Άγγελος Κλειτσίκας

Έχει την πλάκα του όταν τα ρολόγια γυρίζουν πίσω μερικές δεκαετίες κατά τη διάρκεια μίας συναυλίας, ενώ ταυτόχρονα συμβαίνει το ίδιο και στον έξω κόσμο. Bλέπετε, όσο το πολυπληθές κοινό του An είχε εισέλθει σε χρονοκάψουλα με προορισμό τα επεισοδιακά 1970s, εκεί έξω μεταφερθήκαμε σε εκείνη την προ-millenium πόλη, η οποία είχε ως μοναδικές δημόσιες συγκοινωνίες τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ. Και αν η πρώτη συνθήκη λειτούργησε ως μαγνήτης έλξης ετερόκλητου κόσμου από τις χιπ δεξαμενές της underground Αθήνας (βλ. stoner, garage, heavy metal, νεοψυχεδέλια), η ξαφνική ανακοίνωση της απεργίας στα μέσα μεταφοράς –ελάχιστες ώρες πριν το live– πιθανώς αποθάρρυνε πολλούς από το χρονικό αυτό ταξίδι. Αν κρίνουμε βέβαια από τη συγκέντρωση, μάλλον μαζεύτηκαν όλοι οι φανατικοί φίλοι των cult μέχρι το μεδούλι Βρετανών, συν μερικοί ακόμη, ίσως από εκείνους που ήθελαν να διαπιστώσουν προς τι ο όλος χαμός.

Acid_2.jpg

Ας μην προτρέχουμε όμως, γιατί, πριν τους headliners, ένα εγχώριο σχήμα κατάφερε να ενθουσιάσει τους ήδη αρκετούς παρευρισκόμενους, αφήνοντας την ψυχή του στο σανίδι του An Club με τρόπο αξιοθαύμαστο και πωρωτικό. Η επιλογή της τετράδας των BUS –πρώην Bus The Unknown Secretary– για το άνοιγμα της συναυλίας έμοιαζε απόλυτα λογική, καθώς τα μέχρι τώρα EP τους (και κάπως λιγότερο το πρόσφατο ντεμπούτο τους, όπου το γύρισαν πιο πολύ στο καθαρόμαιμο heavy metal), μαρτυρούν αρκετές ομοιότητες σε ηχητικό και αισθητικό επίπεδο με το occult βασίλειο των Uncle Acid & The Deadbeats.
 
Έτσι, στα 50 λεπτά της διαολεμένης εμφάνισής τους, μας στρίμωξαν στον τοίχο και άρχισαν να μας γρονθοκοπούν με old-school «σαμπαθικά» ριφάκια, υποβάλλοντάς μας σε μία ανεπιτήδευτη gloom 'n' doom ατμόσφαιρα. Τα stoner στοιχεία που τους αποδίδουν πολλοί δεν έγιναν ποτέ εμφανή με ευθύ τρόπο –μάλλον μία πιο ανεπαίσθητη ψυχεδελίζουσα αύρα είναι αυτή που νοτίζει το ηχητικό τους χαρμάνι. Παρατεταγμένοι στην ίδια ευθεία μπροστά στη σκηνή, οι BUS πρέπει λοιπόν να έπεισαν τους πάντες πως έχουν μελετήσει καλά τους ήρωές τους: χωρίς να προτείνουν κάτι το ανανεωτικό, απέδωσαν έναν ψυχωμένο και απογυμνωμένο από στιλιστικά μπιχλιμπίδια φόρο τιμής σε αγαπημένα, θρυλικά heavy metal συγκροτήματα. Καθιστώντας έτσι την ύπαρξή τους υπολογίσιμη δύναμη σε αυτή τη νέα, ευρωπαϊκή ρετρομέταλ σκηνή που έχει στηθεί τόσο από ονόματα σαν τους Uncle Acid, όσο και από καλλιτέχνες σαν τους Witchcraft ή τους Kadavar.

Acid_3.jpg

Αυτό που συμβαίνει με τους Uncle Acid & The Deadbeats, είναι ο ορισμός της χρυσής συνταγής. Από τη μία, το ηχητικό τους κράμα διαθέτει πολυεπίπεδη αναφορικότητα σε μπάντες από διάφορα μουσικά στρατόπεδα και δεκαετίες· από την άλλη, αν ξύσει κανείς τον heavy metal φλοιό, αν τρυπήσει τον doom μανδύα και διασπάσει τα garage μέταλλα, θα φτάσει σε έναν πυρήνα με ποπ βάση, εκείνης της λογικής που (υπο)κινεί και το heavy στοιχείο στους Queens Of The Stone Age. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν που κατάφεραν να γκελάρουν σε ομάδες κόσμου που δεν είναι ικανές να συζητήσουν μεταξύ τους για μουσική, καθώς έχουν ελάχιστα κοινά σημεία αναφοράς. Win-win καταστάσεις, όχι αστεία.

Acid_4.jpg

Έτσι, ο Kevin Starrs –χαμένος κάπου μέσα στα μακριά, ίσια, καστανά, μουσειακής χρήσης μαλλιά του– βγήκε με θεατρική εσάνς στο σανίδι του club όπου είχαν ξαναπατήσει και πριν 2 χρόνια με την παρέα του. Έχοντας πλήρη επίγνωση της δυναμικής και της αγάπης που έχει λάβει το πρωταρχικό τους υλικό, καθώς και μία μαρκετίστικη αντίληψη για το τι είναι «προτιμότερο» να παίξουν στο αθηναϊκό κοινό, παρουσίασαν μία setlist με έμφαση στις δύο πρώτες τους δουλειές. Γρήγορα άρχισαν έτσι να σχηματίζονται αρμονικές θάλασσες από παλλόμενα κρανία, με τo “Mind Crawler” και κυρίως το “Over And Over” να είναι υπεύθυνα για τον πανικό. Όταν δε ακολούθησαν τα “Death’s Door” και “13 Candles”, συνειδητοποιήσαμε ότι η μπάντα δεν έχει ιδιαίτερη διάθεση να προωθήσει τη νέα της δουλειά, αλλά να μας βουτήξει στον gloomy δυναμίτη του ντεμπούτου της.

Acid_5.jpg

Από τον καινούριο δίσκο ξεχώρισαν οι ζωντανές εκτελέσεις των “Pusher Man” και “Inside”, χωρίς όμως ποτέ να προκαλέσουν την έκσταση που επέφεραν τα “I'll Cut You Down” και το “Withered Hand Of Evil” στο φινάλε. Όλες οι στιγμές όπου τα riffs παλαιάς κοπής του Starrs συγχρονίζονταν με εκείνα του Rubinger ήταν απολαυστικές, όπως ήταν και οι στιγμές όπου η μπάντα έβρισκε μία δαιμονισμένη ροή, που δεν σε άφηνε να δραπετεύσεις από το κινηματογραφικό της b-horror σύμπαν. Νομίζω όμως ότι τελειοποιήσαν τόσο αποστειρωμένα και επίμονα αυτή την ολόδικιά τους ρετρό φόρμουλα, ώστε πολλές φορές ένιωθες τη μονοτονία της επαναληπτικότητας του υλικού να υποσκελίζει τη δεδομένη ενέργεια που εξέπεμπαν ζωντανά.

Acid_6.jpg

Το σχήμα από το Cambridge έκλεισε έχοντας αφήσει πίσω του ένα κοινό ηλεκτρισμένο, να απολαμβάνει τις επίγειες ενσαρκώσεις παλαιότερων ηρώων του. Μπορεί λοιπόν η βραδιά της Παρασκευής στο An Club να σήκωσε ένα νοσταλγικό αεράκι βγαλμένο από τον σκληρό ήχο των 1970s, αλλά όταν εκεί έξω υπάρχουν συγκροτήματα παρακινούμενα από την ίδια αγάπη γι' αυτές τις μπάντες με τη δική σου, απλώς θέλεις να βρεθείς στον ίδιο χώρο μαζί τους για να νιώσεις κι εσύ κομμάτι της άτυπης, ρομαντικής συνέχειας μίας ιερής παράδοσης.

{youtube}52AahZfpqsc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured