Ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι συνθέτης με ιδιαίτερα ελληνικά αντανακλαστικά. Η ματιά του στα εγχώρια πράγματα και στα όποια σύνορα γινόταν να χαραχθούν με τα κυρίαρχα διεθνή πρότυπα, έχει πολλάκις πιστοποιηθεί ως μοναδική, βαθιά, σημαντική.
Δεν απόρησα όμως καθόλου με τη μελοποίησή του στη Σονάτα Του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου (1956), καθώς διαπίστωνα την πλήρη της σύμπλευση με τα Δυτικά λόγια μέτρα –εκείνα του Ρομαντισμού κυρίως, άλλωστε το ίδιο το έργο παραπέμπει στον Μπετόβεν– και τη σαφή της απόσταση από το ντόπιο, λαϊκότερο στοιχείο: ο Ρίτσος, ως γνωστόν, θεωρούσε αδιανόητο να ντύνεται η ποίησή του «με τα ρούχα του Τσιτσάνη» (όπως έχει πει εύστοχα ο Μίκης Θεοδωράκης, ενθυμούμενος τα του Επιταφίου). Θα ήταν λοιπόν απρεπές να προτείνει ο Ξαρχάκος οτιδήποτε τέτοιο, κι ας βρίσκεται εκεί το φόρτε του ως δημιουργού. Ως αποτέλεσμα, βέβαια, μείναμε με μουσική συμπαγή και πολύ καλά τοποθετημένη ως προς τη λυρικότητα και τις εξάρσεις της Σονάτας Του Σεληνόφωτος, μα σε καμία περίπτωση σπουδαία.
Νομίζω ωστόσο πως, ό,τι κι αν έπλαθε ο Ξαρχάκος, μεγάλο στοίχημα της παράστασης ήταν τελικά η Μαρινέλλα. Η πρώτη τους αυτή επί σκηνής συνάντηση τράβηξε το αναμενόμενο ενδιαφέρον –ελάχιστες θέσεις έμειναν άδειες χθες στο Κτίριο Δ΄ της Πειραιώς 260 κι ας υπήρχε η επιλογή για δύο ακόμα παραστάσεις (σήμερα, αύριο) για όσους ήθελαν να αποφύγουν το κλειστό λόγω συγκέντρωσης διαμαρτυρίας Σύνταγμα– και η ετυμηγορία του πλήθους υπήρξε αναντίρρητα καταιγιστική: ο κόσμος την καταχειροκρότησε όρθιος, δίχως φειδώ σε μπράβο και ιαχές. Και δεν ήταν άδικος ο ενθουσιασμός.
Η Μαρινέλλα βγήκε έξω από τα νερά της αντιμετωπίζοντας τη Σονάτα Του Σεληνόφωτος. Δεν ήταν θέμα ούτε ταιριαστής φυσιογνωμίας/ηλικίας (δεν νομίζω πως υπήρχε καλύτερη επιλογή), ούτε φωνής (κρατεί καλά, παρά τις λογικές απώλειες): έπρεπε να ισορροπήσει μεταξύ πρόζας και τραγουδιού, βουτώντας στο βένθος της πλήρους επαναποτοθέτησης ενός ατόμου απέναντι στον κόσμο. Τα βιώματα του παρελθόντος, οι αγωνίες του παρόντος, η φθορά του χρόνου, τα πάνω/κάτω των καιρών, τα όσα ποιητικώς συμβόλιζε η παραμονή στο σπίτι και η δειλή λαχτάρα για το έξω –για μια μικρή έστω βόλτα στο λαμπερό σεληνόφως– όλα ρέουν γύρω από την ηρωίδα και μέσα στον μονόλογό της (ή, έστω, στον διάλογό της με έναν νεαρό άνδρα τον οποίον ποτέ δεν βλέπουμε). Οδηγώντας στην καταλυτική παρουσία του επείγοντος τώρα, στην ανάγκη ο επανατοποθετημένος απέναντι στον εαυτό του άνθρωπος να συμβαδίσει ξανά με τους υπόλοιπους, στην ασβεστωμένη πολιτεία που μαζί μοιράζονται.
Η Μαρινέλλα μπόρεσε λοιπόν να μεταμορφωθεί, ως έναν βαθμό. Υπήρχαν στιγμές δηλαδή στις οποίες ξέχναγες ποια ήταν κι έβλεπες μπροστά σου μόνο την ηρωίδα του Ρίτσου, ειδικά στα στιγμιότυπα εκείνα που καθόταν στην πολυθρόνα και μας διηγιόταν. Από την άλλη, έμεινε πιστή και στο ίματζ του ινδάλματος: μέσα στο μαύρο της φόρεμα, στα πήγαινε/έλα της στη σκηνή, λουσμένη στα φώτα των προβολέων ή στρατηγικά τοποθετημένη στις άκρες τους, ήταν η Μεγάλη Κυρία του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου που τόσος κόσμος αγάπησε.
Αυτό είχε βέβαια το τίμημά του, καθώς δεν έλειψαν οι φορές στις οποίες ο τόνος γινόταν υπέρμετρα μελοδραματικός –και δεν ταίριαζε κάτι τέτοιο στο ποίημα, δεν ήταν φυσικό δηλαδή κάθε «άφησέ με να 'ρθω μαζί σου» να ηχεί τόσο δακρύβρεχτο, σαν να επρόκειτο ν' ακολουθήσει το «Καμιά φορά λέω ν' αλλάξω ουρανό»... Όμως χωρίς τη συγκεκριμένη περσόνα, χωρίς αυτόν τον «παράγοντα Μαρινέλλα» (αν μου επιτρέπετε) δεν θα ήταν δυνατόν να φτάσουμε σε ένα τόσο μεγαλειώδες φινάλε. Όπου πάνω στα σκαλιά, στο σύνορο οικείας/πολιτείας, η ηρωίδα του Ρίτσου –αξεδιάλυτη πλέον από τη γνωστή μας Μεγάλη Κυρία– άνοιγε την αγκάλη της στην προοπτική του μέλλοντος. Πώς να μην την καταχειροκροτήσεις;
Όμως η Μαρινέλλα ευτύχησε να έχει και δύο εξαιρετικούς συμμάχους. Πρώτα και κύρια, τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο. Έναν σεμνό, μα παθιασμένο και πολύ ουσιαστικό εκτελεστή, ο οποίος ζωντάνεψε την παρτιτούτα του Σταύρου Ξαρχάκου, βρίσκοντας πάντα τον σωστό τρόπο να εντυπώνεται στα δρώμενα: πότε με βροντερά κρεσέντο, πότε ως διακριτικός συνοδός, βαπτισμένος στον λυρισμό του Ρίτσου (τσεκάρετε και το Φαγιούμ του 2009 –μία από τις λίγες αξιόλογες δισκογραφικές καταθέσεις στο έντεχνο των τελευταίων χρόνων). Τα περαιτέρω εύσημα ανήκουν στη Σοφία Αλεξιάδου, για τα καταπληκτικά φώτα. Παρότι δεν είδαμε χρώματα, η ελαφρά παρουσία καπνού έδωσε στους κίτρινους προβολείς την ημιφωτισμένη εκείνη άχλυ του σπιτικού πορτατίφ, ενώ η διάταξή τους και οι γωνίες απέδωσαν ένα πανηγυρικό σεληνόφως όταν η πρόζα έφτασε στο «πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος».
Μακάρι να σκαρώσουν και κανάν δίσκο μαζί, Ξαρχάκος, Μαρινέλλα & Νεοφυτίδης, σκέφτηκα βγαίνοντας στην Πειραιώς.