Είναι από τις μέρες που δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Για πολλούς μουσικούς, η επιστροφή σε παλιές δόξες και μπάντες, είναι συνήθως δίκοπο μαχαίρι. Κινδυνεύεις να ρεζιλευτείς απίστευτα ρισκάροντας το όνομά σου. Κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς αποτυχημένος και ξεπεσμένος. Για τα δύο εναπομείναντα μέλη των NEVERMORE, το ερώτημα είχε δύο απαντήσεις και κλήθηκαν να διαλέξουν τη σωστότερη. Όταν ο Warrel Dane και ο Jim Sheppard έμειναν μόνοι τους στους NEVERMORE, έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν με καινούρια μέλη την επιτυχημένη πορεία τους ή αν θα άφηναν πίσω τους αυτό το κεφάλαιο, ασχολούμενοι με άλλα projects. Καλώς ή κακώς επέλεξαν να ξαναενώσουν τους SANCTUARY και σίγουρα κρίνονται εκ τους αποτελέσματος.
Μάρτυρας και κριτής σε αυτή τους την προσπάθεια είχε την ευκαιρία να είναι και το ελληνικό κοινό που, πριν από πολλές άλλες χώρες, θα παρακολουθούσε την ζωντανή αναβίωση των ‘’Refuge Denied’’ και ‘’Into The Mirror Black’’ και ως άλλο σώμα ενόρκων θα αποφάσιζε για το αν αυτό το reunion έπρεπε να γίνει. Η δεύτερη και τελευταία συναυλία των SANCTUARY στην Ελλάδα, έλαβε χώρα στις 25 Σεπτεμβρίου 2011 και οι πρώτες ανταποκρίσεις από την εμφάνισή τους την προηγούμενη μέρα στην συμπρωτεύουσα, έκαναν λόγο για θρίαμβο.
Τη βραδιά άνοιξαν οι δικοί μας DISHARMONY, που επιβίωσαν και κέρδισαν το διαγωνισμό για την επιλογή του support group, μεταξύ πολλών άλλων συγκροτημάτων που φιλοδοξούσαν να βρεθούν σε αυτή τη θέση. Δυστυχώς δεν είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής τους, καθώς προσήλθα σχετικά αργά στο Gagarin 205, όμως όσο είδα και από σχόλια ατόμων που ήταν ώρα εκεί, δεν φάνηκαν να ενθουσιάζουν και πολλούς. Οι επιρροές τους από NEVERMORE ήταν απολύτως εμφανείς, το πάλεψαν, αλλά ο μόνιμος αντίπαλος των άσημων group στην Ελλάδα (συχνά ακούει στο όνομα: ‘’ήχος’’) κέρδισε και πάλι. Για μία ακόμη φορά χαντακώθηκε support στο όνομα της ανικανότητας να παραχθεί σωστό ηχητικό αποτέλεσμα και ακόμη και κάποιο καλό συγκρότημα να προκύψει κάποια στιγμή, δεν θα καταφέρει τίποτε άλλο από μία συνεχή βαβούρα, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ο αμύητος με τη μπάντα, τι ακριβώς παίζουν. Τριτοκοσμικό!
Γύρω στις 22.00 τα φώτα σβήνουν και η εισαγωγή με το ‘’The Mystic’s Dream’’ της Loreena McKennitt αποτελεί το τέλειο χαλί και δημιουργεί την τέλεια ατμόσφαιρα για να ξεκινήσει η εμφάνιση των Αμερικανών. Το ‘’Eden Lies Obscured’’ μας εισάγει στην παρουσίαση των δύο διαμαντιών που κυκλοφόρησαν στα τέλη των 80’s και η υπερκινητικότητα είναι ήδη εμφανής στις τάξεις του κόσμου. Τα ‘’Die For My Sins’’ και ‘’Battle Angels’’ που ακολούθησαν προκάλεσαν τον μέγιστο χαμό και πλέον είχαμε αρχίσει να νιώθουμε ότι γινόμαστε μάρτυρες της αναβίωσης των SANCTUARY.
Ως εκείνο το σημείο τα πράγματα, από πλευράς απόδοσης του συγκροτήματος, ήταν μέτρια προς καλά, όμως έδειχναν να ανεβαίνουν κομμάτι με το κομμάτι. Ο Dane έβρισκε σιγά σιγά τα πατήματά του και η φωνή έβγαινε όλο και καλύτερα όσο περνούσε η ώρα. Ομολογουμένως ο ήχος ήταν αισθητά καλύτερος την ώρα που οι SANCTUARY βρίσκονταν στη σκηνή (αφού το support είχε γίνει το πειραματόζωο) και έτσι μπορούσαμε να ακούσουμε και άλλα όργανα εκτός από το μπάσο και τα drums. Από την άλλη ο Jim Sheppard ήταν από την αρχή κεφάτος, ενώ και ο Lenny Rutledge έβρισκε τη διάθεση του όσο έβλεπε πως ο κόσμος συμμετείχε ενεργά και τραγούδαγε σχεδόν κάθε στίχο. Το σίγουρο είναι πως όλοι φάνηκαν να το ευχαριστιούνται.
Έπαιξαν το μεγαλύτερο μέρος των δύο album τους, διασκευές σε JEFFERSON AIRPLANE και στο ‘’Animal Magnetism’’ των SCORPIONS, ενώ ακόμα και έτσι υπήρχαν και ελλείψεις. Είμαστε λίγο αχάριστοι ως κοινό. Και αν το ‘’The Third War’’ είναι πλέον πολύ δύσκολο να βγει, γιατί είναι τραγουδισμένο στα ύψη, νομίζω πως ένα ‘’Ascension To Destiny’’ θα μπορούσαν να το πουν. Αυτά όμως είναι πταίσματα, από τη στιγμή που όσα κομμάτια επέλεξαν να αποδώσουν, τα απέδωσαν με τον καλύτερο τρόπο, δυνατά και με πάθος. Σχετικά γρήγορα πέρασε η ώρα μέχρι το τελευταίο κομμάτι του κανονικού set, που η εκτέλεση του ήταν και η καλύτερη της βραδιάς για τον γράφοντα. Κατά τη διάρκεια του ‘’Veil Of Disguise’’ πραγματικά μου σηκώθηκε η τρίχα.
Έλειψαν μόνο για λίγο, για να επιστρέψουν στο encore με δύο ακόμα ύμνους που περιμέναμε πως και πως. Τα ‘’Long Since Dark’’ και ‘’Taste Revenge’’ έκλεισαν τα περίπου 90 λεπτά που διήρκησε η εμφάνισή τους και σε αυτά, κοινό και συγκρότημα έγιναν ένα. Πολύς λαός ανεβοκατέβαινε στη σκηνή με αλλεπάλληλα stage diving και crowd surfing να δίνουν και να παίρνουν. Σε κάθε στιγμή σε όλο το encore ήταν τουλάχιστον 7-8 άτομα από το κοινό πάνω στη σκηνή να τραγουδούν και να χτυπιούνται μαζί με τον Warrel Dane και την παρέα του. Αν αυτό συνέβαινε σε λογικά πλαίσια, θα το έβρισκα πάρα πολύ ωραίο. Από τη στιγμή όμως που γίνεται κατάχρηση και πολλές φορές κινδυνεύουν και να καταστραφούν πεταλιέρες και άλλα όργανα από την απροσεξία, τότε φτάνει τα όρια του ζωαδισμού. Μάταια ο δεύτερος κιθαρίστας προσπαθούσε να προστατεύσει τον εξοπλισμό του, ενώ έπαιζε ταυτόχρονα, από τα κύματα των κανιβάλων που τα πάταγαν. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν διαφωνώ με το να υπάρχει τέτοιου είδους επικοινωνία μεταξύ οπαδών και συγκροτήματος, αρκεί αυτό να γίνεται σε ανθρώπινα πλαίσια και τα πράγματα του μουσικού να τυγχάνουν ανάλογου σεβασμού.
Συμπερασματικά η πεντάδα από το Seattle ήρθε για να αποδείξει ότι είναι ακόμη ζωντανή και εν μέρει το κατάφερε. Παίζοντας δυνατά και παθιασμένα πέτυχε να κερδίσει την προσοχή και τον καλό βαθμό των όσων παρακολουθούσαν, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι υπάρχει ζωή μετά τους NEVERMORE. Από τη στιγμή που μπορούν να δίνουν συναυλίες τέτοιας ποιότητας, αξίζουν σίγουρα το σεβασμό και την στήριξη των οπαδών τους. Αν και ο επερχόμενος και πολυαναμενόμενος νέος δίσκος τους φτάνει σε τέτοια επίπεδα ώστε να τους διατηρήσει ψηλά, τότε πλέον θα μιλάμε για μία πλήρη αναβίωση και αναγέννηση των SANCTUARY. To test ήταν δύσκολο και το πέρασαν. Η κρίση ήταν θετική. Η απόκριση θα είναι;
Υ.Γ.: Καλό θα ήταν κάποιοι κύριοι, που θέλω να πιστεύω ότι δεν άνηκαν στο κύριο σώμα της διοργανώτριας εταιρίας, να καταλαβαίνουν μία ειδοποιό διαφορά: Όταν ο καλλιτέχνης δεν θέλει να υπογράψει ή να βγάλει φωτογραφίες μετά τη συναυλία, δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα. Το εκφράζει και τελειώνει εκεί το θέμα. Όταν όμως ο ίδιος ο μουσικός δείχνει την επιθυμία του να μιλήσει και να φωτογραφηθεί με ανθρώπους που ίσως περιμένουν χρόνια για μία τέτοια στιγμή, δεν νομίζω ότι έχει κανείς το δικαίωμα να στερεί αυτή την ευκαιρία σε καμία από τις δύο πλευρές.