Το Space Ιs Οnly Νoise είναι ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Nicolas Jaar και, χωρίς περιστροφές, αποτελεί μία ιδιαίτερη συνεκδοχή της εποχής μας. Ο μόλις 21 χρονών Αμερικανο-χιλιανός βγάζει ένα αποτέλεσμα αβίαστο, διαγράφοντας ταυτόχρονα στο σώμα του άλμπουμ την πρόθεση του τεχνίτη που εποπτεύει το υλικό του.

Αντιλαμβάνομαι την υλικότητα του ήχου, το μεθοδικό βλέμμα, τη φυσικότητα στη χρήση του λογισμικού και τη συμπλήρωση του MIDI ως μία στάση αυτοπεποίθησης μέσα στις ατραπούς της ηλεκτρονικής μουσικής. Η αυτοπεποίθηση αυτή είναι (σε μεγάλο ποσοστό) έρωτας για τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίστηκε η ώσμωση μουσικής και χώρου στον 20ό αιώνα. Ο Nicolas Jaar αντλεί δηλαδή από περιπτώσεις όπως εκείνες των Erik Satie, La Monte Young, Max Neuhaus και Brian Eno, αρχικά για να αφουγκραστεί και ύστερα για να κατασκευάσει συγκεκριμένα το περιβάλλον στο οποίο επιθυμεί να βυθίσει τον ακροατή.

Το στοιχείο της βύθισης αποτυπώνεται ως το βασικότερο αισθητηριακό εργαλείο του Jaar, αφού είναι μέσω εκείνου που αναπτύσσεται η διατύπωση Ο Χώρος Είναι Μόνο Θόρυβος. Η διάλυση του χώρου στη θορυβώδη αλληλοεπικάλυψη συχνοτήτων λειτουργεί λοιπόν ως το σημείο φυγής του δίσκου, ενώ η μουσική σύνθεση αποτελεί μία ανακατασκευή αυτού του θορύβου. Ίσως το καλύτερο σημείο για να αντιληφθεί κανείς καλύτερα την εν λόγω ανακατασκευή να είναι η διαχείριση της φωνής, όπως δουλεύεται σε όλη την παραγωγή.

Στο “Être”, που ανοίγει το άλμπουμ, ο Jaar χρησιμοποιεί το γαλλικό «να είναι» για να δώσει σημειολογικά τη ρευστότητα των μορφών που θα αναπτύξει στη συνέχεια. Όχι τυχαία, ξεκινάει με ήχους από νερό. Μια φωνή κάνει πιο συγκεκριμένη την αφηρημένη σκέψη, μιλώντας για ένα σώμα το οποίο βγαίνει από το νερό: για το σώμα της στεριάς, για το νερό ως ένα σώμα από...νερό! Σιγά-σιγά μαζεύονται έτσι υλικά που έχουν επενδυθεί στη συλλογική μνήμη. Σχηματίζεται μια καθημερινότητα με δικές μας αναμνήσεις, από εμπειρίες που μπορεί να μην είχαμε ποτέ, πραγματικές με τον τρόπο με τον οποίον λειτουργούν λ.χ. τα παραμορφωμένα πορτρέτα του Francis Bacon. Ένα φαντασιακό παιχνίδι αντήχησης. Με το “Colomb” δίνεται στη συνέχεια μια (μικρή) ώθηση σε αυτήν την αντήχηση, με την έμφαση να τοποθετείται στην περίοδο μεταξύ των δύο αλλαγών στην ποιότητα του τόνου. Φτιάχνεται έτσι ο ρυθμός του δίσκου, ο οποίος αρχίζει να τρέχει πιο σταθερά με το σπάσιμο του “Sunflower”.

Τα επόμενα 4 κομμάτια γειτνιάζουν στον χαρακτηριστικό ήχο των EPs που έκαναν γνωστό τον Jaar μεταξύ 2008 και 2010, από όταν κυρίως άρχισε να παίζει στο υπόγειο του Marcy Hotel στη Νέα Υόρκη. Μετατοπισμένος από το μέσο χορευτικό ήθος, με χαμηλά σχετικά bpm, free jazz περάσματα, χιούμορ, breakbeat, ενασχόληση με τα λυσιμελή στοιχεία της house και της techno. Ο κοσμοπολιτισμός του ακούγεται πιο σαφής εδώ, πάντα όμως στημένος διακριτικά. Μινιμαλιστικός όπως μία από τις βασικές επιρροές του, το Thé Au Harem D'Archimède του Ricardo Villalobos (2004). Σε σημεία –ιδιαίτερα όταν αναζητάει την αφροαμερικάνικη του ψυχή διασκευάζοντας Marvin Gaye– το The Space Is Only Noise φέρνει στον νου όχι τόσο τον αστικό ερωτισμό του 1960, αλλά περισσότερο την εικόνα μιας έκφυλης Ευρώπης, εκστασιασμένης από την ίδια της την κούραση να ικανοποιεί (μέχρι και σήμερα) την αποικιοκρατική επιθυμία της: από το Κονγκό μέχρι τις γειτονιές των μητροπόλεών της, στον δρόμο, στα δομημένα της αποθέματα, στο θυμικό όσων τα κατοικούν.

Μετά τη γαλλική του πρόζα, ο Jaar ποτίζει με επιπλέον μπλε το χρώμα του ήχου του στο “Problems With The Sun”, προσθέτοντας ταυτόχρονα σε μειωμένη ταχύτητα διάθεση από το σύμπαν του Sun Ra. Το ομώνυμο του άλμπουμ κομμάτι λειτουργεί κατόπιν αυτόνομα μέσα στο σύνολο, συνεχίζοντας όμως να παίζει με τη μορφή μέσα στον χώρο –είναι η ροζ στιγμή του συνόλου! Απότομα πέφτουμε όμως στη συνέχεια στο σημείο όπου ξεκινήσαμε: μια ανθρώπινη φιγούρα μπερδεύει το σχήμα της με τη γραμμή μιας ακτής. Με το “Almost Fell” και τα κομμάτια τα οποία το ακολουθούν, βλέπουμε τα προσχέδια μιας εξελισσόμενης δυναμικής. Κι εδώ βρίσκεται νομίζω το πιο ενδιαφέρον τμήμα του δίσκου, εύθραυστο όσο και η αίσθηση του “Balance Her In Between Your Eyes”. Στο τέλος ο Jaar ανεβάζει τον ρυθμό με τις χορδές του “Variations”, το οποίο περιλαμβάνει όσα τον ενδιέφεραν σε εκείνα που προηγήθηκαν. Τα μέλη του σώματος έχουν ήδη αρχίσει να συνηθίζουν αυτά τα μοτίβα, τα μικρά κίνητρα για κίνηση. Κίνηση που σβήνει με την αίσθηση της βύθισης και με το πιάνο στα κομμάτια του “^Tre”.

Ο Nicolas Jaar μπορεί να μην ακούγεται τόσο ώριμος όσο οι επιρροές του, όμως κάτι τέτοιο δεν έχει τόση σημασία στη δεδομένη στιγμή. Πιο σημαντικό είναι ότι έχει καταφέρει να ορίσει τον χώρο του μέσα από την τεχνική και την ποιότητα του ήχου του. Το ότι αυτή η ποιότητα μπορεί να ξαφνιάζει αλλά ταυτόχρονα να ηχεί τόσο γνώριμη έχει να κάνει με το ότι προέρχεται όχι απλώς από μελέτη πάνω στα μέσα που διαθέτει, αλλά από διάθεση να καταλάβει σε τι ψυχισμό αναφέρονται και μορφοποιούνται (φαίνεται και από τις κατά καιρούς δηλώσεις του, άλλωστε). Έπειτα, δεν ικανοποιεί τις ανάγκες που αντιλαμβάνεται με άμεσο τρόπο –έτσι θα κατέληγε σε μάρκετινγκ. Αντίθετα, προσπαθεί να βρει και να κινητοποιήσει τα κατάλληλα συναισθηματικά σημεία, ώστε να ξαναθέσει το ζήτημα σε χώρο που θεωρεί πιο κατάλληλο. Προς το παρόν, έχουμε το ρευστό περίγραμμά του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured