Αν το μυαλό και το μάτι αναζητά πάντα το εμφανές, τότε στα ανατολικά του Παρισιού δεν βλέπεις τίποτε άλλο πέρα από την Disneyland. Ένα μαγικό μέρος, όνειρο κάθε παιδιού, αλλά και ενήλικου που θέλει να ξανανιώσει εμπειρίες και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων. Αν πάντα ψάχνεις το παραπάνω και το τι μπορεί να βρίσκεται πίσω από αυτό που βλέπεις, τότε το μυαλό σου δουλεύει με πιο καχύποπτους ρυθμούς. Έτσι, αν η ενασχόλησή σου σε αυτό περιορίζεται στο μαγικό αυτό μέρος της Γαλλίας και βάλεις και λίγο τρέλα ή φαντασία, τότε σίγουρα ανήκεις στους πιστούς των D-A-D. Αυτοί οι τύποι από τη Δανία έχουν βαλθεί εδώ και χρόνια να ανακαλύψουν τα μυστήρια που συμβαίνουν στην Disneyland μετά το κλείσιμο των πυλών και το δείχνουν με τα κομμάτια τους, αλλά κυρίως με τη σκηνική τους παρουσία. Η δική μας φυσική παρουσία στο μακρινό Gothenburg της Σουηδίας έτυχε της ευκαιρίας να τους παρακολουθήσει ζωντανά και αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν θέλαμε να χάσουμε.
Ξεπερνώντας, πιο γρήγορα κάθε φορά, τα πολιτισμικά σοκ της οργάνωσης, του ήχου, της τήρησης των ωραρίων και της αντιμετώπισης σαν οπαδό και πελάτη, βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, στην πρώτη γραμμή του πολύ καλού live venue Trädgår’n, έτοιμοι να δούμε από κοντά το show των γειτόνων της χώρας που μας φιλοξενούσε. Το opening act της βραδιάς, κάποιοι THE FLOOR IS MADE OF LAVA, δεν μπορώ να πω ότι κόλλαγαν ιδιαίτερα στο όλο feeling. Συμπαθητικοί μεν, άσχετοι δε με το συναίσθημα που θα θέλαμε να έχουμε εκείνες τις στιγμές, έπαιξαν τα κομμάτια τους και σε πολλούς είδα ότι άρεσαν. Μία μίξη alternative rock με στοιχεία grunge και stoner δεν ήταν η δικιά μας προτίμηση, όμως σίγουρα ξεχώρισα 1-2 κομμάτια που θα μπορούσαν να τους κάνουν γνωστούς στους fan του είδους. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ίσως είναι και μόνο δική μου ιδέα, είναι ότι και τα 4 μέλη του συγκροτήματος έφερναν εμφανισιακά και σύμφωνα με το ντύσιμό τους στα 4 βασικά μέλη των RED HOT CHILI PEPPERS. Ο τραγουδιστής είχε το αλανιάρικο και επαρχιακό style του Anthony Kiedis, ο μπασίστας τις κινήσεις και την καράφλα του Flea, ενώ οι ομοιότητες του drummer και του κιθαρίστα με τους Chad Smith και John Frusciante αντίστοιχα ήταν εμφανείς, τόσο εμφανισιακά όσο και παικτικά. Τι να πω, συγκυρία ή επιτηδευμένη κίνηση;
Καθώς η ώρα έφτανε για την εμφάνιση των D-A-D και ο καπνός κάλυπτε ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της σκηνής, μπορούσαμε ήδη να νιώσουμε τη σκοτεινή ατμόσφαιρα και τα μυστήρια να μας κατακλύζουν. Τέσσερις εντελώς διαφορετικά ντυμένες φιγούρες, τόσο όμως συνδεδεμένες μεταξύ τους, ξεκινούν ένα show απαράμιλλο και αντάξιο της ιστορίας τους. Στη μέση όλων ο Jesper Binzer, ο ‘’χωριάτης’’ της μπάντας, δίνει την εικόνα του ανθρώπου που πατάει για πρώτη φορά το πόδι του στη μεγάλη, γεμάτη νέες και μυστηριακές ιδέες, πόλη και αλήθεια, πόσο μα πόσο φέρνει στο μυαλό την εικόνα του Κώστα Χατζηχρήστου σε ανάλογους ρόλους! Στα δεξιά του ο αδερφός του Jacob, που ενσαρκώνει τον μάγο, τον ταχυδακτυλουργό, την μαγική δύναμη των Δανών. Και, ω τι έκπληξη! Ο άνθρωπος που δίνει ζωή στους ανθρώπους της Disneyland που είναι επιδέξιοι στα χέρια, είναι ο κιθαρίστας. Από την άλλη, ο drummer Laust Sonne αντιπροσωπεύει τη νέα δύναμη, τη νεόφερτη μορφή μαγείας και κυριλέ τρόπων. Τέλος, η μεγαλύτερη μορφή όλων, ο μπασίστας Stig Pedersen. Ο άνθρωπος που έχει αναγάγει το παίξιμο μπάσου σε hobby και την κατασκευή του σε καθημερινή, ευχάριστη ασχολία. Είναι πλέον γνωστό ότι κατασκευάζει ο ίδιος τα μπάσα του, όλα μοναδικά και με δύο μόνο χορδές. Άλλωστε, όπως έχει δηλώσει, δεν χρειάζεται και παραπάνω. Είναι η τρέλα του group, πολλοί χαρακτήρες σε έναν και πραγματικά μία απόλαυση στο να τον παρακολουθείς όταν παίζει live, αλλά και να τον ακούς να σου μιλάει όταν έχεις την ευκαιρία.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι και χαρακτήρες σχηματίζουν τους D-A-D, ένα συγκρότημα παρεξηγημένο και πολύ υποτιμημένο, που ξεκίνησε να παίζει cowpunk και έχει φτάσει σήμερα να αντιπροσωπεύει το Ευρωπαϊκό hard rock με αξιοπρέπεια. Ένα συγκρότημα που μας έδωσε την δυνατότητα σε 1 ώρα και 45 λεπτά να δούμε ζωντανά κομμάτια από σχεδόν όλο το παρελθόν τους, αλλά και από την τελευταία τους δισκογραφική προσπάθεια, με τίτλο ‘’DIC.NII.LAN.DAFT.ERD.ARK’’. Η ροή του προγράμματος ήταν τόσο σωστή και καλά σχεδιασμένη, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι δουλειά προγραμματιστή, αν είχαμε να κάνουμε με υπολογιστή. Το πόσο γρήγορα φτάσαμε στο τελευταίο κομμάτι του κανονικού set, ‘’Bad Craziness’’, έχοντας περάσει από όλες τις μορφές τρόμου, φαντασίας, οπτικής, διαστροφής και φόβου, αδυνατούσα να το συνειδητοποιήσω. Και όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, το μόνο σίγουρο είναι ότι περνάς καλά.
Το encore, σε δύο μέρη, μας θύμισε πρώτα για μία ακόμα φορά πως και στον πιο πρόσφατό τους δίσκο έχουν ωραίες συνθέσεις και μας χάρισε το κομμάτι-σήμα κατατεθέν της μπάντας, το ‘’Sleeping My Day Away’’. Ένα κομμάτι που όλοι στο χώρο γνώριζαν και αυτό φάνηκε για τα καλά. Επίσης είναι ένα κομμάτι που προκαλεί στον γράφοντα ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση, για άγνωστους ακόμα λόγους, οπότε ήταν και ένας ακόμα λόγος για να απομακρυνθεί κάθε είδους έγνοια και οι στίχοι του να τραγουδηθούν δυνατά και ένθερμα. Στο δεύτερο μέρος έριξαν λίγο τους ρυθμούς με το ακουστικό ‘’Laugh N' A ½’’, για να κλείσουμε με το εκπληκτικό ‘’It’s After Dark’’, τραγουδισμένο από τον Stig Pedersen και περίπου 1500 ακόμα άτομα, σε ένα περιβάλλον που είχε μόλις δεχτεί όλα τα παράδοξα των closed hours της Disneyland και ήταν έτοιμο για το τελειωτικό χτύπημα, πριν ανοίξει και πάλι τις πόρτες του για το νεανικό κοινό.
Οι τρελο-Δανοί είχαν κάνει το θαύμα τους. Είχαν μόλις τελειώσει μία σχεδόν άρτια εμφάνιση, γεμάτη από όλες τις εκφάνσεις ενός αρρωστημένου μυαλού. Για όλη αυτή την ώρα ήμασταν υπνωτισμένοι, παραδομένοι στους ρυθμούς του Stig Pedersen και της παρέας του. Αφημένοι σε λίγες ώρες που το μυαλό ξεφεύγει από τη λογική και ταξιδεύει σε ένα μέρος που όλα μπορούν να συμβούν και που η πραγματικότητα πάει περίπατο. Οι συναυλίες που σε κάνουν να νιώθεις κάτι τέτοιο, νομίζω όλοι θα συμφωνήσετε, είναι άξιες θαυμασμού και επευφημίας. Και οι D-A-D με τα καμώματά τους επί σκηνής και τα γεμάτα φαντασία κομμάτια τους, μας ταξίδεψαν. Αν βλέπεις τέτοια live μια φορά την εβδομάδα, τι να το κάνεις το ‘’μαύρο’’;!