Μαρίνα Τσικλητήρα

Η οσκαρική κούρσα ξεκινάει, ουσιαστικά, με το που βγαίνει μια πολυαναμενόμενη ταινία στις αίθουσες, αν όχι και από την εποχή των γυρισμάτων των πιο φιλόδοξων παραγωγών. Οι ελπίδες άλλοτε διαψεύονται (όπως συνέβη φέτος στην περίπτωση του «Cats»), άλλοτε επιβεβαιώνονται, εν μέρει ή εντελώς, άλλοτε επιβραβεύονται ακόμα πιο εντυπωσιακά από ό,τι περίμεναν οι δημιουργοί τους. Κάτω, όμως, από τη γυαλιστερή επιφάνεια αυτής της διαδρομής, που καταλήγει στα κόκκινα χαλιά του Dolby Theater τη βραδιά της απονομής, κάτι αναδεύεται και κοχλάζει: η αίσθηση ότι τα Όσκαρ ειδικώς και το Χόλιγουντ γενικώς εξακολουθούν να αποτελούν μια κλειστή κοινωνία με συγκεκριμένους κανόνες, που ορίζονται από την ίδια ελίτ στην οποία τελικώς απευθύνεται όλο αυτό, ρέει ασταμάτητα σαν υπόγεια λάβα.

Αγκαλιά και σε άλλες κουλτούρες

Τα τελευταία χρόνια, το μουρμουρητό όσων θεωρούν ότι μένουν συνήθως στο περιθώριο, εξαιτίας της λευκής, ανδρικής «άρχουσας τάξης» της χολιγουντιανής βιομηχανίας, γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Και όχι αδικαιολόγητα. Κάποια στιγμή, η σοφή (και αρχαία, πλέον) ρήση της Μέριλ Στριπ για τις ταλαντούχες αμερικανίδες ηθοποιούς που, ανεξάρτητα με το πόσο σταρ είναι, περνούν στην άκρη με το που ακουμπούν στη μέση ηλικία, θα πρέπει να πάψει να ισχύει-όπως και η συγκαταβατική στάση του θεσμού των Όσκαρ απέναντι στις σκηνοθέτιδες. Η σεξουαλική παρενόχληση θα πρέπει να πάψει να κραδαίνεται ως διαβατήριο για χολιγουντιανή καριέρα και βραβεία στα χέρια ανάλγητων μεγαλοπαραγόντων. Οι αφροαμερικανοί καλλιτέχνες θα πρέπει να πάψουν να αρκούνται σε σχισμές οσκαρικού φωτός. Τα Όσκαρ θα πρέπει να πάψουν να συνενοούνται σχεδόν αποκλειστικά στα αγγλικά, και να ανοίξουν την αγκαλιά τους και σε άλλες κουλτούρες. Ίσως χρειάζεται να στρέψουν το βλέμμα στα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, που δεν αναγνωρίζουν σύνορα στην τέχνη και δεν παύουν να μαθαίνουν και να ενημερώνουν για όλα όσα συμβαίνουν σε όλες τις γωνιές της Γης. Όπως, ας πούμε, έκαναν τώρα με τα «Παράσιτα», τα οποία οι Κάνες είχαν τιμήσει με Χρυσό Φοίνικα, μήνες πριν.

Σίγουρα, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ή τον ασιατικό κινηματογράφο, οι παραγωγές των μεγάλων αμερικανικών στούντιο κινούν πολύ πιο έντονα την προσοχή του παγκόσμιου κοινού. Αν, λοιπόν, τα Όσκαρ καθρεφτίζουν κυρίως το mainstream σινεμά της εποχής τους, έτσι και το σινεμά αυτό αντανακλά, σε μεγάλο βαθμό, τη σύγχρονη πραγματικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων ή του κοινωνικοπολιτικού τοπίου, παρά τις τεράστιες (και αναγκαίες) δόσεις φαντασίας που το μπολιάζουν. Όταν, λοιπόν, η προβληματική πραγματικότητα φτάνει στη μεγάλη οθόνη, σημαίνει ότι σημαντικό μέρος του κοινού έχει αναγνωρίσει ή, έστω, «μυριστεί» το πρόβλημα, και ότι η ανάγκη να γίνει ευρύτερα γνωστό και να βρεθεί λύση είναι επιτακτική.

Ο δυνατός λόγος του Χόακιν Φίνιξ

Για αυτά και για άλλα έχουν κατά καιρούς γίνει αναφορές. Όμως, ο φετινός λόγος του Χόακιν Φίνιξ, ο οποίος από το βάθρο του νικητή του Όσκαρ Α΄Ανδρικού Ρόλου ένωσε τον κινηματογράφο με όσα συμβαίνουν γύρω μας, συμπυκνώνει όλα όσα πρέπει να τεθούν αποφασιστικά επί τάπητος. «Νομίζω πως είτε μιλάμε για την ανισότητα των φύλων είτε για τον ρατσισμό είτε για τα δικαιώματα των ομοφυλοφύλων, των ιθαγενών ή των ζώων, μιλάμε για τη μάχη ενάντια στην αδικία. Ενάντια στην άποψη ότι ένα έθνος, μία ράτσα, ένα φύλο ή ένα είδος έχει το δικαίωμα να κυριαρχεί, να ελέγχει, να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται ένα άλλο ατιμώρητα. Νομίζω ότι είμαστε ένοχοι για αυτήν την εγωκεντρική θεώρηση του κόσμου, για τη βεβαιότητά μας ότι είμαστε το κέντρο του σύμπαντος», είπε στον σοβαρό, φορτισμένο συναισθηματικά ευχαριστήριο λόγο του, τονίζοντας την ανάγκη για γενναιοδωρία, αγάπη και ισότητα και φέρνοντας ως παράδειγμα τον εαυτό του, τη δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε και το πού τον οδήγησε αυτό.



Η ομιλία του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, όπως και οι απανωτές βραβεύσεις των «Παρασίτων», που την 9η Φεβρουαρίου του 2020 έγιναν η πρώτη μη αγγλόφωνη ταινία που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και το κέρδισε. Μην ξεχνάμε, είναι μια ταινία που καθρεφτίζει, μεταξύ άλλων, την ανισότητα, και σχολιάζει καυστικά την κοινωνία. Αυτή η θερμή υποδοχή δείχνει πιθανώς ότι πράγματι κάτι αλλάζει στα απαστράπτοντα Όσκαρ, ίσως και στο Χόλιγουντ. Ίσως και στον πλανήτη, αν θέλουμε να είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι.



Η επιβίωση σε έναν δύσκολο, αδηφάγο κόσμο αλλά και η ανάληψη ευθυνών (της κοινωνίας, του δημιουργού, του καθενός από εμάς χωριστά) απασχόλησαν αρκετούς σημαντικούς σκηνοθέτες. Το επιχείρησε ο Κλιντ Ίστγουντ στην ενδιαφέρουσα «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ» (που δεν εντυπωσίασε, όπως αναμενόταν αρχικά), και ο Τοντ Φίλιπς στον «Joker». Τα αδηφάγα ΜΜΕ, το bullying και η καταπίεση των αδυνάτων μπορεί να οδηγήσουν τα θύματα σε συντριβή ή να τα αναγκάσουν να αναδυθούν από το αλαζονικό κορμί της κοινωνίας και να θριαμβεύσουν σαν αυτοάνοσα νοσήματα, μας είπαν.

«Τι νόημα είχαν όλα αυτά»

Απέναντι στην παλιά του αλλαζονία και τις ευθύνες του ήρθε, πλαγίως και απρόθυμα, και ο «Ιρλανδός» του Μάρτιν Σκορσέζε, όταν είδε να νικιέται από τη φυσική φθορά και να οδεύει προς τη δύση του. Αλλά και ο ήρωας (ένας σκηνοθέτης) του Πέδρο Αλμοδόβαρ στο «Πόνος και δόξα», που περιείχε ένοντες αυτοβιογραφικές νύξεις. Το ερώτημα «τι νόημα είχαν όλα αυτά» αιωρείται και στις δύο ταινίες, ακόμα και όταν δεν εκφέρεται ανοιχτά. Στο ίδιο επιχείρησε να απαντήσει και ο Κουέντιν Ταραντίνο στο νοσταλγικό, καλειδοσκοπικό, καταιγιστικό «Κάποτε στο ...Χόλυγουντ», έναν ακόμα (αν και εντελώς διαφορετικού ύφους) απολογισμό: της Ιστορίας του Χόλιγουντ και των ανθρώπων του, που καθόρισαν τον ίδιο ως δημιουργό. Όλως παραδόξως, παρά την ανάγκη του να αλλάζει πού και πού τα ιστορικά γεγονότα, ο Ταραντίνο παραμένει συγκινητικά ειλικρινής.

Εκτός από την ειλικρίνεια, την ανοιχτομυαλιά και την τόλμη, η πρωτοτυπία στην αισθητική ή ιδεολογική προσέγγιση χιλιοειπωμένων θεμάτων είναι, όπως γίνεται αντιληπτό, ένα ακόμα από τα μεγαλύτερα ζητούμενα στο σύγχρονο σινεμά, το οποίο συχνά βολοδέρνει ανάμεσα σε σίκουελ, πρίκουελ και ριμέικ, ξεζουμίζοντας μέχρι εξουθένωσης επιτυχημένες κινηματογραφικές ιδέες. Αυτή η πρόκληση οδήγησε τον Φιλιπς να στρέψει την κάμερα γύρω από έναν ήρωα κόμικ χωρίς η ταινία του να είναι κόμικ. Η ίδια ώθησε τον Σαμ Μέντες να γυρίσει το πολεμικό έπος «1917» σα να είναι ολόκληρο ένα μονοπλάνο. Ή τον Νόα Μπάουμπαχ στην αφοπλιστικά ειλικρινή ανατομία ενός χωρισμού στην «Ιστορία γάμου».



Πέρα από όλα αυτά τα πολύ σημαντικά, βέβαια, ο σύγχρονος κινηματογράφος εξακολουθεί να βασίζεται στο χιούμορ, στον ρομαντισμό και στη φαντασμαγορία, μην ξεχνώντας ότι αποτελεί πάντα ένα από τα καλύτερα μέσα ψυχαγωγίας. Με αυτά ως σκέψη, η Nova περιέλαβε στο πρόγραμμά της μερικές από τις πιο ποιοτικές ταινίες που έφτασαν τη σεζόν που διανύουμε μέχρι τις Χρυσές Σφαίρες, τα BAFTA και τα Όσκαρ και τιμήθηκαν με επαίνους και βραβεία, και τις προβάλλει σε Α΄τηλεοπτική προβολήχωρίς καμία επιπλέον χρέωση για τους συνδρομητές της - μια ιδανική ευκαιρία για σκέψη και διασκέδαση.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured