Τίτλοι τέλους για το Maestro, μια σειρά που απασχόλησε το τηλεοπτικό κοινό πολύ περισσότερο από όσο περίμεναν ίσως αρχικά οι συντελεστές της, ενώ παράλληλα ξαναέβαλε τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη στις ζωές μας (μια δεκαετία σχεδόν μετά το κινηματογραφικό Ένας Άλλος Κόσμος του 2015). To ταξίδι στους μαγευτικούς Παξούς και την ιδιόμορφη ανθρωπογεωγραφία της, κατά Παπακαλιάτη, Νεοελληνικής πραγματικότητας πέρασε στην (τηλεοπτική) ιστορία, με τα 4 επεισόδια που σηματοδότησαν το φινάλε των περιπετειών του Ορέστη, της Κλέλιας και των υπολοίπων ηρώων της σειράς. (Κριτική Avopolis - Season 1) (Κριτική Avopolis - Season 2)
Η τελευταία αυτή σεζόν δεν διαφοροποιείται αισθητά από την αμέσως προηγούμενη -μιας και αποτελεί τρόπο τινά επέκτασή της- και επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στην έρευνα του αστυνόμου Κουβά (ένας εξαιρετικός, για άλλη μια φορά, Κώστας Μπερικόπουλος) πάνω στον φόνο που συντάραξε το νησί και δείχνει να έχει βάλει όλους τους εμπλεκόμενους σε μια δίνη αποκαλύψεων (άνευ επιστροφής). Η σειρά συνεχίζει να υπηρετεί πιστά ένα πολύ-θεματικό σενάριο με σαφέστατες πλέον προτεραιότητες (είναι εμφανές πως η ιστορία της Μαρίας Καβογιάννη, των νεαρών Χαλκιά και Μπένου και του Φάνη Μουρατίδη κινούν τα βασικά νήματα της πλοκής) ενώ πολλές παράλληλες ιστορίες συμπληρώνουν και ενισχύουν τον βασικό πυρήνα της σειράς – η πατριαρχία και οι πολλαπλές της κοινωνικές προεκτάσεις.
Πίσω από την κάμερα, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης συνεχίζει να θαμπώνει το μάτι με το εύρος της τεχνικής του κατάρτισης – αυτό είναι κάτι που ούτως η άλλως έχει τονιστεί επανειλημμένως και είναι κάτι παραπάνω από προφανές πλέον. Για πρώτη φορά όμως εντοπίζεται τόσο έντονα μια σχετική «κατάχρηση» των δυνατοτήτων του, με ορισμένες σκηνές να μοιάζουν λίγο υπερβολικά σκηνοθετημένες και εκτός της εκάστοτε ειδικής υφολογικής περίστασης. Συγκεκριμένα κάδρα (που «κερδίζουν» εύκολα τον αμφιβληστροειδή στην πρώτη τους εμφάνιση) χρησιμοποιούνται κατά κόρον στη συνέχεια (με μοναδική διαφοροποίηση πχ τον φωτισμό ή τη σκηνογραφία) και φλερτάρουν με ένα αχρείαστο αίσθημα επανάληψης – «μικραίνοντας» την μοναδικότητα της αρχικής σύλληψης. Το τρικ της κατακερματισμένης χρονικά αφήγησης άλλοτε δουλεύει και άλλοτε όχι και τόσο, ενώ για άλλη μια φορά ο ρυθμός και η ροή της σειράς δεν την αφήνουν ποτέ να βαλτώσει – ακόμα και στις στιγμές που σεναριακά μένει στάσιμη.
Έχοντας «χτίσει» μια εναλλακτική, δική του Ελλάδα (με στοιχεία μυθοπλασίας και κοινωνικού ρεαλισμού) στην οποία κατοικεί (πλέον με χειροπιαστή σιγουριά) το σύνολο των χαρακτήρων του, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης αισθάνεται ακόμα πιο άνετος να «τεντώσει» τις ισορροπίες και να «παίξει» με τη φόρμα μιας μεγάλης γκάμας τηλεοπτικών ειδών και υπό-ειδών – όπως αυτά του θρίλερ ή του whodunnit. Δυστυχώς και πάλι, η πολύ-θεματικότητα αποτελεί τον «βραχνά» της πλοκής και κάποιες (άγαρμπα) εμβόλιμες σεναριακές υπό-πλοκές μοιάζουν κυρίως να ενδιαφέρονται για το αναγκαίο «τικ» σε ένα κουτάκι ανησυχιών «που πρέπει να επικοινωνήσει» η σειρά για να είναι σχετική και επίκαιρη – και δεν προκύπτουν οργανικά μέσα από τα γεγονότα και τους χαρακτήρες. Η επανάληψη δε μερικών μοτίβων που έχουν… μάλλον «τερματίσει» στους 2 προηγούμενους κύκλους (όπως πχ ένα μικρό επεισόδιο γυναικείας κακοποίησης μιας γειτόνισσας του χαρακτήρα της Μαρίας Καβογιάννη) ελάχιστη έως καθόλου σημασία δεν εξυπηρετούν στην ουσιαστική πλοκή της σειράς – αντιθέτως «κλέβουν» πολύτιμο τηλεοπτικό χρόνο από ένα φινάλε που έχει ήδη αρκετά ανοικτά μέτωπα για να κλείσει.
Στο δια ταύτα λοιπόν και την κατακλείδα της σειράς, τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους – με ορισμένες ιστορίες να κλείνουν εξαιρετικά (η ιστορία της Μαρίας Καβογιάννη), άλλες να κλείνουν ικανοποιητικά (όπως η ιστορία των νεαρών Χαλκιά και Μπένου) αλλά με αστερίσκο σε κάποιες θεματικές που ίσως άξιζαν να εξερευνηθούν περαιτέρω (εν προκειμένω, εκείνη της αυτοδικίας) και άλλες, όπως του πρωταγωνιστή και της νεαρής συμπρωταγωνίστριας του, να ολισθαίνουν δυστυχώς σε μια πιο διεκπεραιωτική κατάληξη –η οποία και «ξεφούσκωσε» αρκετά με τον καιρό χωρίς να καταφέρει να κρατήσει αμείωτο το ίδιο της αρχικό ενδιαφέρον, λόγω της άνισης σύγκρισης με τις (πολύ πιο ενδιαφέρουσες) ιστορίες των υπολοίπων χαρακτήρων της σειράς.
Το Maestro λοιπόν περνάει στην (τηλεοπτική) ιστορία σαν… μάλλον η καλύτερη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη μέχρι σήμερα και ως μια πολύ σημαντική στιγμή για την εγχώρια τηλεοπτική παραγωγή -αφού η προβολή της από το Netflix σε ολόκληρο τον κόσμο δημιούργησε μια καινούρια συνθήκη για το μέλλον. Η τρίτη σεζόν ίσως και να «περπατούσε» καλύτερα εάν ενσωματωνόταν εξαρχής στην δεύτερη σεζόν και το τελικό αποτέλεσμα «κοβόταν και ραβόταν» σε κάτι πιο σφικτό, άμεσο και συγκεκριμένο. Παρ’ όλα αυτά, το πρόσημο είναι θετικό και η τελευταία εξόρμηση στο νησί των Παξών ολοκληρώνει ικανοποιητικά ένα πελώριο ψηφιδωτό χαρακτήρων και καταστάσεων που μας κράτησε το ίδιο ενδιαφέρον τα τελευταία 2 χρόνια. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης άφησε έναν αστερίσκο για το μέλλον του Maestro αλλά η αλήθεια είναι πως η επιστροφή του στο σινεμά (ειδικά μετά από αυτή την εμπειρία αλλά και με το άνοιγμά του προς την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού) φαντάζει το απολύτως λογικό (και θεμιτό) επόμενο βήμα.