Λίγο πριν από τους τίτλους τέλους του πρώτου μέρους της κινηματογραφικής μεταφοράς του Dune, δηλαδή του ογκωδέστατου έπους του Frank Herbert που καθόρισε όσο ελάχιστα βιβλία την επιστημονική φαντασία του 20ου αιώνα, ο χαρακτήρας της Chani είχε δώσει μια υπόσχεση σε εκείνον του Paul, πως αυτό που μόλις βίωσε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μόνο η αρχή. Με αυτή τη φράση, ο Γάλλο-Καναδός σκηνοθέτης Denis Villeneuve έκλεινε το μάτι στους θεατές, ζητώντας υπομονή -μιας και το Dune: Part 1 και Part 2 δεν δημιουργήθηκαν ποτέ με τη λογική των ξεχωριστών επεισοδίων μιας ενιαίας ιστορίας, αλλά ως μια ενιαία συμπαγής ιστορία. Ούτως ή άλλως, το πρώτο μέρος της διλογίας του Villeneuve δύσκολα μπορούσε να σταθεί μόνο του σαν κινηματογραφικό αφήγημα, όντας αποκομμένο από οποιαδήποτε έννοια πληρότητας -τόσο νοηματική, όσο και θεματική. Η ιστορία του Paul, κληρονόμου του οίκου των Ατρειδών, του οποίου η οικογένεια σφαγιάστηκε κάτω από μια μυστηριώδη συνομωσία για την εκμετάλλευση του πλανήτη Arrakis (ή Dune για τους ντόπιους) βρίσκει στο Dune: Part 2 τη συνέχεια και κορύφωσή της. Με το όραμα του Villeneuve πλέον ολοκληρωμένο, οι φίλοι της επιστημονικής φαντασίας και του ιδίου του σκηνοθέτη είναι σε θέση επιτέλους να κάνουν την αποτίμησή τους ως προς το τελικό αποτέλεσμα.

Αρχικά, ο Denis Villeneuve είναι ένας σκηνοθέτης, ο οποίος με τις τελευταίες του ταινίες, πέραν του ότι έχει εδραιώσει οριστικά και αμετάκλητα ένα προσωπικό κινηματογραφικό ύφος, έχει επιπλέον αποδείξει ότι είναι ένας από τους σπουδαιότερους τεχνίτες - διαμορφωτές της κινηματογραφικής ατμόσφαιρας. Αυτό που αρχικά εντυπωσιάζει στο Dune: Part 2 είναι η ευρηματικότητα με την οποία καταφέρνει να κινηθεί δημιουργικά σε ένα δύσκολο οπτικά τοπίο, γεμάτο σκληρές υφές και φαινομενικά ελάχιστες διαθέσιμες χρωματικές παλέτες. Χωρίς να απαρνείται ποτέ την άγρια ομορφιά του Arrakis ή την απόκοσμη Giger-ική αύρα του Gieidi Prime -ένα εντυπωσιακό θέαμα ενός ασπρόμαυρου κόσμου γύρω από έναν μαύρο ήλιο, ο οποίος όσο σε καθηλώνει, τόσο σε αγχώνει και ψάχνεις διαρκώς αέρα ή τρόπους διαφυγής- η φωτογραφία του Greig Frasier συμβάλει τα μέγιστα στην τιθάσευση αλλά και εμπλουτισμό του οπτικού σύμπαντος του Dune, ενώ o Villeneuve αναβαθμίζεται ακόμα περισσότερο σε έναν οραματιστή σκηνοθέτη μεγάλων, διαυγών κάδρων -τα οποία καταφέρνουν και ισορροπούν με μαεστρία μεταξύ μινιμαλισμού και βαριά φορτωμένων ανθρωπογεωγραφικών συνάξεων, με τρόπο που έχουμε χρόνια να δούμε σε σινεμά τέτοιας κλίμακας.

Αυτές οι εικόνες διανθίζονται με μια επική αύρα που ποτέ δεν καταστρατηγείται ως οπτικό εργαλείο, αλλά εντάσσεται οργανικά στην αφήγηση, με το τελικό αποτέλεσμα να ερεθίζει τον αμφιβληστροειδή όσο ελάχιστα θεάματα έχουν καταφέρει στη σύγχρονη κινηματογραφική ιστορία. Πράγματι, η ταινία είναι ένα οπτικό-ακουστικό υπέρ-θέαμα που διαστέλλει τις δυνατότητες του μέσου και απαιτεί από τον θεατή την παρακολούθηση της ταινίας στη μεγαλύτερη δυνατή οθόνη -καθώς η ευρύτερη κοινωνική εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας μπορεί να τον ταξιδέψει ολοκληρωτικά σε ένα διαφορετικό σύμπαν, που κάτι αντίστοιχό του θα έχει να βιώσει ίσως από το 2003 και το Return of the King της τριλογίας του Lord of the Rings από τον Peter Jackson.

Μεγάλη βοήθεια στην παραπάνω περάτωση του οπτικού άθλου που κατάφερε ο Villeneuve, πέραν της φωτογραφίας του Frasier αποτελεί και η δουλειά ολόκληρου του συνεργείου οπτικών εφέ και παραγωγής -με τη συντριπτική πλειοψηφία της ταινίας να είναι γυρισμένη σε πραγματικά μέρη και κάτω από πραγματικές συνθήκες, με χειροποίητες μακέτες και μοντέλα σκαφών ή κτιρίων όπου χρειαζόταν και μια άκρως ιδιαίτερη αισθητική γραμμή στα κουστούμια και τις στολές. Η συνδρομή του Hanz Zimmer κρίνεται επίσης καθοριστική στη δημιουργία του ήχου του μέλλοντος, μιας και τα ηλεκτρονικά ελεγειακά του αρπίσματα δημιουργούν καθαρά και ευκολομνημόνευτα μουσικά θέματα, ενώ καλοδεχούμενα συγγενεύουν με το ύφος του πρώιμου Vangelis.

Σαφέστατα το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό παρακολουθώντας αυτήν την ελεγεία της ερήμου είναι το Lawrence of Arabia, όμως η προφανέστατη συγγένεια με το ευρύτερο σινεμά του David Lean δεν σταματάει εδώ. Η σεναριακή συνεκτικότητα με την πρώτη ταινία δρέπει επιτέλους καρπούς και η μεσσιανική οδύσσεια του Paul Atreidis σκιαγραφεί ακόμα πιο έντονα τον χαρακτήρα και την πορεία του μέσα στην ιστορία ως έναν εναλλακτικό διαγαλαξιακό T.E Lawrence -ο οποίος απρόθυμα έρχεται να υιοθετήσει έναν ρόλο, τον οποίο δεν είναι σίγουρος αν θέλει πραγματικά. Η πορεία ενηλικίωσης του νεαρού Paul μοιάζει βγαλμένη από αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ ο σκληρός κόσμος που τον περιβάλλει αναιρεί κάθε έννοια ηρωισμού -αλλά κρύβει στα παρασκήνια του μονάχα ίντριγκα και κυνισμό, ενορχηστρωμένα όλα με απώτερο σκοπό το αδιάλλακτο συμφέρον του κάθε εμπλεκόμενου. Σαν πιόνια μιας γαλαξιακής σκακιέρας, οι ήρωες και ανταγωνιστές της ταινίας μοιάζουν παραδομένοι στη μοίρα, της οποίας η αραχνοΰφαντη κλωστή μοιάζει να υφαίνεται από δυνάμεις πάνω από τις δικές τους -και όταν πάρουν τελικά στα χέρια τους τα ηνία, το τίμημα φαντάζει δυσβάσταχτο για εκείνους που αγαπάνε ή τους έδειξαν εμπιστοσύνη.

Η αρχετυπική αντιμετώπιση των ηρώων και των ανταγωνιστών της πρώτης ταινίας συνεχίζεται και εδώ, με το σενάριο να υπονοεί πολλά περισσότερα από όσα πραγματικά οι ίδιοι οι χαρακτήρες του κουβαλάνε – αποφεύγοντας με έμμεσο τρόπο την υπέρ-πληροφόρηση και μια πιθανή άνιση αντιμετώπιση του λαογραφικού λαβυρίνθου που γέννησε η πένα του Αμερικανού συγγραφέα, πετυχαίνοντας μια πιο μεστή κινηματογραφική κοσμογονία. Μέσα από παρατεταμένες σιωπές, κοφτούς διαλόγους και βλέμματα γεμάτα νόημα και ουσία, ο Villeneuve τιθασεύει ένα πολύ απαιτητικό και «βαρύ» θεματικό έργο σε ένα πιο μινιμαλιστικό, πλην πολύπλοκο ψηφιδωτό πολιτικής ίντριγκας και θρησκευτικής αλληγορίας, το οποίο διαρκώς δοκιμάζει τα όρια μεταξύ blockbuster και ενός, κάπως πιο καλλιτεχνικού θεάματος – καθώς ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός που αναζητά μια μικρή και μόνο σπίθα για να πυροδοτήσει μια γαλαξιακή Jihad, παραμένει μια θεματική άκρως «επικίνδυνη» σε λάθος χέρια και κάτω από μια τέτοιου μεγέθους παραγωγή. Ο Villeneuve όμως, με εξαιρετική ωριμότητα χειρίζεται όλα τα φλέγοντα ζητήματα του πρωτότυπου βιβλίου και δημιουργεί ένα blockbuster επιστημονικής φαντασίας για ενήλικους, το οποίο δεν κάνει εκπτώσεις στο όραμα και τις ανησυχίες του Herbert -ενώ οι όποιες αλλαγές επιχειρεί στο πρωτότυπο υλικό, έρχονται να δέσουν απόλυτα οργανικά με το υπόλοιπο έργο και δεν φαντάζουν επουδενί παράταιρες ή ξένες.

Σε ερμηνευτικό επίπεδο, το Dune: Part 2 διαθέτει ένα από τα πιο λαμπρά σύγχρονα ensemble cast καλών ερμηνευτών: ο Timothee Chalamet πλάθει έναν εύθραυστο νεαρό Paul Atreidis, του οποίου οι λιπόσαρκες πλάτες παλεύουν διαρκώς για να σηκώσουν το βάρος ολόκληρου του κόσμου που τον περιβάλλει -και καταδυναστεύει. Δίπλα του, η φυσική εκφραστική αμφισημία της Rebecca Ferguson λειτουργεί υπέρ της ηθοποιού, της οποίας ο χαρακτήρας της Lady Jessica αναβαθμίζεται ποικιλοτρόπως και αποτελεί κομβικό όχημα των πεπραγμένων της πλοκής. O Havier Bardem ως Stilgar βυθίζεται πλήρως στην θρησκοληψία -ενώ παράλληλα αποτελεί και τον «οδηγό» του Paul προς τη νέα του πραγματικότητα- ενώ την παράσταση κλέβει χαρακτηριστικά ο Austin Butler ως ο Feyd-Rautha Harkonnen, ψυχωτικός ανιψιός του Βαρόνου Harkonnen (ακόμα πιο διευρυμένος ρόλος για τον εξίσου εξαίρετο Stellan Skarsgård) και σκοτεινό είδωλο του Paul. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς που περιορίζονται σε μικρότερους ρόλους, ξεχωρίζουν η Florence Pugh (η οποία αναμένεται να έχει περισσότερο screen time στο πιθανό μελλοντικό sequel της ταινίας), η αισθησιακή Léa Seydoux, οι Dave Batista και Josh Brolin και οι βετεράνοι Charlotte Rampling και Christopher Walken-με τον τελευταίο να έχει ένα μικρότερο πέρασμα από αυτό που θα περίμενε κανείς, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει πως η παρουσία του δεν κρίνεται άκρως ικανοποιητική και καθοριστική στα γεγονότα. Τέλος, η Zendaya κρατάει έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους της ταινίας, μιας και η ελαφρώς ανανεωμένη σε σχέση με τα βιβλία Chani αποτελεί και την όποια φωνή λογικής μπορεί να ακουστεί σε έναν παράλογο κόσμο, καθώς και την πρωταρχική αποδέκτη των εξελίξεων, όπως αυτές ορίζονται από τον Paul -με τον οποίο αναπτύσσει μια ερωτική σχέση, ως διαφαινόταν ήδη από την πρώτη ταινία. Χωρίς να είναι ανεπαρκής στον καθοριστικό ρόλο της Chani, η Zendaya είναι σίγουρα ο πιο αδύναμος ερμηνευτικά κρίκος της ταινίας, με το star quality της ηθοποιού να αντικαθιστά τα όποια έξτρα υποκριτικά προσόντα απαιτούσε ο εν λόγω ρόλος αρχικά.   

Ο Denis Villeneuve πέτυχε έναν κινηματογραφικό άθλο και μια generation defining εμπειρία, αφού κατάφερε πετυχημένα να αναμετρηθεί με ένα έργο τόσο πολύπλοκο και σύνθετο, όσο και μυθικό -δημιουργώντας μια ταινία που αναμένεται να παραμείνει διαχρονική και σημείο αναφοράς για τα σύγχρονα blockbuster. Οι όποιες μικρές ρυθμικές ατασθαλίες της ταινίας ή ο μειωμένος χρόνος ανάπτυξης κάποιων δευτερευόντων χαρακτήρων αποτελούν ολισθήματα ελάχιστης σημασίας, μπροστά στο οπτικό αλλά και αφηγηματικό δέος που το Dune: Part 2 μπορεί να προκαλέσει στον θεατή. Μεγάλο σινεμά άλλων εποχών προσαρμοσμένο στο σήμερα και για ένα κοινό που δεν έχει κανένα πλέον ενδιαφέρον να παρακολουθήσει τη ν-οστή υπέρ-ηρωική ταινία ή το επόμενο αχρείαστο επεισόδιο του Πολέμου των Άστρων, το Dune: Part 2 των ώριμων θεματικών, του συνταρακτικού θεάματος, αλλά και της κληρονομιάς δημιουργών όπως ο Kubrick ή ο Lean, προσγειώνεται στο 2024 ως το απόλυτο όχημα διαφυγής από την πραγματικότητα. Μαζί με το Part 1, πλέον δημιουργούν έναν κινηματογραφικό θρίαμβο που καλεί τους θιασώτες της κινηματογραφικής εμπειρίας να το παρακολουθήσουν στη μεγαλύτερη δυνατή οθόνη, μαζί με όσο περισσότερο κόσμο γίνεται. Σαν το μπαχαρικό που περιμένει καρτερικά να ανοίξει το μυαλό απέναντι σε αχαρτογράφητους φαντασιακούς και συνειδησιακούς ορίζοντες, έτσι και το Dune του Denis Villeneuve είναι πλέον μια εμπειρία ικανή να διευρύνει τα κινηματογραφικά όρια σε όποιον αποφασίσει να χαθεί μέσα του. 

 

Διαβάστε επίσης:
Denis Villeneuve: Αφιέρωμα σε έναν σύγχρονο οραματιστή του παγκόσμιου κινηματογράφου

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured