Ο όρος «ελληνικός κινηματογράφος» είναι κάτι που στις μέρες μας μοιάζει να μην έχει αποσαφηνιστεί πλήρως. Από τη μία, οι χρυσές εποχές των ελληνικών ταινιών, κυρίως λόγω της Φίνος Φιλμ αλλά όχι μόνο, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, από την άλλη, υπάρχουν ακόμη στερεότυπα και προκαταλήψεις που κάνουν τον κόσμο να μην επισκέπτεται συχνά τις αίθουσες για τη θέαση ελληνικών παραγωγών. Σε αυτό οφείλεται ίσως και το γεγονός ότι η πληθώρα θεατρικών ηθοποιών προσδίδει σχεδόν πάντα μια παραπάνω θεατρική ματιά και όχι κινηματογραφική στα έργα της μεγάλης οθόνης. Μπορεί κάποιες ταινίες να έχουν κάνει ρεκόρ εισιτηρίων, ωστόσο ακόμη δεν υπάρχει ένα συμπαγές κοινό που θα ακολουθήσει έστω την πλειοψηφία αυτών των παραγωγών. Ακόμα δεν έχει διαμορφωθεί δηλαδή μια σκηνή που να προσφέρει έστω έναν εύλογο αριθμό ταινιών ανά έτος που έχουν ταυτόχρονα ποιοτικό ενδιαφέρον και εμπορικό αντίκρισμα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχουν υπάρξει ωραίες στιγμές τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, είναι γνωστός ο όρος “Greek Weird Wave” που γεννήθηκε από ξένους κριτικούς και αφορούσε μια σειρά ταινιών που κυκλοφόρησαν εν μέσω κρίσης και αφορούν τον ψυχισμό του Έλληνα, που βάλλεται από πολλές πλευρές, όρος που σχετίστηκε πολύ με τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Γιάννη Οικονομίδη. Βέβαια, το "Greek Weird Wave" δεν είναι δόκιμο για όλους. Επίσης, υπάρχουν ταινίες που έχουν ταξιδέψει με τον χρόνο και έχουν αναγνωριστεί κατόπιν εορτής είτε γιατί δεν έπιασαν τον παλμό της στιγμής είτε γιατί δεν έλαβαν θερμό καλωσόρισμα από τους κριτικούς είτε γιατί πολύ απλά κάποια αριστουργήματα θέλουν τον χρόνο τους. Θα αναφέρω, λοιπόν, 10 ταινίες των τελευταίων 10 ετών που ξεχώρισα, αν και ομολογουμένως οι επιλογές θα μπορούσαν να είναι περισσότερες. Υπάρχουν κάποιες ηχηρές απουσίες όπως το Suntan του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, γιατί, αν και βρίσκεται εντός χρόνου, προτίμησα μια λιγότερο γνωστή του ταινία, το Έτερος Εγώ του Σωτήρη Τσαφούλια, η Φόνισσα της Εύας Νάθενα και το ολόφρεσκο Μέντιουμ της Χριστίνας Ιωακειμίδη, διότι έχω αναφερθεί ξανά σε αυτές τις τρεις, τα Μήλα του Χρήστου Νίκου, γιατί απλά δε χώρεσαν, όπως και το 1968 του Τάσου Μπουλμέτη, επειδή ήταν κάτι ανάμεσα σε ταινία και ντοκιμαντέρ, ενώ οι ελληνικές παραγωγές του Γιώργου Λάνθιμου έχουν ξεπεράσει πια τη δεκαετία. Τέλος, σίγουρα υπάρχουν κάποιες που ξεχνώ ή δεν έχω δει.Σε αυτές τις λίστες πάντα σημειώνω τις 5 που είναι οι αγαπημένες μου εξ αυτών (επ’ ουδενί δεν υποβιβάζονται οι υπόλοιπες). Οι ταινίες έχουν τοποθετηθεί με χρονολογική σειρά.

Τετάρτη 4:45

Το 2015 ήταν μία από τις πιο δύσκολες χρονιές για την Ελλάδα. Η συλλογική απογοήτευση των περασμένων δεκαετιών έφεραν μια σειρά αλλεπάλληλων και ριζικών πολιτικών αλλαγών ως τελευταία ανάσα ζωής σε μια χώρα που είχε ταλαιπωρηθεί πολύ. Ο κινηματογράφος υπήρξε ανέκαθεν ένας ιστορικός του παρόντος, πρόβαλλε δηλαδή πάντα τις τωρινές συνθήκες, ακόμη και αν ο μυθοπλαστικός χρόνος αφορούσε κάτι άλλο. Έτσι, οι καλλιτέχνες της εποχής δεν μπορούσαν να γυρίσουν την πλάτη στη λαίλαπα των κοινωνικών αδιεξόδων. Ο σκηνοθέτης Αλέξης Αλεξίου, λοιπόν, προσπάθησε να απεικονίσει την Αθήνα της κρίσης μέσα από ένα εκπληκτικό νέο – νουάρ που ακόμη δεν έχει τύχει της αναγνώρισης που θα έπρεπε. Η πλοκή αφορά την αφετηρία της ελληνικής κρίσης, το 2010. Ο Στέλιος (Στέλιος Μάινας) είναι ο ιδιοκτήτης ενός τζαζ κλαμπ που κάνει το μεράκι του αλλά χρωστάει παντού. Δε φτάνει μόνο το οικονομικό αδιέξοδο αλλά περνάει κρίση και ο γάμος. Ξεχνάει τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα παιδιά του και πλέον η σχέση με τη γυναίκα του Σοφία (Μαρία Ναυπλιώτου) δεν του λέει πολλά, γι’ αυτό και έχει ερωμένη. Ο χρόνος περνάει και εν μέσω εορτών και χριστουγεννιάτικων προετοιμασιών, πρέπει να βρει μια λύση για την επιχείρησή του, διότι όλα δείχνουν πως το κλείσιμο είναι αναπόφευκτο. Έτσι, καταλήγει να ζητήσει βοήθεια από τον φίλο του τον Βάσο (Δημήτρης Τζουμάκης), ο οποίος έχει επαφές με τους τοκογλύφους και ανθρώπους της νύχτας. Όλα δείχνουν πως πάνε από το κακό στο χειρότερο και ο Στέλιος δεν ησυχάζει ποτέ. Η φωτογραφία είναι εξαιρετική, με τα πλάνα από την Αθήνα να αποδεικνύουν ότι αυτή η πόλη μπορεί άνετα να χωρέσει σε ένα ατμοσφαιρικό αστυνομικό έργο ενώ έχουν γραφτεί σχόλια περί κορυφαίας ερμηνείας του Μάινα! Η ιστορία εμπλουτίζεται από πανέμορφα παλιά ελληνικά τζαζ τραγούδια (Τζένη Βάνου, Σταύρος Ζώρας, Μαίρη Λω, Μαίρη Χρονοπούλου, Κλειώ Δενάνδρου κτλ) που ο Αλεξίου έχει ανασύρει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας! Είναι η πρώτη προσωπική αγαπημένη μου!

Ένας Άλλος Κόσμος

Επίσης, το 2015 πραγματοποίησε τη δεύτερη κινηματογραφική του απόπειρα ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης. Η ταινία με τίτλο «Ένας άλλος κόσμος» παρουσιάζει την ταραχώδη καθημερινότητα των Ελλήνων μέσα στα χρόνια της κρίσης, σε επίπεδο προσωπικό, κοινωνικό, οικονομικό και επαγγελματικό. Οι συνθήκες ζορίζουν πάρα πολύ, η Αθήνα χάνει την ταυτότητά της, η ακροδεξιά βρίσκει πρόσφορο έδαφος για επάνοδο, το προσφυγικό ζήτημα θεριεύει, όπως και ο ρατσισμός. Η αφήγηση είναι σπονδυλωτή και έχει να κάνει με την καθημερινότητα τριών ζευγαριών διαφορετικής ηλικίας (νεαροί, μεσήλικες και μεγαλύτεροι), που φαινομενικά φαίνονται τρεις τελείως διαφορετικές περιπτώσεις αλλά δεν είναι! Στην πρώτη περίπτωση, η Δάφνη (Νίκη Βακάλη) γνωρίζει μέσω μιας κακής συγκυρίας τον Φάρις (Τόφικ Μπάρομ), έναν μετανάστη από τη Συρία και συνάπτουν μια ερωτική σχέση με πάθος, που έρχεται σε κόντρα όμως με τα πιστεύω του ακροδεξιού πατέρα της Δάφνης, τον Αντώνη, που υποδύεται ο Μηνάς Χατζησάββας. Από την άλλη, ο Αντώνης βρίσκεται σε παροξυσμό λόγω της γενικότερης κοινωνικής κατάστασης και οι πράξεις του, καθοδηγούμενες από την οργή και την απελπισία, μετατρέπονται σε επικίνδυνες και ακραίες ενώ ταυτόχρονα ο γάμος του με τη Μαρία, που ενσαρκώνει η Μαρία Καβογιάννη καταρρέει. Σε αυτό συμβάλλει ιδιαίτερα η γνωριμία της Μαρίας με τον Σεμπάστιαν (Τζέι Κέι Σίμονς), έναν Γερμανό καθηγητή Ιστορίας, με τον οποίο έρχονται κοντά κάθε φορά που πάνε από κοινού για ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Πέραν αυτών, ο Γιώργος (Χριστόφορος Παπακαλιάτης) που έχει να αντιμετωπίσει τα δικά του οικογενειακά και επαγγελματικά προβλήματα, ερωτεύεται την Ελίζε (Άντρεα Όσβαρτ), μια Σουηδέζα που έχει καταφθάσει στην Ελλάδα με σκοπό την εξομάλυνση της εταιρείας, στην οποία εργάζεται και ο Γιώργος. Αυτό σημαίνει μεταρρυθμίσεις, απολύσεις και μειώσεις μισθών. Οι τρεις ιστορίες συγχωνεύονται με έναν διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχει συνηθίσει ο Παπακαλιάτης. Ο ίδιος δεν κατέχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μιας που όλοι οι ρόλοι είναι άψογα μοιρασμένοι, η φωτογραφία από τα όμορφα και τα άσχημα σημεία της πρωτεύουσας φυσικά και εντείνει την ασφυξία της εποχής, παράλληλα η μουσική είναι η ιδανική υπόκρουση στο κάδρο μιας πόλης που γκρεμίζεται, ενώ οι ερμηνείες του Χατζησάββα (η τελευταία της καριέρας του γιατί έφυγε από τη ζωή πριν βγει στις αίθουσες η ταινία), του Σίμονς (που είχε προηγουμένης στεφθεί με το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για το Whiplash) και η κωμικοτραγική φιγούρα της Καβογιάννη, έχουν μείνει αξέχαστες. Πρόκειται για την πιο ώριμη και ξεχωριστή στιγμή της καριέρας του (ανώτερη του Maestro), σύμφωνα με τα υποκειμενικά μου κριτήρια.

Amerika Square

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η ταινία του Γιάννη Σακαρίδη που κυκλοφόρησε το 2016 που αποτελεί ένα σκληρό κοινωνικό αφήγημα που αντικατοπτρίζει τα επίκαιρα (και μόνιμα) χαρακτηριστικά της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας. Όπως προανέφερα, το σινεμά συνοψίζει τα στοιχεία του παρόντος και σε μια Ελλάδα που μαινόταν και δεχόταν συνεχόμενα χτυπήματα, το οικονομικό αδιέξοδο, η φτωχοποίηση, ο ρατσισμός και η κοινωνική αναταραχή ήταν θέματα που δε θα μπορούσαν να μείνουν εκτός των ιστοριών της οθόνης. Έτσι και εδώ, η περίπτωση σχετίζεται με τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους που συναντιούνται στην Πλατεία Αμερικής, μια γειτονία που σκοπίμως έχει χρησιμοποιηθεί και ως τόπος αλλά και ως τίτλος, διότι συγκαταλέγεται σε ένα από τα σημεία της πόλης όπου βρήκαν καταφύγιο και φιλοξενία πολλοί μετανάστες που ήρθαν εν μέσω κοινωνικού αναβρασμού στην Αθήνα. Εκτός αυτού, πρόκειται για μία από τις περιοχές που για τον ίδιο λόγο ακριβώς, έχει δεχθεί συχνά ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς αποκαλώντας την από ένα ευρύ μέρος του κόσμου ως παρηκμασμένη και επικίνδυνη. Όλα αυτά συγκλίνουν στην υπόθεση του έργου, όπου ο Μπίλι (Γιάννης Στάνκογλου), ένας σχεδιαστής τατουάζ μπλέκεται σε αλλόκοτες και πρωτοφανείς περιπέτειες εξαιτίας του φίλου του Νάκου (Μάκης Παπαδημητρίου), ο οποίος έχει αρχίσει να ενστερνίζεται εθνικιστικές αντιλήψεις και θέλει να περάσει και στην πράξη ετοιμάζοντας ένα πανούργο σχέδιο! Η Θέμις Μπαζάκα, ο Ερρίκος Λήτσης και ο Αλέξανδρος Λογοθέτης συμπληρώνουν το παζλ των αξιόλογων ερμηνειών. Ταυτόχρονα, υπάρχουν όμορφα πλάνα από τη Rebound, ένα από τα ιστορικότερα κέντρα της εναλλακτικής κουλτούρας στην Αθήνα, που έχει πια κλείσει.

Ευτυχία

Λίγο πριν φύγει η δεκαετία των 10’s και συγκεκριμένα το 2019, η βιογραφική ταινία για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, της μεγάλης στιχουργού του λαϊκού τραγουδιού, σκηνοθετημένη από τον Άγγελο Φραντζή, ήρθε για να ταράξει τα νερά και να κάνει τον κόσμο να προσέλθει στις αίθουσες ή μάλλον καλύτερα στα drive in και τις θερινές προβολές που επέτρεπαν συγκεκριμένο αριθμό ατόμων και μέτρα ασφαλείας δεδομένης της συνθήκης της πανδημίας που είχε πρόσφατα ξεσπάσει. Η ταινία αποτελείται από δύο διηγήσεις, μία που δείχνει την Ευτυχία νέα (Κάτια Γκουλιώνη) και μία που τη δείχνει μεγαλύτερη (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Η ιστορία δείχνει πως η Παπαγιαννοπούλου ένας άνθρωπος που ζούσε κυριολεκτικά για την τέχνη αλλά δεν το έκανε και θέμα, όπως λέει η φράση. Έγραφε στίχους για να μπορεί να βιοπορίζεται, αδιαφορώντας για την αναγνώριση του ονόματός της. Ο δρόμος της ζωής δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, καθώς αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έχασε το ένα της παιδί και παράλληλα δεν μπορούσε να αντισταθεί στον δαίμονα του τζόγου. Το καστ περιλαμβάνει μια ευρεία ομάδα ηθοποιών που υποδύονται αξιοπρεπέστατα τον ρόλο που έχει ο καθένας να φέρει εις πέρας. Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης παίζει τον σύντροφο ζωής της, που τον γνώρισε μετά τον πρώτο της γάμο και της άλλαξε τη ζωή, ο Θάνος Τοκάκης παίζει τον επιστήθιο ομοφυλόφιλο φίλο της που στάθηκε δίπλα της σαν αδερφός ενώ παρευλάνουν η Λίλα Μπακλέση και η Ευαγγελία Συριοπούλου στους ρόλους των παιδιών της, η Ευγενία Σαμαρά ως εγγονή της, ο Παύλος Ορκόπουλος ως πρώτος σύζυγος, ο Λεωνίδας Κακούρης ως Βασίλης Τσιτσάνης, ο Κρατερός Κατσούλης ως Μανώλης Χιώτης, ο Χάρης Μαυρουδής ως Απόστολος Καλδάρας, ο Αντώνης Λουδάρος ως Μάνος Χατζιδάκις, η Χρύσα Ρώπα ως Σωτηρία Μπέλλου, η Ματθίλδη Μαγγίρα ως Ρένα Βλαχοπούλου, η Κατερίνα Διδασκάλου ως Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Φοίβος Δεληβοριάς ως κονφερασιέ κτλ. Πρόκειται για τη δεύτερη αγαπημένη μου ταινία της δεκάδας!

Digger

Παρά την επέλαση της πανδημίας, το 2020 εμφανίζεται παράδοξα με τρεις πολύ όμορφες κινηματογραφικές αφηγήσεις, για να αποδείξει ότι το καλαίσθητο μπορεί να ανθίσει παντού και πάντοτε. Η πρώτη ταινία είναι το Digger, μια ωδή στην κλιματική αλλαγή και στις σχέσεις γονιού και παιδιού. Στο «πράσινο» έργο του Τζώρτζη Γρηγοράκη, ο Νικήτας (Βαγγέλης Μουρίκης) ζει σε ένα απόμακρο ορεινό χωρίο όπου ασχολείται με τις αγροτικές του καλλιέργειες και προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα οικολογικά και οικονομικά ζητήματα που προκύπτουν λόγω της οικολογικής καταστροφής αλλά και της γραφειοκρατικής δυσκολίας που δυσχεραίνει το έργο των αγροτών και συχνά τους οδηγεί στην παραίτηση των σχεδίων τους, με αποτέλεσμα η επαρχία να ερημώνει. Οι συνθήκες ζωής του Νικήτα θα του προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη δυσφορία τη στιγμή που θα εμφανιστεί, μετά από 20 χρόνια, ο γιος του Τζόνι (Αργύρης Πανταζάρας). Δεν είναι μόνο ο ξαφνικός ερχομός που ξεβολεύει τον Νικήτα αλλά και το γεγονός ότι ο γιος του ζητάει μερίδιο του κτήματος, το οποίο έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του και η οποία έχει φύγει από τη ζωή, δηλαδή η πρώην σύζυγος του Νικήτα. Οι δύο εκρηκτικές φιγούρες θα έρθουν πολλές φορές σε κόντρα μέχρι να καταφέρουν και οι δύο να αποδεχτούν την ύπαρξη του άλλου. Βέβαια, όλες οι κληρονομικές επιδιώξεις αλλά και οι προσωπικές διαφορές μοιάζουν μικρές μπροστά στο πελώριο θηρίο της κλιματικής αλλαγής αλλά και στην ανατρεπτική δύναμη της αγάπης, που μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω. Μέσα σε όλα αυτά, η άγρια φύση της Χαλκιδικής, είναι το ιδανικό μέρος, για να λάβουν χώρα όλες οι συγκρούσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, αλλά και για να προβληθούν τα ελληνικά τοπία με έναν τρόπο που σε σημεία θυμίζει αμερικάνικο κινηματογράφο. Αυτή είναι η τρίτη αγαπημένη μου επιλογή της δεκάδας.

Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς

Το 2020 ήταν η χρονιά που βγήκε και η ταινία «Η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη. Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία με στοιχεία γουέστερν, από αυτές που μόνο ο Οικονομίδης θα μπορούσε να δημιουργήσει. Κάπου κοντά στη Λαμία και εν μέσω ενός αφόρητου καύσωνα, οι ιστορίες της νυχτερινής επαρχιώτικης ζωής περιπλέκονται με έναν τρόπο υπόγειο, ριψοκίνδυνο και συμπαθητικά γκροτέσκο. Η Όλγα (Βίκυ Παπαδοπούλου) και ο Μάνος (Βασίλης Μπισμπίκης) έχουν έναν παράνομο δεσμό που θέλουν να φέρουν στην επιφάνεια, ειδικά η Όλγα. Εκείνη είναι σύζυγος του σεσημασμένου στην περιοχή εργοστασιάρχη Σκυλογιάννη (Γιάννης Τσορτέκης) και εκείνος είναι πρώην τραγουδιστής και νυν ιδιοκτήτης σκυλάδικου. Όταν αποφασίζουν να μείνουν μόνιμα μαζί, δεν αργεί η στιγμή που ο Σκυλογιάννης συνειδητοποιεί ότι η Όλγα εκτός ότι τον απατά, του έχει υποκλέψει και ένα εκατομμύριο ευρώ. Τίποτα όμως δε φαίνεται παράξενο στο σύμπαν του σκηνοθέτη, γιατί την ίδια στιγμή που οι γκάνγκστερ της επαρχίας αλληλοσκοτώνονται, κάποιος μπορεί να δακρύζει με μια γλυκιά μελωδία ή να τσακώνεται με τη μάνα του για τα ταπεράκια με το φαγητό που του έχει ετοιμάσει. Ο σκηνοθέτης είναι γνωστός για την απεικόνιση της βάναυσης και κυνικής πλευράς των Ελλήνων. Μέσα από τη συνεχόμενη ένταση, την αθυροστομία και τις συγκρούσεις, προσπαθεί να φέρει τον θεατή / ακροατή αντιμέτωπο με τις κοινωνικές παθογένειες της Ελλάδας. Αυτός είναι και ο λόγος που άλλοτε είναι συμπαθής και άλλοτε όχι, καθώς δεν υπάρχει ενδιάμεση προτίμηση στις ταινίες του. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι βάζει τη δική του σφραγίδα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Φυσικά και από αυτήν του ταινία δε θα μπορούσε να μην κάνει ένα έστω μικρό πέρασμα ο Βαγγέλης Μουρίκης! Ιδού το τρίτο αγαπημένου μου έργο της λίστας.

Monday

Το Monday του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου είναι ένα αθηνολατρικό φιλμ που προβλήθηκε και αυτό για πρώτη φορά το ’20. Είχε προηγηθεί η επιτυχία του σκηνοθέτη με το Suntan (2016), ένα έργο σταθμός στη σύγχρονη ελληνική φιλμογραφία και ο Παπαδημητρόπουλος επέστρεψε με ακόμα μια αισθηματική / δραματική που διαδραματίζεται την εποχή του καλοκαιριού. Η ταινία απαθανατίζει την πορεία της ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε δύο Αμερικανούς, την Κλόη (Ντενίζ Γκοφ) και τον Μίκι (Σεμπάστιαν Σταν), που γνωρίζονται στις διακοπές τους στην Αντίπαρο. Ως γνωστόν, το καλοκαίρι είναι η εποχή που όλες οι αναστολές μειώνονται, ο καύσωνας είναι αδυσώπητος και η θερινή ραστώνη κάποιες φορές τυλίγει σαν γλυκιά θαλπωρή τις καρδιές των ανθρώπων, ειδικά όταν αυτοί αναζητούν μια ξέφρενη ερωτική ιστορία. Αυτή η γνωριμία τους οδηγεί σε μια ατέρμονη σεξουαλική απόλαυση, μέσα από ωμές περιγραφές, ρομαντικές τρέλες, ακόμα και μια δίχως προηγούμενο γυμνή οδήγηση των δύο πάνω σε μια μηχανή, στους άδειους θερινούς Αθηναϊκούς δρόμους, λίγο προτού καταλήξουν στην ασφάλεια. Όταν όμως οι δύο ήρωες αποφασίζουν να συγκατοικήσουν, έρχονται αντιμέτωποι με τη σκληράδα της καθημερινότητας και τη ρουτίνα που επηρεάζει κάθε σχέση. Επιπλέον, ως γνωστόν, ο έρωτας μπορεί να σε κάνει να πετάξεις στα ουράνια αλλά μπορεί να σε ρίξει και στα τάρταρα με την ίδια ορμή. Η σχέση των δύο πρωταγωνιστών ανθίζει και περνά μέσα από πολλά σκαμπανεβάσματα την ίδια στιγμή που οι δρόμοι της Αθήνας ξεχειλίζουν από ερωτισμό, η Κυψέλη γίνεται τόπος σωματικής και πνευματικής συνεύρεσξς και βέβαια από το κάδρο δε λείπει η Αντίπαρος, το αγαπημένο νησί του σκηνοθέτη που πρωταγωνίστησε και στο Suntan. Τον φίλο του ζευγαριού υποδύεται ο Γιώργος Πυρπασόπουλος. Η έννοια της ελευθερίας μεταφέρεται και εδώ στη γύμνια των σωμάτων, τα οποία σπαρταρούν για περιπέτεια και ηδονή. Ακόμα μια ταινία που βρίσκεται στις αγαπημένες μου!

Πίσω από τις Θημωνιές

Η συγκεκριμένη ταινία είναι από τις πιο πρόσφατες επιλογές. Με στοιχεία που θυμίζουν το Digger και στιβαρή κινηματογραφική υφή, στα όρια του ντοκιμαντέρ, το «Πίσω από τις Θημωνιές» πραγματεύεται τον αγώνα της βιοπάλης που αντιμετωπίζει μια τριμελής οικογένεια στην παραμεθόριο. Η Ασημίνα Προέδρου κατασκευάζει έναν κόσμο ωμό και παλαβό, πολύ κοντά στην πραγματικότητα των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων. Οι δραματικές νότες της ταινίες προσδίδουν μεγάλη ευαισθησία και προβληματισμό στα μάτια και τα αυτιά των παρευρισκόμενων, αν οι ίδιοι επιλέξουν να δουν τελείως ρεαλιστικά τον ρου της ιστορίας. Στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, λοιπόν, στη λίμνη Δοϊράνη, τα μεταναστευτικά ρεύματα έχουν εγκλωβιστεί λόγω των απαγορεύσεων εισόδου σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτό, πολλοί άνθρωποι προερχόμενοι από τις χώρες της Ανατολής, επιχειρούν να βρουν απάγκιο στα ελληνικά εδάφη. Ο Στέργιος (Στάθης Σταμουλακάτος) σκέφτεται σοβαρά να αναμιχθεί σε παράνομες μεταφορές προσφύγων βλέποντας τα χρήματα να στερεύουν και θέλοντας να βοηθήσει με τον λάθος τρόπο την οικογένειά του. Αφορμή γι’ αυτό στέκονται οι έκνομες εργασίες του κουνιάδου του Δημήτρη (Πασχάλης Τσαρούχας), ο οποίος είναι αδερφός της συντηρητικής γυναίκας του Μαρίας (Ελένη Ουζουνίδου). Η κόρη τους Αναστασία (Ευγενία Λάβδα), από την άλλη, νιώθει ότι η οικογένειά της δεν την εκφράζει και προσπαθεί δειλά δειλά να εσυγχρονιστεί και να απομακρυνθεί από τα πουριτανιστικά δεσμά που της έχουν φορέσει με το ζόρι. Ο Χρήστος (Χρήστος Κοντογεώργης) είναι ο λόγος που τη γεμίζει με ζωντάνια και αισιοδοξία και μαζί θα προσπαθήσουν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα της δυσβάσταχτης καθημερινότητας στην κοινότητά τους.

Animal

Το Animal έκανε πρεμιέρα τα περασμένα Χριστούγεννα και έλαβε αξιοσημείωτες θετικές κριτικές, παρόλο που η πλοκή σχετίζει με τη δύσκολη μοίρα των εποχιακών εργαζόμενων στα θερινά θέρετρα το καλοκαίρι. Η Σοφία Εξάρχου έχει φτιάξει την ιστορία της Κάλιας (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), μιας ανιματέρ που είναι υπεύθυνη να δείξει στους νέους της ομάδας τα μυστικά του επαγγέλματος, δηλαδή των χορευτικών επιδείξεων σε ένα all – inclusive ξενοδοχείο, που δεν αναφέρεται σε ποιο μέρος (μάλλον νησί) της χώρας βρίσκεται. Η δουλειά και η προετοιμασία ειδικά είναι εξαντλητική αλλά οι απολαβές όχι οι αναμενόμενες. Αυτή η παγιωμένη κατάσταση της σεζόν είναι καταβάθος ψυχοφθόρα για τα μέλη του προσωπικού του ξενοδοχείου, τα οποία παρόλο που σε πρώτο πλάνο περνούν καλά μακριά από την πλήξη των πόλεων, σταδιακά επιδίδονται σε έξαλλες καταχρήσεις και μια επίπονη καθημερινότητα μέχρι τα άκρα. Η διασκέδαση μετατρέπεται σε μια μάσκα που φοράει ο καθένας, για να μην πιστέψει ότι η δεδομένη συνθήκη είναι καταβάθος μια αναγκαιότητα που του έχει επιβληθεί εξαιτίας των χαλεπών καιρών που βιώνουμε. Η γκρίζα και μελαγχολική φωτογραφία συνοδεύει τη συννεφιασμένη ψυχολογία των ηρώων, ιδίως της κεντρικής ηρωίδας, η οποία έχει δύο φύσεις, τη δυναμική και την ευαίσθητη. Οι συχνοί τραυματισμοί της είναι τόσο τρομακτικοί μέσα στην απλότητά τους, που μοιάζουν σαν ψυχικά γδαρσίματα, θραύσματα μιας ρουτίνας γεμάτης από σεξ, αλκοόλ και ξέφρενους ρυθμούς. Η αλήθεια είναι πως ο ρυθμός σε σημεία είναι εξαιρετικά αργός, κουραστικός και σε κάνει να σκέφτεσαι πως η διάρκεια του έργου θα έπρεπε να είναι συντομότερη, εκτός αν η σκηνοθέτιδα προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να εντείνει το αίσθημα της ασφυξίας στο επαγγελματικό πεδίο των καλοκαιρινών σεζόν και της Ελλάδας του σήμερα! Αν το κάνει γι’ αυτό, τότε το τέχνασμα αυτό είναι εξαιρετικά ευφυές και ουσιαστικό!

Νυχτερινός Εκφωνητής

Ο Ρένος Χαραλαμπίδης έχει επιστρέψει πρόσφατα δριμύτερος μετά από πολλά χρόνια απουσίας. Φαίνεται πως η εμπορική αποτυχία της πρώτης νιότης, παρά τη μεταγενέστερη απήχηση των ταινιών του και ειδικά των Φτηνών Τσιγάρων, ωρίμασαν το σκεπτικό και την οπτική του, για να γυρίσει σελίδα με μια άκρως αισθαντική, αισθησιακή και φυσικά αθηνολατρική επιστροφή. Στα χνάρια που χάραξε με τα Φτηνά Τσιγάρα, σε αυτήν του την ταινία, που χαρακτηρίζει από αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο σκηνοθέτης αφηγείται το μεταίχμιο ενός 50άρη ραδιοφωνικού παραγωγού που κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Λίγο πριν κλείσει τα 50 χρόνια (τα 40 είναι τα γηρατειά των νιάτων ενώ τα 50 τα νιάτα των γηρατειών), ανακαλεί στη μνήμη του μια σύντομη σχέση, που είχε τον καιρό που υπηρετούσε στον στρατό, με μία τότε χορεύτρια της λυρικής (Μαργαρίτα Αμαραντίδη). Η ανωριμότητα όμως της ηλικίας τον οδήγησαν στο λεγόμενο ghosting και την αναπάντεχη απομάκρυνσή του από την κοπέλα και λίγο πριν αποχαιρετήσει για πάντα τη νεότητα, θέλει να παίξει στη νυχτερινή του ραδιοφωνική εκπομπή, τα μηνύματα του τηλεφωνητή που είχαν ανταλλάξει τότε, σκοπεύοντας να τη βρει και να της ζητήσει συγγνώμη μετά από όλα αυτά τα χρόνια! Την ίδια στιγμή, ένας νυχτερινός μαραθώνιος λαμβάνει χώρα στην Αθήνα και σαφώς ο σκηνοθέτης δε χάνει χρόνο από το προβάλλει τις όμορφες κρυμμένες γωνιές της Αθήνας, δίδοντας έμφαση αυτήν τη φορά στα αξιοθέατά της και κυρίως στα μνημεία της αρχαίας ρωμαϊκής Αθήνας. Η μουσική παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία. Ο Χαραλαμπίδης φροντίζει να υπογραμμίσει τις ατάκες της ταινίες με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση, σε ένα soundtrack που αποτελείται από κλασικές μελωδίες, ροκ σόλο και Μιχάλη Ρακιντζή! Ο ήρωας δεν υπολόγισε σωστά. Το πλήρωμα του χρόνου έχει φθάσει και αυτός θέλει να λυτρωθεί από τα σφάλματα του παρελθόντος που του καίνε τα σωθικά. Ανάμεσα σε αγάλματα, βινύλια, ψηφιακά και αναλογικά αρχεία, χαμένους ακροατές, έναν γάμο που έχει τελειώσει και φαντάσματα του παρελθόντος, ο πρωταγωνιστής βιώνει τον φόβο του στοιχήματος με τον χρόνο. Η νεότητα φεύγει, μαζί με την πλήξη, τα λάθη και τα καπρίτσια της όσο ο χρόνος κυλάει… Φινάλε με την τελευταία αγαπημένη ταινία της δεκάδας!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή