“I want the fairy tale” είχε απαιτήσει η ιερόδουλη Vivian από τον πάμπλουτο επιχειρηματία Edward, καθώς το Pretty Woman έδινε στη Σταχτοπούτα της Julia Roberts το απλόχερο δικαίωμα σε ένα καλύτερο αύριο. Κάπως έτσι το Hollywood, λίγο πριν την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση των αρχών του 1990, σφράγιζε την ατέρμονη πίστη του στο αμερικανικό όνειρο, πασπαλίζοντάς το με την αστερόσκονη ενός διαχρονικού παραμυθιού – ωδή στις ίσες ευκαιρίες και για γαρνιτούρα την απαστράπτουσα λάμψη δύο εξαιρετικά φωτογενών πρωταγωνιστών – απόλυτα icons της αμερικανικής pop κουλτούρας της εποχής.
34 χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης του Tangerine, Florida Project, Red Rocket και μερικών ακόμα ακατέργαστων -μα ατόφιων- διαμαντιών του σύγχρονου ανεξάρτητου Αμερικάνικου σινεμά Sean Baker, έρχεται να παραδώσει τη δική του εκδοχή της Pretty Woman - αυτή τη φορά όμως κινηματογραφώντας το παραμύθι με έναν φακό που αγκαλιάζει τη μη προνομιούχα Αμερική που επιβιώνει στις παρυφές ενός ξεθωριασμένου ονείρου, την αυθεντική λούμπεν Americana που χωράει όλα της τα υπάρχοντα σε ένα δωμάτιο ενός φτηνού μοτέλ με εβδομαδιαίο ενοίκιο και αναζητά ένα συναισθηματικό μαξιλάρι ή ένα παρηγορητικό χάδι στον αγοραίο έρωτα και στα αμέτρητα strip clubs της επαρχίας και των μεγαλουπόλεων.
Σε αυτή την Αμερική ανήκει και η 23χρονη Annie, δηλαδή η Anora -που διαρκώς αποστρέφεται το αρχικό της όνομα, σαν να έχει αποδεχθεί πως η ζωή της δεν χρειάζεται να συσχετίζεται με την, σχετικά νωπή ακόμα, παιδική της ηλικία – μια χορεύτρια σε ένα μεγάλο strip club της Νέας Υόρκης με κανένα μέλλον και καμία φιλοδοξία πέραν του νυχτοκάματου. Εκεί θα γνωρίσει τον γόνο μιας πάμπλουτης ρωσικής οικογένειας και μέσα σε μια βδομάδα, κατά την οποία οι νεανικές ορμές τους θα τερματίσουν κάθε πιθανή ακολασία, σε μια παρόρμηση της στιγμής θα παντρευτούν στο Las Vegas – με την Anora να βλέπει επιτέλους μια ηλιαχτίδα φωτός κόντρα στο μίζερο σκοτάδι που καταπίνει διαρκώς την καθημερινότητά της. Όμως, οι γονείς του νεαρού «σωτήρα» της δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με τις εξελίξεις και θα κινήσουν γη και ουρανό για να βάλουν φρένο στον γάμο και στις όποιες ελπίδες τρέφει η Anora για ένα καλύτερο αύριο.
O Baker, ξενίζοντας ίσως σε πρώτη ανάγνωση, γράφει μια ιστορία ξεφτισμένων ονείρων σε όρους παραμυθιού. Και η Anora είναι, κατά μια έννοια, ένα μετά-μοντέρνο παραμύθι, το οποίο φαινομενικά δομείται ως τέτοιο: ο κύριος κορμός του σεναρίου έχει μια αρκετά ευδιάκριτη δομή τριών πράξεων, η οποία δεν φαίνεται ποτέ να προσπαθεί να διασκεδάσει την ελαφρώς προβλέψιμη γενικότερή του κατάληξη. Αρκετοί χαρακτήρες φλερτάρουν ευθέως με την καρικατούρα, ενώ μπολιάζει και ένα μεγάλο μέρος της ταινίας με στοιχεία που μοιάζουν παράταιρα με το πρότερο έργο του – στοιχεία όπως η screwball κωμωδία και χαρακτήρες που μοιάζουν να ακροβατούν μεταξύ του σινεμά των Coen και του Jarmusch.
Εδώ είναι όμως που εισέρχεται η ειλικρινής και -κυρίως- γνήσια αυτόνομη ματιά του Αμερικανού σκηνοθέτη απέναντι στο απατηλό όνειρο της ίσης ευκαιρίας για τους μη προνομιούχους: H υφολογική ταυτότητά του ανεξάρτητου κινηματογραφιστή δεν χάνεται ποτέ, μετασχηματίζοντας εν τέλει ένα «συμβατικό» σενάριο σε ένα από τα πιο καλογραμμένα «καταραμένα» ταξικά ρομάντζα των τελευταίων ετών. Η παραμυθένια αύρα επιπλέει με το ζόρι μέσα σε μια τρικυμία στυγνού κοινωνικού ρεαλισμού που δεν πιστεύει στους ρομαντικούς μύθους, ενώ το ίδιο το «παραμύθι» διαβάζεται σε όρους σύγχρονους (το ημι-ντοκιμαντερίστικο κλασσικό ύφος του Baker κάνει καίριες εμφανίσεις όποτε χρειάζεται) και απόλυτα συνυφασμένους με την πραγματικότητα που περιβάλλει τους πρωταγωνιστές του. Η Kaurismäki-α αγάπη του Baker απέναντι στην ηρωίδα του απλώνει ένα δίχτυ προστασίας απέναντι στον κυνισμό και την σκληρότητα, όμως οι αμυχές της άνισης πάλης που δίνει η Anora για ένα καλύτερο αύριο πονάνε, αφήνουν ευδιάκριτα σημάδια και οδηγούν την ταινία σε ένα αριστουργηματικό γλυκόπικρο τέλος – ένα από τα πιο έντονα συναισθηματικά φορτισμένα κινηματογραφικά φινάλε των τελευταίων ετών (διόλου τυχαίο που δίπλα του σε αυτή τη λίστα μπορεί να βρει κανείς και εκείνα τα τελευταία εκρηκτικά δευτερόλεπτα του Florida Project).
Η Mikey Madison (η οποία θα πρέπει ήδη μάλλον να προβάρει ευχαριστήριους λόγους για τα μεγάλα events κινηματογραφικών βραβείων της χρονιάς) δίνει μια συναρπαστική ερμηνεία, καθώς αιχμαλωτίζει, με ένα νατουραλιστικό τρόπο παιξίματος, όλη την πολύπλοκη γκάμα μιας 23χρονης με πλήρη επίγνωση του ταξικού τέλματος στο οποίο βρίσκεται. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί της ταινίας ανταποκρίνονται με απόλυτη συνέπεια στους ρόλους τους, με τον μόνιμο πλέον συνεργάτη του Baker, Karren Karagulian να ξεχωρίζει ελαφρώς και να προσφέρει απλόχερα στιγμές ατόφιας Safdie-ικής κωμωδίας.
Για ακόμα μια φορά λοιπόν, οι πραγματικοί outsiders της ζωής έρχονται στο προσκήνιο και το παραμύθι χωρίς πρίγκιπα της Anora έρχεται με μια φανταχτερή ορμητική διάθεση να βρει θεαματικά «τοίχο», στην προσπάθειά του να αγγίξει το αμερικάνικο όνειρο. Το Anora μάλλον δεν είναι η «καλύτερη» ταινία του Sean Baker αλλά αυτό δεν λέει και απολύτως τίποτα επί της ουσίας, καθώς είναι ούτως ή άλλως μια εξαιρετική ταινία και ένας από τους πιο δίκαιους και μεστούς νικητές του Χρυσού Φοίνικα των τελευταίων πολλών ετών. Και, από ότι φαίνεται, αδιαμφισβήτητα μια από τις καλύτερες ταινίες του 2024.