Εκτός εποχής μας βρήκε αυτό το έκτατο Up The Hammers, με τον χαρακτηρισμό ''special edition'' να το συνοδεύει και να πρόκειται ουσιαστικά για μια συναυλία των CRIMSON GLORY, συνοδευόμενη από μερικά πολύ δελεαστικά ορεκτικά. Ένα από τα ωραιότερα εξ' αυτών (MIDNIGHT PRIEST) για κακή μας τύχη ακύρωσε τελευταία στιγμή.
Το εκνευριστικό πήξιμο της Αχαρνών, δυστυχώς μου κόστισε το εναρκτήριο κομμάτι των ASGARD. Με εξαιρετικό ήχο από το πρώτο κιόλας συγκρότημα, κάτι που συνεχίστηκε και στο υπόλοιπο της βραδιάς με μικρές αυξομειώσεις, το Κύτταρο ενισχύει την πεποίθηση μου ότι αποτελεί τον καλύτερο ίσως συναυλιακό χώρο αυτή τη στιγμή. Λόγω της πολύ πρόσφατης δημιουργίας του συγκροτήματος και την ακόμα πιο πρόσφατη κυκλοφορία του εκρηκτικού ντεμπούτου τους, δεν ήταν πολλοί αυτοί που τους περίμεναν με προσμονή, αλλά σίγουρα είναι αρκετοί αυτοί που θα τους τσεκάρουν μετά από αυτή την εμφάνιση, κάτι που φάνηκε άλλωστε και από την ολοένα αυξανόμενη ανταπόκριση του κοινού κατά τη διάρκεια ενός set που, όπως ήταν φυσικό, βασίστηκε στο ντεμπούτο τους, το οποίο και απέδωσαν με περίσσιο πάθος και ενέργεια στην εντέλεια. Είναι γεγονός ότι δεν χρειάζεσαι μεγάλη φαντασία για να τους συσχετίσεις με τους AGENT STEEL, κάτι που ήρθαν να μας επιβεβαιώσουν με μια φανταστική διασκευή στο “Unstoppable Force”, δημιουργώντας μου την επιθυμία να δω τον συγκεκριμένο τραγουδιστή με τους AGENT STEEL, ώστε να τους χαρώ μια φορά όπως τους αξίζει. Asgard Invasion λέμε!
Οι DEXTER WARD, μέχρι στιγμής δεν έχουν καταφέρει να με ξεσηκώσουν με τις συνθέσεις τους, παρά την ομολογουμένως πολύ καλή απόδοσή τους επί σκηνής. Όταν λίγο καιρό πριν τη συναυλία άκουσα το “Ghost Rider” από το νέο τους δίσκο, πραγματικά αναθάρρησα με αυτό τον αμερικάνικης κοπής power metal δυναμίτη, αλλά τελικά ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη και η εμφάνιση τους για ακόμα μια φορά με κράτησε ελαφρώς αποστασιοποιημένο. Είναι βλέπεις που έχω και ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις από αυτούς, γιατί το να τους χαρακτηρίσεις κακή μπάντα είναι σίγουρα πολύ μακριά από την πραγματικότητα.
Γιώργος Θεοφανόπουλος
Αμέσως μετά την εμφάνιση των DEXTER WARD, τα ηνία του live ανέλαβαν οι πάντα ισοπεδωτικοί INNERWISH. Πολλές φορές στο παρελθόν μας έχουν προσφέρει αξιομνημόνευτες εμφανίσεις και από την αρχή και το “The Signs Of Our Lives”, όλα έδειχναν πως θα είμαστε μάρτυρες ακόμα μίας. Για μία ακόμη φορά λοιπόν, απέδωσαν ζωντανά κομμάτια από όλες τις δισκογραφικές τους δουλειές, με ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία, που τιτλοφορείται “No Turning Back”. Για κάποιο λόγο που μου προκάλεσε τρομερή έκπληξη, είχαν ίσως τον καλύτερο ήχο της βραδιάς. Σε τέτοιο σημείο που να μπορώ να τον χαρακτηρίσω ως και «άριστο», λαμβάνοντας ως δεδομένες τις συνθήκες και φυσικά το χώρο. Οι μυημένοι έδιναν τρελή μάχη με τις αντοχές τους, οι νέοι απλά μάθαιναν και ωρίμαζαν και το συγκρότημα έδινε τα ρέστα του επί σκηνής. Σε αυτό το άκρως πορωτικό μοτίβο φτάσαμε σιγά σιγά στα “Waiting For The Dawn” και “Ready For Attack” που έκλεισαν τη μία περίπου ώρα που είχαν στη διάθεση τους και άφησαν ένα πολύ metal χαλί για να υποδεχτούμε τους CRIMSON GLORY.
Όσες φορές έχω βρεθεί να παρακολουθώ ζωντανά τους INNERWISH, πάντα έπαιζαν τόσο δυνατά σαν να μην υπάρχει αύριο. Δεν φανταζόμουν ποτέ όμως, ότι αυτό το «αύριο» θα βρισκόταν κάποια στιγμή σε αμφιβολία. Λίγο πριν το τέλος μας ανακοίνωσαν το δυσάρεστο νέο της αποχώρησης του Μπάμπη Αλεξανδρόπουλου από τον ρόλο της φωνής και μία από τις ψυχές του group. Ο λόγος δεν είναι κάτι το οποίο γράφεται εύκολα σε ένα live report, αν και δεν αποτελεί και κρατικό μυστικό. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, πρέπει να σταθούμε στο γεγονός. Τα 10 αυτά χρόνια, ο Μπάμπης Αλεξανδρόπουλος άφησε τη σφραγίδα του φαρδιά πλατιά στο 75% της δισκογραφίας του συγκροτήματος, πορεύτηκε μαζί τους στα εύκολα, αλλά και στα δύσκολα και έδινε απλόχερα πάντα την φανταστική φωνή του στο κοινό που δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει ότι μιλάμε για μία από τις καλύτερες εγχώριες φωνές. Οι δρόμοι χωρίζουν υπό τις καλύτερες συνθήκες, όσο και να μας φαίνεται λυπηρό αυτό. Κάθε πλευρά πλέον κοιτάζει μπροστά και εμείς δεν έχουμε παρά να δώσουμε τις ευχές μας κατευθείαν από καρδιάς. Στους INNERWISH για τη συνέχεια που ελπίζουμε να είναι ανάλογη του παρελθόντος και στον ίδιο το Μπάμπη που πραγματικά ευχόμαστε να πετύχει και να είναι καλά σε ότι και να επιλέξει να κάνει. Τέλος εποχής! Και στα καλύτερα που, ελπίζουμε, έρχονται!
Χρήστος Δουλγεράκης
Με λιτές λέξεις, οι CRIMSON GLORY του έτους 2011, αποτελούν το ισχυρότερο επαναδραστηριοποιημένο heavy metal σχήμα των 80’ς, τουλάχιστον όσον αφορά τη ζωντανή του απόδοση επί σκηνής και όσα διαδραματίστηκαν στο Κύτταρο την 23η του Οκτώβρη δεν ήταν τίποτα πέρα από πλήρη επίδειξη της δυναμικής τους. Απλά κι όμορφα! Από το σημείο που κυμαίνονταν μεταξύ φθοράς και αστάθειας, έπειτα από το άδοξο δεύτερο τέλος της συνεργασίας τους με τον Midnight και την επαναπρόσληψη του Wade Black, ένα αναπάντεχο γύρισμα της τύχης έφερε σε επαφή τον αρχηγό του σχήματος Jon Drenning με έναν, μέχρι πρώτιστος άγνωστο drummer, οι φωνητικές ικανότητες του οποίου κατέληγαν αναπάντεχα θαυμαστές και συγκρίσιμες των υψηλών γραμμών που χαρακτήριζαν τον «Μεγάλο». Η θέση του τραγουδιστή ήταν και η πιο καταραμένη άλλωστε για τους CRIMSON GLORY, καθώς πέραν των δυσπρόσιτων δυνατοτήτων, το συναίσθημα που απορρέει από τη περιγραφθείσα χροιά, καταλήγει ιδιαίτερο σε βαθμό που δύσκολα αναπληρώνεται από τον οποιονδήποτε ερμηνευτή.
Ο Todd La Torre όμως δείχνει επάξιος συνεχιστής του έργου που άφησε ο Midnight και όχι μόνο για το ατσάλινο σθένος της φωνής του. Ένας πραγματικά άρτιος front man χαρακτηρίζεται από πολλά στοιχεία, όπως η σκηνική παρουσία, η επικοινωνία του με τον κόσμο, αλλά και το γενικότερο vibe που θα προσδώσει επί σκηνής. Ο Todd έμοιαζε ενθουσιώδης, γεμάτος ενέργεια και διάθεση να περάσει τέλεια εκείνη τη βραδιά, με το ίδιο να ισχύει και για τα υπόλοιπα μέλη του σχήματος, τα οποία παρέμειναν σε άρτια κατάσταση με πρώτο και σημαντικότερο το πρόσωπο του Jon Drenning. Πραγματικά, υπήρξαν σημεία κατά τα οποία απόρησα πως ήταν δυνατό να δείχνει ΤΟΣΟ ορεξάτος μέσα σε ένα club βυθισμένο σε συνθήκες σάουνας, αλλά καθ’ όπως φαίνεται οι CRIMSON GLORY αποφάσισαν να σεβαστούν το παρελθόν τους, αγγίζοντας standards όσο το δυνατό πιο πιστά στις «ένδοξες μέρες» τους, κάτι που απαιτεί και πολύ κόπο και ιδρώτα για να γίνει.
Σε ποια περίοδο όμως ανήκουν τα περιγραφθέντα standards; Όπως ενδεχομένως να υποθέτει ο κάθε άνθρωπος που απουσίαζε αυτής της εμφάνισης, το setlist του σχήματος κάλυψε αποκλειστικά τις δύο πρώτες δουλειές του, με μοναδικές παραλείψεις να αποτελούν τα “Heart Of Steel” και “Transcendence” και τη θέση αυτών να καλύπτει το υπεράξιο “War Of The Worlds”, κομμάτι που, κατ’ εμέ, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από το συνθετικό επίπεδο «εκείνης» της εποχής. Η γεύση μάλιστα έμοιαζε και λίγο ενδιαφέρουσα για το λόγο ότι πήραμε μια μικρή ιδέα του πως θα ακούγονταν οι ανάλογες συνθέσεις του “Astronomica” με τον Midnight στη φωνή, κάτι που είχε τεθεί αρχικά σε πρόγραμμα επανηχογράφησης. Και όπως ήταν πλήρως αναμενόμενο, ο κόσμος έδειχνε πλήρως εκστασιασμένος, απολαμβάνοντας και τραγουδώντας κάθε τελευταίο στίχο ενός συνόλου τραγουδιών που σφράγισε ένα εφηβικό απωθημένο. “The party is just beginning”, φώναξε ο Drenning στο μικρόφωνο κι αυτή ήταν η αλήθεια γιατί η όλη συναυλία δεν ήταν κάτι άλλο από ένα μεγάλο party. Την αποθανάτιση αυτής μάλιστα έμελλε να προσφέρουν οι ίδιοι οι CRIMSON GLORY, με τον Todd να ζητά την κάμερα ενός τυχαίου παρευρισκόμενου για να φωτογραφίσει το κοινό που σύσσωμο τραγουδούσε.
Εν κατακλείδι λοιπόν, η εμφάνιση των CRIMSON GLORY φέρει απίστευτα πολλά θετικά, αλλά και ορισμένα αρνητικά σημεία, με τα μειονεκτήματα να αντικατοπτρίζονται, σε πρώτη φάση, στην αμφιλεγόμενη ποιότητα του «μπουκωμένου» ήχου, ενώ, σε δεύτερη, στα ερωτήματα που ανακύπτουν αναφορικά με το δισκογραφικό μέλλον του σχήματος. Προσωπικά δε γνωρίζω κατά πόσο θα επιθυμούσα ένα νέο album από πλευράς CRIMSON GLORY, για το λόγο ότι εκείνο το βράδυ παρακολούθησα τη μαγεία των δύο πρώτων δίσκων να ξεδιπλώνεται με τρόπο τόσο μαγικό, που ένας ενδεχόμενα μέτριος δίσκος θα το κατέστρεφε. Και όσον αφορά τον Todd La Torre; Αποτέλεσε τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή της βραδιάς, έναν front man ικανό να υποστηρίξει τις υψηλές απαιτήσεις που θέτουν οι ερμηνείες του Midnight σε σημείο τόσο ικανοποιητικό, που θα μπορούσε κάλλιστα να δηλώσει κανείς πως ακόμη και το αναπάντεχο “Dream Dancer” είχε μικρή σημασία πια έπειτα από το πέρας της εκτέλεσης του “Lost Reflection”, στιγμιότυπο που παρέμεινε καθοριστικό μέχρι τέλους.
Ως γνωστόν, ο Midnight υπήρξε ένας χαρισματικός τραγουδιστής, όχι μόνο για τις χαρακτηριστικά υψηλές του νότες, αλλά και την απερίγραπτη λυρικότητα που χαρακτήριζε την ερμηνευτική του πλευρά. Υπήρξε όμως και αυτοκαταστροφική προσωπικότητα, με τη μεγαλύτερη παγίδα της ζωής του να κρύβεται στην ερμηνεία ενός κύκνειου άσματος που άφηνε υποσχέσεις για μια ανερχόμενη δύναμη, ικανή να κοντράρει το μεγαλείο των ήδη καταξιωμένων QUEENSRYCHE. Μήπως οι CRIMSON GLORY δε σμίλευσαν πρώτοι το δικό τους “Screaming In Digital”; Ο Todd La Torre φάνηκε να το κατανοεί απόλυτα τη στιγμή που ερμήνευε πλήρως παραστατικά το ρόλο του, φορώντας τη μάσκα του Midnight. Κι όσο κι αν θα επιθυμούσα εδώ να κλείσω την περιγραφή με τον πλέον διθυραμβικό τρόπο, ομολογώ πως μια αίσθηση ρίγης με διαπέρασε εκείνη τη στιγμή χάριν της μορφής ενός ανθρώπου που έμοιαζε εγκλωβισμένος, αντί μιας σοφίτας, στα στεγανά μιας μποτίλιας με ποτό. Οι αναμνήσεις από το Rockwave μένουν έντονες βλέπετε, με τρόπο που το συναίσθημα υπενθύμισε πως ένα τεράστιο ταλέντο χάθηκε δίχως ουσιαστικό λόγο.