Η αλλαγή χώρου διεξαγωγής της συναυλίας από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στο Κλειστό Γήπεδο Μπάσκετ «Νίκος Γκάλης» του ΟΑΚΑ την τελευταία στιγμή μπορεί να έφερε αναστάτωση σε πολύ κόσμο, δημιουργώντας σειρά δραματικών σεναρίων στο Facebook, αλλά πρακτικά δεν φάνηκε να πτοεί τους περισσότερους. Από νωρίς, λοιπόν, το γήπεδο είχε αρχίσει να διαδέχεται τον έναν θεατή μετά τον άλλον, με τον χώρο να αποδεικνύεται τελικά άρτια εξοπλισμένος ώστε να διεξαχθεί εκεί το πρώτο AthensRocks Festival· βάζοντας έτσι μια τελεία στην κινδυνολογία και στην υπερβολή των προηγούμενων ημερών.
Η ανυπομονησία των παρευρισκόμενων, όσο πλησίαζε η ώρα έναρξης, φάνηκε να μοιράζεται με τους καλλιτέχνες, αφού οι Suicidal Angels ξεχύθηκαν στη σκηνή 13 λεπτά νωρίτερα του προκαθορισμένου. Έπειτα από τις τόσες περιοδείες, η εγχώρια μπάντα απέδειξε από τα πρώτα κιόλας λεπτά ότι μπορεί να δαμάσει το σανίδι με κιθαριστικές πολιορκίες, αλλά και με την ιδιαίτερη εξωστρέφεια των μελών της. Ανακατεύοντας επιλογές παλαιότερων δίσκων με τον πρόσφατο καινούριο (Years Οf Aggression), τάραξαν την ειρήνη που επικρατούσε μέχρι τότε, καλώντας σε ατέλειωτες μάχες με την καταπιεστική πραγματικότητα ("Endless War"), αλλά και στο πρώτο mosh pit της βραδιάς ("Μoshing Crew"). Ιδιαίτερη μνεία στον κιθαρίστα Gus Drax –πιο πρόσφατο μέλος, που φαίνεται να έχει δέσει για τα καλά και τραβά τη μπάντα σε πιο παραστατικές αντιδράσεις, οργώνοντας με riffs– καθώς και στο "Bleeding Holocaust", τραγούδι το οποίο έδειξε την επιρροή που τους έχουν ασκήσει οι headliners της βραδιάς.
Έπειτα απ' τον thrash απόηχο των Suicidal Angels, τη σκηνή ανέλαβαν οι Leprous, σε μια μάλλον αμήχανη εκκίνηση. Μπαίνοντας δηλαδή με ένα μελωδικό κομμάτι ("Βonneville") άλλαξαν τελείως το κλίμα, κάνοντας αρκετό κόσμο να γυρίσει το κεφάλι και να αναρωτηθεί –χωρίς διάθεση ειρωνείας– αν «το παιδί με το πουκαμισάκι» ήταν ο frontman. Tα στοιχήματα πάντως που 'θέλαν το κοινό των Slayer να αντέχει μέχρι το τρίτο κομμάτι πριν την εκσφενδόνιση κάποιου μπουκαλιού, δεν επιβεβαιώθηκαν. Μπορεί να μην υπήρξε ιδιαίτερη θέρμη στην υποδοχή των τραγουδιών, υπήρξε όμως και συμμετοχή του κόσμου και δοτικό χειροκρότημα. Ομολογουμένως, βέβαια, η επιλογή τόσο της διοργάνωσης, όσο και των ίδιων των Leprous να συμμετάσχουν στη συγκεκριμένη συναυλία, προδιέθετε ρίσκο.
Ωστόσο βγάζεις το καπέλο στους Νορβηγούς, οι οποίοι ούτε δίστασαν, ούτε και φάνηκαν να απογοητεύονται πολύ, παρ' όλο που έχουν συνηθίσει στα sold-out των σόου τους. Αντίθετα, ο τραγουδιστής Einar Solberg τα έδωσε όλα: άλλοτε τριγυρνώντας στη σκηνή κάτω από τον διακριτικό κι αντιεμπορικό φωτισμό τους, άλλοτε πάνω από το αρμόνιό του, σαν φιγούρα που ξετύλιγε τα φωνητικά του με φόντο τον ιδιαίτερο ήχο που έχουν δημιουργήσει. Ήχος που μάλλον τους έκανε ακόμα πιο δύσκολους για ένα φεστιβάλ αφιερωμένο σε πιο σκληρά ακούσματα. Αποδεικνύεται άλλωστε αυτό κι αν συγκρίνει κανείς την παρουσία τους στο AthensRocks με την τελευταία τους εμφάνιση στην Ελλάδα, το φθινόπωρο του 2018 στο Fuzz (δείτε εδώ τι έγραψε τότε ο Κωνσταντίνος Διαμαντόπουλος).
Οι Rotting Christ, απ' την άλλη, έχουν χτίσει ιδιαίτερη σχέση με το κοινό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμπλέκονται και haters στη μέση. Πριν ωστόσο τους δούμε, στη σκηνή ξεπρόβαλαν δύο κορίτσια που θύμισαν τις κοπέλες που βλέπουμε στις ταινίες μποξ να προλογίζουν τον επόμενο γύρο στο τερέν. Οι οποίες πέταξαν στο κοινό πένες του συγκροτήματος, υπό τον ήχο μιας κιθάρας, που την έπαιζε ένας τύπος ντυμένος με λευκό καφτάνι.
Ο Σάκης Τόλης δεν άργησε να φανεί. Το "Hallowed Be Thy Name" από το φετινό The Heretics και το "Κατά Τον Δαίμονα Εαυτού" έδωσαν το έναυσμα για head banging σε ολόκληρο το γήπεδο, ενώ ο Τόλης καλούσε το κοινό να προβεί σε ταραχές και «να τα κάνει όλα πουτάνα». Με νωχελικές κι αποφασιστικές κινήσεις, χρησιμοποιώντας την κιθάρα σαν σφυρί που καρφώνει στον αέρα, και με τα υπόλοιπα μέλη να συναντιούνται επί σκηνής μοιάζοντας σαν κριάρια που κεφαλοχτυπιούνταν, οι Rotting Christ κουβάλησαν τα 30 χρόνια εμπειρίας τους, δείχνοντας ότι ξέρουν να χύνουν ιδρώτα, δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα για να ξεσκουριάζουν οι μηχανές.
Κάλεσαν βέβαια και σε ανυποταξία μπροστά σε κάθε δυσκολία, αρνούμενοι την όποια καπηλεία ("Non Serviam"), με 'κείνη τη λαϊκότητα που προσδίδει ειλικρίνεια και τιμιότητα σε αυτό που ξεστομίζεται και διαδραματίζεται μπροστά σου. Δυστυχώς, ο ήχος κατά τη διάρκεια των support φάνηκε να έχει κάποια θέματα, με το αποκορύφωμα να σημειώνεται στην εμφάνιση των Rotting Christ: ενώ όσοι βρίσκονταν στις κερκίδες άκουγαν καλά, στην αρένα υπήρξαν διαμαρτυρίες για μπουκωμένα ηχεία. Δεν στάθηκε ωστόσο εμπόδιο για κανέναν στην απόλαυση του set, ενώ μέχρι το τέλος του το όποιο πρόβλημα είχε λυθεί.
Από εκεί και πέρα, είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Όσο τα παιδιά πίσω μου αναρωτιόντουσαν –με μια εσάνς σαρκασμού– για το αν τελικά οι Manowar είναι gay friendly, ενώ ταυτόχρονα η κυρία δίπλα μου μοίραζε στους φίλους της κατεψυγμένες μπανάνες, πίσω από ένα μαύρο πέπλο στηνόταν το σκηνικό των ανθρώπων για τους οποίους οι περισσότεροι σηκώσαμε μπαγκάζια για να πορευτούμε ως το Μαρούσι.
Με σταυρούς να αναποδογυρίζουν και να χάνονται καθώς χτυπούσε ο προβολέας το λογότυπο των Slayer το σεντόνι έπεσε, για να ξεκινήσει η επικείμενη μάχη. Καταιγιστικά ριφ σάρωσαν την αρένα, με το γήπεδο να μοιάζει με λάκκο, όπου κορμιά χτυπιούνταν και απωθούνταν σαν αντίθετα ηλεκτροφόρα σωματίδια. Οι δε θρύλοι (πια) του thrash metal, ήταν απ' την αρχή απόλυτα δοτικοί, παρουσιάζοντας ένα από τα πιο φαντασμαγορικά τους σόου, σε επίπεδο τόσο στησίματος, όσο και επιλογών της setlist ("Evil Has No Boundaries", "War Ensemble", "Chemical Warfare", "Seasons Ιn Τhe Abyss", "Raining Blood"). Ως άνθρωποι που τόλμησαν να αντικρίσουν τη φρίκη και με χειρουργικά τοποθετημένες λέξεις την άρθρωσαν και τη διατύπωσαν, με μια παράλληλη αίσθηση αποδόμησης.
Το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο, με μανία που δεν σου άφηνε περιθώριο αναπνοής. Ο Τοm Araya, σε εξαιρετική φόρμα, μετρώντας ίσως αντίστροφα τις εμφανίσεις του, έφτυνε ξυράφια, πλαισιωμένος από φλόγες που ξεπηδούσαν πλάγια και εμπρός του. Η θέρμη τους έφτανε μάλιστα μέχρι τα πίσω της αρένας, κάνοντας τον κόσμο να ενθουσιάζεται με τον ίδιο ενθουσιασμό που θα πρέπει να είχε και ο πρώτος άνθρωπος, ανακαλύπτοντας τη φωτιά. Οι Kerry King & Gary Holt ακολουθούσαν με στιβαρότητα στις κινήσεις τους –τόσο γήινη, σα να συνομιλούσαν με τον Εγκέλαδο κάτω απ' την επιφάνεια του πλανήτη. Το παζλ ολοκλήρωνε ο Paul Bostaph στα ντραμς, ο οποίος όριζε τις κατευθύνσεις στις χαοτικές ροπές.
Η συναυλία στο κλειστό «Νίκος Γκάλης» ήταν το χάος ως αναγνώριση της βίας της ίδιας της ζωής. Με τη σκοτεινή πλευρά να αναδεικνύεται ως πιο έντονη, βαθύτερη, με περισσότερες διαστάσεις, ωθώντας σε να εκτιμήσεις το μυστήριο της ύπαρξης. Ήταν ο ήχος της φυσικής ορμής, που κομματιάζει τα πάντα στο διάβα της. Σε μιάμιση ώρα περάσαν λοιπόν 37 χρόνια ιστορίας, δημιουργιών και επιδραστικότητας. Έστω και με την τεράστια απώλεια του Jeff Hanneman και την αποχώρηση του Dave Lombardo.
Στο τέλος της συναυλίας ο Tom Araya στάθηκε μόνος πάνω στη σκηνή, επί 10 λεπτά, με τον κόσμο να μην σκέφτεται καν να φύγει. Ο αποχαιρετισμός του, ήρθε σε σπασμένα ελληνικά: «Ευχαριστώ. Θα μου λείψετε. Αντίο». Τρεμάμενα χέρια, συγκίνηση και σεβασμός. Μια αξιομνημόνευτη εικόνα θάρρους για κάποιον που αντέχει να πει αντίο κι ας γνωρίζει πως δεν πρόκειται να φύγει ποτέ.
{youtube}op06xGjanW8{/youtube}