Πρώην αλκοολικός και νυν απεξαρτημένος αρθρογράφος (προσεχώς και πατέρας) καλείται ως ένορκος σε μια υπόθεση ανθρωποκτονίας: μια νεαρή κοπέλα, μετά από έναν καυγά σε ένα μπαρ φέρεται να χτυπήθηκε θανάσιμα από τον φίλο της στο κεφάλι και στη συνέχεια το άψυχο σώμα της να αφέθηκε σε ένα ρυάκι κάτω από μια γέφυρα. Καθώς τα παραπάνω βασικά στοιχεία της υπόθεσης ανοίγονται μπροστά του στα πρώτα λεπτά της δίκης, δεν αργεί να συνειδητοποιήσει πως ίσως να ευθύνεται εκείνος (άθελά του) για τον θάνατο της κοπέλας. Αυτό πυροδοτεί αυτομάτως μια ηθική εσωτερική πάλη για το αν πρέπει να αποκαλυφθεί στο δικαστήριο, ή να μεθοδεύσει την κατεύθυνση που τον εξυπηρετεί.
Το Juror #2 είναι ένα σφικτό-γραμμένο και μελετημένο στη λεπτομέρεια δικαστικό δράμα χαρακτήρων από τον 94χρονο (!) Clint Eastwood, του οποίου οι θεματικές ανησυχίες αναζητούνται στα επίσης ανήσυχα Αμερικανικά 70s - με έναν τονικό και υφολογικό «αέρα» των αντίστοιχων στιβαρών δικαστικών δραμάτων 90s. Ο Eastwood καταπιάνεται με διαχρονικά ζητήματα όχι άγνωστα για εκείνον: To εκ φύσεως ατελές ανθρώπινο χέρι εφαρμόζει τη δικαιοσύνη «τυφλά» μέσω ενός προβληματικού Αμερικανικού συστήματος απονομής αυτής, ενώ οι όποιες καλές προθέσεις πνίγονται μέσα στο σκοτάδι της ανθρώπινης αδυναμίας. Οι δεύτερες ευκαιρίες κρύβουν μια ηθική αμφισημία άμεσα συνυφασμένη με την ελαττωματική ανθρώπινη (πρωτόλεια) φύση, καθώς ο πρωταγωνιστής διασχίζει έναν δύσβατο και μοναχικό δρόμο με μόνο εφόδιο το βαρύ ηθικό φορτίο της συνείδησής του. Ο εξαιρετικά μετρημένος Nicolas Hult είναι μια εμφανέστατη αντανάκλαση του ιδίου του Eastwood, η Toni Collette είναι μια μαγνητική ερμηνευτική παρουσία τεραστίων δυνατοτήτων, ενώ σε β’ ρόλους εντοπίζει κανείς καλούς δευτεραγωνιστές ηθοποιούς όπως τους J.K. Simmons και Kiefer Sutherland. Συνολικά, το αποτέλεσμα είναι ένα μεστό και καλό-ζυγισμένο δικαστικό δράμα εξαιρετικής ροής, το οποίο τολμάει να ρισκάρει σκαλίζοντας μερικές αμφίσημες σταθερές για το Αμερικανικό δικαστικό σύστημα και κατ’ επέκταση τις ηθικές του προεκτάσεις.
Δυστυχώς, η ταινία θα συζητηθεί για τους λάθος λόγους το προσεχές διάστημα (ειδικά δε, όταν κυκλοφορήσει σε κάποια streaming πλατφόρμα και την ανακαλύψει περισσότερος κόσμος) καθώς το παρασκήνιο της κυκλοφορίας της επισκιάζει την ίδια, αλλά και εγείρει πολλές συζητήσεις για το που οδεύει η κινηματογραφική βιομηχανία στο μέλλον: ο νέος (μετά τη συγχώνευση της WarnerMedia με την Discovery, Inc) CEO της Warner David Zaslav, το 2022 ωρύεται σε team meeting της εταιρείας για τα κέρδη που (δεν) απέφερε το Cry Macho - η τελευταία τότε ταινία του Clint Eastwood, η οποία και κυκλοφόρησε σε μια early post-covid era, με περιορισμένη παρουσία σε αίθουσες. Οι executives απαντάνε πως είχαν εξ’ αρχής αμφιβολίες αλλά… ήταν η νέα ταινία Eastwood. Η απάντηση του Zaslav ήταν “δεν κάνουμε εδώ χάρες σε φίλους, τρέχουμε μια επιχείρηση” και έτσι, το 2024 το Juror #2 παίρνει ελάχιστη διανομή (σε 50 αίθουσες μόνο στις ΗΠΑ και ακόμα πιο λίγες σε κάποιες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες) ενώ δεν δίνεται budget για marketing ή extra promotion για κάποιο από τα μεγάλα κινηματογραφικά βραβεία της χρονιάς.
Η αλήθεια είναι πως, παρά τη στενάχωρη εξέλιξη του λανσαρίσματος της ταινίας στις σκοτεινές αίθουσες και την ακατανόητη απουσία οποιασδήποτε Οσκαρικής καμπάνιας υπέρ της, η κινηματογραφική ιστορία θα σταθεί στο ύψος της απέναντι στο τελευταίο (!) μάλλον πόνημα της καριέρας ενός εκ των σπουδαιότερων Αμερικανών δημιουργών του 20ου και 21ου αιώνα. Το Juror #2 θα πάρει τη (υψηλή) θέση που του αρμόζει ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες της ύστερης φιλμογραφίας του Eastwood και οι νέοι, ανήσυχοι και «μελετηροί» δημιουργοί του σύγχρονου Hollywood θα έχουν άλλη μια ταινία να αγκαλιάσουν και να μάθουν από εκείνη. Οι CEO θα ξεχαστούν, ενώ ο Clint Eastwood και η τεράστια παρακαταθήκη του -σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης- θα παραμείνουν αιώνιες σταθερές στο Αμερικάνικο (και μη) σινεμά.
Το σινεμά όμως, σαν βιομηχανία αυτή καθαυτή αλλά και σαν μέσο κοινωνικοποίησης και συλλογικής εμπειρίας «έγραψε» άλλη μια βαριά ήττα. Και αν η πικρή πορεία του Megalopolis στα ταμεία ήταν ένα ακόμα καρφί στη κάσα του σινεμά του δημιουργού -που με προσωπικό ρίσκο προσπαθεί να φέρει το όραμά του ατόφιο στη μεγάλη οθόνη- η αντιμετώπιση του Juror #2 από την Warner με αυτό το τρόπο είναι κάτι ίσως χειρότερο: μια ακόμα πιο ψυχρή παραδοχή (και επιβεβαίωση) πως το ετήσιο business plan του κάθε studio δεν εναρμονίζει τα κριτήρια κατάρτισής του με το καλλιτεχνικό όραμα εκείνων που όφειλε εξ’ αρχής να υπηρετεί – ειδικά τώρα, που το όραμα αυτό πηγάζει από έναν ζωντανό θρύλο της βιομηχανίας, ο οποίος τα τελευταία 50 χρόνια έχει φέρει πολλά δισεκατομμύρια εισπράξεων στο studio, φήμη, Oscars και που καταφέρνει στα 94 του να είναι ακόμα καλλιτεχνικά ακμαίος.