκοθήκη τους, έμεινε πάντως το αποτύπωμα της καταλυτικής του παρουσίας.

Ξεκινάω την κουβέντα με τη συγκεκριμένη γενιά, καθώς ήταν αυτή που επέδειξε τη λιγότερη επαφή με το θέμα. Οι φίλοι του post-punk βρήκαν τη χαρά τους στη brit pop, οι οπαδοί των σκληρών κιθάρων πήγαν προς Αμερική και Σιάτλ πλευρά, οι πιο ανοιχτόμυαλοι hard & heavy τύποι ακολούθησαν όσες εξελίξεις πυροδότησε το Black Album των Metallica (1991), οι πιο κλειστόμυαλοι αναδιπλώθηκαν στο ευρωπαϊκό power metal (Stratovarius, Blind Guardian), ενώ οι κλασικοροκάδες άρχισαν να περιμένουν τον επόμενο ερχομό των Scorpions από τα μέρη μας. Με την εξαίρεση των πρώτων (λόγω βρετανοπληξίας) και των τρίτων –λόγω του ότι άνοιξαν τ' αυτιά τους σε νέες πιθανές μορφές επιθετικής μουσικής– μιλάμε για μια γενιά που δεν έπιασε καθόλου την άνοδο της electronica και, ως επί το πλείστον, αδιαφόρησε για την ύπαρξή της. ΟΚ, εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, εδώ όμως αναφερόμαστε στον κανόνα.

Η μεγάλη φασαρία έλαβε χώρα ανάμεσα σε όσους διανύουν σήμερα την ύστερη 3η/πρώτη 4η δεκαετία της ζωής τους. Κορίτσια που μεγάλωσαν με το best of των Doors και έψαχναν γκόμενους με στενά μπλουτζίν, αγόρια με καρό πουκάμισα και σταράκια που σχιζοφρενιάζονταν με Nirvana και Pearl Jam, σοφιστικέ τύποι που αναλύανε στις φοιτητοπαρέες το μεγαλείο του Dark Side Of The Moon των Pink Floyd (1973), μακρυμάλληδες με ραφτά των Metallica και των Led Zeppelin, μεταλλάδες ταγμένοι στους Iron Maiden και στους Judas Priest, ανήσυχα νερντάκια που πραγματοποιούσαν τη μετάβαση από τους Smiths στους Suede και στους Pulp –και ετοιμάζονταν για τη μεγάλη σύγκρουση Blur vs. Oasis– όλοι συγκρότησαν ένα συμπαγές μέτωπο κατά της electronica. «Δεν ήταν μουσική αυτό το διαόλι», έλεγαν, απλά ένα beat που σε κάνει να κουνιέσαι. Πώς θα μπορούσε να είναι, πετάγονταν άλλοι, «όταν τα πάντα τα φτιάχνει ένας κομπιούτερ»; Έλα μωρέ, άκουγες από μερικούς, «μόδα είναι, θα περάσει: σε 10 χρόνια δεν θα τα θυμάται κανείς». Το καλύτερό μου όμως ήταν όταν άρχιζαν εκείνα τα επιχειρήματα περί «άψυχης, μηχανικής μουσικής», που δεν μπορούσε με τίποτα να συγκριθεί με «την ποίηση του ροκ». Απελπισία...

Ναι, σας ορκίζομαι ότι τέτοια πράγματα λέγονταν –και παίρνονταν– στα σοβαρά. Και ότι άνθρωποι που μπορεί κατά τα άλλα να είχαν καλό γούστο στα ακούσματά τους, ήταν ανίκανοι να ξεχωρίσουν ποιοτικά τον Aphex Twin από τους 2 Unlimited (η μόνη διάκριση γινόταν συνήθως μεταξύ χορευτικού και ατμοσφαιρικού). Οι τότε κιθαροπαρέες μόνο αδιάφορες δεν υπήρξαν λοιπόν απέναντι στην electronica. Αν και οι Στέρεο Νόβα τους προβλημάτισαν σοβαρά –καθώς πολλοί στάθηκαν με την πρώτη στον αγχωμένο, αστικό ρομαντισμό των στίχων του Κ.ΒΗΤΑ– υπήρξαν ανοιχτά εχθρικοί και με το ζωνάρι λυμένο για καυγά κάθε που κάποιος αναφερόταν σε μια διθυραμβική κριτική την οποία είχε διαβάσει στο Ποπ+Ροκ (γιατί τότε οι μουσικόφιλοι τσακωνόταν για τέτοια πράγματα, δεν είχαν βυθιστεί στη νάρκη του μεταμοντέρνου βελουτέ που βιώνουμε στις μέρες μας). Τα σκάγια μάλιστα έπαιρναν συχνά ακόμα και τη Björk.

Σε αυτά τα μυαλά, οι Prodigy έσκασαν πραγματικά ως κεραυνός εν αιθρία στα 1996. Σαν ένα τσουνάμι που κατάπιε έναν ολόκληρο παλιό κόσμο και τον ξέρασε κατεστραμμένο, αποπροσανατολισμένο, έτοιμο να συνθηκολογήσει. Παρότι μάλιστα δεν πρωτοεμφανίστηκαν με τα τραγούδια του The Fat Of The Land, ούτε και ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα (που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο), τουλάχιστον στις νεαρότερες ηλικίες που είχαν αγκαλιάσει τα ηλεκτρονικά. Άλλωστε οι Liam Howlett, Keith Flint & Maxim Reality μας είχαν ήδη επισκεφθεί, πρώτα τον Ιανουάριο του 1992 στο Άλσος στο Πεδίον του Άρεως –στα θρυλικά Sunrise Zone– ύστερα το 1993, στο Insomnia της Θεσσαλονίκης και στην παραλία του Αλίμου.

{youtube}svJvT6ruolA{/youtube}

Είχαν επίσης ήδη δύο μεγάλες επιτυχίες, γνωστές ακόμα και σε όσους δεν τους άκουγαν: μία με το “Out Of Space” του 1992 και μία με το “No Good (Start The Dance)” του 1994. Αλλά το πρώτο το κατέστησε χιτ ο Jeronimo Groovy εν μέσω ενός σωρού eurodance ανοησιών, ενώ συνδέθηκε και με το rave κίνημα, το οποίο οι ρόκερ παρακολούθησαν μέσω (κυρίως) της τηλεοπτικής υστερίας με τις μανάδες ρέιβερ και τα λοιπά, παρά μέσω της όποιας βιωματικής διασύνδεσης· το δεύτερο τώρα είναι διαφορετική ιστορία, συνδέεται μάλιστα άμεσα και με το πιο διαβόητο συναυλιακό στιγμιότυπο των Prodigy στην Αθήνα.

Ήταν 27 Μαΐου 1995, σε ένα ασφυκτικά γεμάτο θέατρο Βράχων στον Βύρωνα, με τους Prodigy να βρίσκονται στα καλύτερά τους, στον απόηχο του εκπληκτικού άλμπουμ Music For The Jilted Generation (1994). Θα θυμάστε όσοι πήγατε ότι οι προερχόμενοι από κιθαριστικά ακούσματα μοιάζαμε σαν τη μύγα μες το γάλα ανάμεσα σε έναν νεαρόκοσμο με εντελώς διαφορετική αντίληψη της κόμμωσης, του ρουχισμού, της κινησιολογίας.

Ακόμα και οι λίγοι λοιπόν που θαυμάζαμε τους Βρετανούς και είχαμε αγκαλιάσει με ενθουσιασμό τα ηλεκτρονικά δρώμενα, ήμασταν ξεκάθαρα ξένοι στην όλη φάση. Και γι' αυτό ακριβώς ήσαν ευδιάκριτοι εκείνοι οι ανεγκέφαλοι που ξεκίνησαν να πετάνε πέτρες στη σκηνή, όταν ήχησε το “No Good (Start The Dance)”: ανήκαν στη «δική μας» πλευρά των πραγμάτων και είχαν πάει ως τον Βύρωνα με στόχο να γιουχάρουν. Φασαρίες έγιναν βέβαια μετά και απέξω, από την έτερη πλευρά: όσοι είχαμε μακριά μαλλιά δικαστήκαμε και καταδικαστήκαμε επιτόπου και δεν ήταν λίγες οι ψιλές που έπεσαν.

Όταν πάντως έσκασε στα 1996 εκείνο το διεστραμμένο, προκλητικό “Firestarter” με την ευθεία πολιτική ειρωνεία για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιου σερίφη της μετακομμουνιστικής πλανητικής τάξης και τη φάτσα φόρα επιθετικότητα, δεν υπήρχε πια κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μέσα στους ίδιους τους κόλπους της ροκ κοινότητας, οι φωνές κατά των Prodigy άρχισαν να περιθωριοποιούνται. Και όταν πια ήρθε και ο Δίσκος με το Καβούρι κάτι μήνες αργότερα (καλοκαίρι του 1997), ο κύβος ερρίφθη.

{youtube}rmHDhAohJlQ{/youtube}

Δεν ήταν μόνο ο συνολικά πιο ολοκληρωμένος τους δίσκος, αλλά προέβαινε και σε μια χειρονομία εγκόλπωσης της ευρύτερης ροκ αισθητικής: ο Crispian Mills των Kula Shaker τραγουδούσε στο “Narayan”, ακούγονταν φυσικές ηλεκτρικές κιθάρες παιγμένες από τον Jim Davis και τον Gizz Butt, ο ίδιος ο Tom Morello των Rage Against The Machine κρατούσε την ηλεκτρική στο “No Man Army”, ο Matt Cameron των Soundgarden συνεισέφερε τύμπανα, η Saffron των Republica τραγουδούσε στο “Fuel My Fire”, το “Serial Thrilla” σάμπλαρε το “Selling Jesus” των Skunk Anansie, το “Funky Shit” σάμπλαρε Beastie Boys, χώρια δηλαδή το ίδιο το “Firestarter”, το οποίο αξιοποιούσε το ριφ των Breeders από το “SOS” και το επιφώνημα «Hey!» από το “Close (To The Edit)” των Art Of Noise.

Περισσότερο όμως από την «οικουμενικότητα» του Prodigy ήχου ήταν εκείνο τους το attitude που έκανε τους ρόκερ να τους αναγνωρίσουν ως κάτι οικείο και συγγενές. Αυτή η ικανότητα δηλαδή να φιγουράρουν ως αδιαφιλονίκητοι πανκς της ψηφιακής εποχής, και μάλιστα πολύ πιο αιχμηροί και ριζοσπαστικοί από το πολυεθνικό πανκ που είχε καταναλώσει με ενθουσιασμό η ροκ νεολαία κατά τα 1990s (Offspring, Green Day, Bad Religion κ.ά.).

Ελέω λοιπόν "Firestarter", το Fat Of The Land ξαναμοίρασε την τράπουλα και τίποτα ίσως δεν το αποδεικνύει καλύτερα από την πρωτοφανή του επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες, την αγορά-προπύργιο της ροκ αισθητικής κατά τα 1990s, που έθεσε αποτελεσματικό φραγμό στην παγκοσμιοποίηση της βρετανικής electronica: η ιστορία έγραψε πως ήταν το μοναδικό ηλεκτρονικό άλμπουμ εκείνης της γενιάς που όχι μόνο πούλησε σε ογκώδη νούμερα (έγινε διπλά πλατινένιο, σε εποχές κατά τις οποίες τέτοιες διακρίσεις είχαν αληθινό εκτόπισμα), μα θρονιάστηκε και στο #1 του Billboard.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν ως το τέλος της δεκαετίας του 1990, μόνο οι σκληροπυρηνικοί διατήρησαν την έχθρα τους κατά της electronica, δίχως εντούτοις να βρίσκουν πια ευήκοα ώτα για τα επιχειρήματά τους: στο Rockwave του 1999 οι Prodigy έπαιξαν ως αστέρες μεγατόνων για ένα εμφανώς ετερόκλητο κοινό, ενώ θυμίζω ότι ακόμα και το Metal Hammer τοποθέτησε ηλεκτρονικές δουλειές (π.χ. το Dead Cities των Future Sound Of London) στα καλύτερα μη μεταλλικά άλμπουμ των 1990s, χωρίς αξιοσημείωτες αντιδράσεις.

Μπορεί επομένως ο ροκ κόσμος να συνέχισε να προτιμά τις κιθάρες του, έφτασε όμως να πίνει νερό στο όνομα των Prodigy και –μέσω αυτών– να ανακαλύψει κι άλλα ηλεκτρονικά πράγματα τα οποία τελικά αγάπησε (Underworld, Chemical Brothers, Boards Of Canada, Orbital κ.ά.). Όσο για μένα, μέχρι που ψηφιοποιήσαμε τμήμα των δισκοθηκών μας, το θεωρούσα αδιανόητο να φύγω για ταξίδι και να μην πακετάρω κάπου τον Δίσκο με το Καβούρι...

{youtube}wmin5WkOuPw{/youtube}

* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που είχε πρωτοδημοσιευτεί σε παλιότερο τεύχος του περιοδικού Sonik

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured