Άγγελος Κλειτσίκας

Μπορεί να μοιάζει απίστευτο, αλλά ο Dan Bejar βρίσκεται ανάμεσά μας τα τελευταία 25 χρόνια: είτε ως περιστασιακό μέλος των New Pornographers, είτε ως ιδρυτής του βραχύβιου supergroup Swan Lake, είτε με το περίπου σόλο project Destroyer, έχει αφήσει έντονο το στίγμα του στα εναλλακτικά πράγματα της περασμένης (κατά βάση) δεκαετίας.

Και μοιάζει απίστευτο, γιατί η πραγματική αναγνώριση ήρθε το 2011 με τον δίσκο Kaputt, δημιουργώντας την αίσθηση πως η επανεκκίνηση που επιχείρησε τότε αποτελεί το πραγματικό σημείο όπου ξεκίνησε η καριέρα του. Είναι βέβαια πολύ εύκολο να τον κατηγορήσει κανείς για το γεγονός ότι, έκτοτε, γράφει πάνω-κάτω τους ίδιους δίσκους, βασισμένος σε μια επιτυχημένη, διανοουμενίστικη φόρμουλα, στηριγμένη στο soft rock και στη synth pop της δεκαετίας του 1980. Στην πραγματικότητα, όμως, με κάθε κυκλοφορία διαφοροποιείται στις λεπτομέρειες και εξελίσσεται, διατηρώντας παράλληλα ακέραιη την προσωπική του καλλιτεχνική ταυτότητα.

Το ίδιο συμβαίνει λοιπόν και με την 13η του δουλειά ως Destroyer, η οποία αποτελεί φυσική συνέχεια και πιθανώς την κορύφωση της σειράς κυκλοφοριών που ξεκίνησε με το εκπληκτικό Kaputt (2011), συνεχίστηκε με τα ελαφρώς πιο αδύναμα Poison Season (2015) και Ken (2017), φτάνοντας στο φετινό και πιθανώς πιο ολοκληρωμένο συνολικά Have We Met. Μέσα από τη νέα του αυτή κατάθεση ο Καναδός τραγουδοποιός αναδεικνύεται στον απόλυτο meta-crooner της εποχής μας, έτσι όπως αποτυπώνεται και στο εξώφυλλο: ανασυνθέτει στοιχεία τόσο του προσωπικού, όσο και του συλλογικού ηχητικού παρελθόντος (από τα 1980’s και έπειτα), για να παραδώσει κάτι που ακούγεται ξεκάθαρα ως προϊόν του ολόδικού του σύμπαντος.

Η ιστορία των 10 τραγουδιών του Have We Met θέλει τον Dan Bejar να ηχογραφεί τα σχετικά demos χαμηλόφωνα, κατά τις βραδινές ώρες, στην κουζίνα του σπιτιού του στο Βανκούβερ, ώστε να μην ξυπνήσει τη μικρή του κόρη. Έπειτα έστειλε τα προσχέδια στον μόνιμο συνεργάτη του John Collins, για να προκύψει σταδιακά η τελική μορφή των συνθέσεων που φτάνουν στα αυτιά μας. Και είναι συνθέσεις που βασίζονται εξίσου σε αυτήν την πολύ συγκεκριμένη, οικεία πια ατμόσφαιρα που συναντάμε στους δίσκους των Destroyer, όσο και σε μία εύφορη 1980s pop μελωδικότητα. Η τελευταία δεν ποντάρει στην κενή νοσταλγία, αλλά αντίθετα χρησιμοποιείται ως περίτεχνο κάλυμμα, πίσω από το οποίο κρύβεται άγχος, φόβος και ανησυχία για το παρόν της Ανθρωπότητας.

Το κεντρικό single “Cue Synthesizer” είναι ενδεικτικό δείγμα αυτής της κυρίαρχης κατεύθυνσης: η χαζοχαρούμενη, σαν σκηνικό φθηνιάρικης ταινίας, 1980s ταπετσαρία –slap bass, αέρινα ντραμς, αφράτα ντραμς, AOR κιθάρες– ντύνει τους αφοριστικούς στίχους «been to America, been to Europe, it’s the same shit». Χαρακτηριστικά, το ίδιο συμβαίνει και στην εισαγωγή του “The Raven”, ένα από τα πιο γοητευτικά τραγούδια που έχει γράψει ο Bejar στην Kaputt περίοδο, όπου ερμηνεύει με πνεύμα «just look the world around you/ actually, no, don’t look». Αλλού, η γραφή του Καναδού γίνεται πιο κρυπτική και συμβολική, όπως στο εκπληκτικό “Kinda Dark” («The palace has a moss problem, it glows in the dawn») ή στην αλληγορική, ambient μπαλάντα “The Television Music Supervisor”, στην οποία ο πρωταγωνιστής μετανιώνει για όλα τα λάθη που έχει κάνει, ως άλλη καρικατούρα των ανθρώπων που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας.

Πάντως, όποια και αν είναι η προσέγγιση του Bejar στην παράδοση των έντονα ιδεολογικά φορτισμένων στίχων, η ηχητική του «στρατηγική» παραμένει ενιαία και συμπαγής: ένα μείγμα αναφορών που είτε προέρχονται από τα 1980s, είτε τα θυμίζουν, παραπέμποντας σε Prefab Sprout, Talk Talk ή και σε …War On Drugs. Ως αποτέλεσμα, το Have We Met ηχεί ταυτόχρονα ως ο πιο προσωπικός και πιο πολιτικός του δίσκος, αλλά και ως ο πιο διασκεδαστικός και ανταποδοτικός για τους ακροατές του, μέχρι στιγμής. Είναι φοβερό το πόσο αρμονικά δένουν ως σύνολο τραγούδια όπως το “It Just Doesn’t Happen” –ίσως η πιο chart pop στιγμή στην καριέρα των Destroyer– το ορχηστρικό "Have We Met" και η ρομαντική, αιθέρια μπαλάντα “foolsong”.

Το avant φινάλε, με τις παρατεταμένες, απόκοσμες φωνές, συνοψίζει και την τελική αίσθηση που αφήνει ο δίσκος: γλυκιά, αισιόδοξη και ελπιδοφόρα στην επιφάνεια, μηδενιστική, απειλητική και ανησυχητική στην ουσία της. Πάνω-κάτω, δηλαδή, η εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης στις αρχές αυτής της νέας δεκαετίας.

{youtube}06ZLNLz2yGI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured