Έχω την αίσθηση ότι τα μιούζικαλ είναι για τον κινηματογράφο ό, τι οι αστυνομικές ιστορίες για τη λογοτεχνία (άδικο και ανυπόστατο συμπέρασμα και για τα δύο είδη). Για πολλά χρόνια, αντιμετωπίστηκε από ένα μεγάλο κομμάτι θεατών και κριτικών ως ένα είδος ελαφρύ, επιφανειακά διασκεδαστικό, σαν ένα κόσμημα με χαριτωμένο περιτύλιγμα κατά κάποιον τρόπο. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που τα μιούζικαλ συνέβαλαν στην εδραίωση προτύπων, τάσεων και στον σχηματισμό νοοτροπιών που ακούμπησαν την ευρεία μάζα. Συχνά είναι και διασκευές παλαιότερων έργων, κινηματογραφικών, θεατρικών και λογοτεχνικών, που επανασυστήνουν μύθους και ιστορίες. Κατά βάση, τα μιούζικαλ χρησιμοποιούν το τραγούδι και τον χορό ως μέσα αφήγησης. Η μουσική μετατρέπεται σε βασικό πυλώνα της ιστορίας και ξεφεύγει από το πλαίσιο ενός όμορφου και καλαίσθητου ηχητικού background που ενισχύει την αφήγηση. Ο ρόλος της μουσικής δεν είναι υποστηρικτικός αλλά βασικός και η αφήγηση προέρχεται από τις ερμηνευτικές και χορευτικές επιδείξεις των χαρακτήρων, από τις φωνές και τις κινήσεις. Έχοντας τις ρίζες τους στο βρετανικό θέατρο του 19ου αιώνα, τα μιούζικαλ λαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο και δημοφιλία στο παγκόσμιο σινεμά. Έχουν φθάσει με επιτυχία ακόμη και στα Όσκαρ ενώ η ετικέτα των ελαφριών ταινιών καταρρίπτεται πια με μεγάλη ευκολία, ειδικά με μια λίστα όπως η παρακάτω (οι ταινίες έχουν τοποθετηθεί με χρονολογική σειρά) :
Grease
Το μακρινό 1978, το δίδυμο John Travolta και Olivia Newton John έφερε τα πάνω κάτω στη μεγάλη οθόνη. Έχοντας ήδη στο βιογραφικό του το εμβληματικό Saturday Night Fever, την ταινία που έφερε την disco μουσική στο προσκήνιο, ο Travolta επιστρέφει ως Danny Zuko σε μια αισθηματική ταινία λυκείου, μαζί με την πανέμορφη Newton John ως Sandy Olsson . Σε σκηνοθεσία Randal Kleiser, το Grease αφορά τον παθιασμένο καλοκαιρινό έρωτα δύο εφήβων που έληξε άδοξα, χωρίς να γνωρίζουν ότι πρόκειται να φοιτήσουν στο ίδιο λύκειο. Με το ξεκίνημα όμως της σεζόν, οι παρέες των δύο παιδιών – που αποτελούνται από ένα πολύ διασκεδαστικό cast – αποφασίζουν να τους αποκρύψουν την αλήθεια και να τους κανονίσουν μια συνάντηση-έκπληξη. Η Sandy εκπλήσσεται ευχάριστα από αυτήν την εξέλιξη αλλά σύντομα απογοητεύεται από τη συμπεριφορά του Danny, ο οποίος κάνει σαν να μη σήμαινε και πολλά για εκείνον. Έτσι, στήνεται η ιστορία ενός κεραυνοβόλου έρωτα που φυλακίζεται στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της εποχής, στον συντηρητισμό και την ψευτομαγκιά και περνάει μέσα από πολλά κύματα μέχρι να τελειώσει η τελευταία σχολική χρονιά και ο καθένας να πάρει τον δρόμο για το πανεπιστήμιο που θα επιλέξει. Χοροί, πάρτυ, συμμορίες, κόντρες αυτοκινήτων, συγκινήσεις και πολλά ευτράπελα διαδέχονται το ένα το άλλο με φόντο το αδιάκοπο τραγούδι και τον ξέφρενο χορό. Νομίζω πως ξεχωριστή θέση κατέχει πλέον το “You ‘re the one that I want” ενώ επανεμφανίζονται και οι Bee Gees με το ομώνυμο τραγούδι στους τίτλους αρχής. Η κινηματογραφική χημεία των δύο πρωταγωνιστών παραμένει κλασική και ανεξίτηλη ενώ φήμες λένε ότι υπήρξαν ακόμα και ζευγάρι εκείνη την περίοδο. Το σίγουρο είναι πως υπήρξε αμοιβαία εκτίμηση, κάτι που υπογράμμισε ο John Travolta στον πρόσφατο θάνατο της Olivia Newton John το 2022.
Moulin Rouge
Το 2001 η ανθρωπότητα είχε μόλις γιορτάσει την αλλαγή της χιλιετίας. Ήταν ένα νέο άνοιγμα, μια ανάγκη εξορκισμού ενός αιώνα γεμάτου από δεινά και πολέμους. Τους πολέμους αυτούς δε γνώριζαν όμως ακόμα οι χαρακτήρες αυτού του αριστουργηματικού έργου από τον Baz Luhrmann. Η ιστορία διαδραματίζεται στην προηγούμενη αλλαγή του αιώνα, το 1900, στους αμαρτωλούς δρόμους του Παρισιού. Ο Christian (Ewan McGregor) είναι ένας ποιητής που πιστεύει στις αξίες των μποέμ, δηλαδή στην αλήθεια, την ομορφιά, την ελευθερία και την αγάπη. Καταφθάνει στην πόλη του φωτός και γνωρίζει επίδοξους χορευτές και ανθρώπους του περιθωρίου, ενώ η συνάντησή του με τον διάσημο ζωγράφο Τουλούζ Λοτρέκ, γεννά την επιθυμία στησίματος μιας παράστασης. Δεν έχει υπολογίσει ότι θα ερωτευτεί σφόδρα τη Satin (Nicole Kidman), μια χορεύτρια του Moulin Rouge, που φιλοδοξεί μια μέρα να γίνει ηθοποιός. Ένας αμοιβαίος έρωτας ανθίζει μεταξύ τους χωρίς να γνωρίζουν ότι το μέλλον δε θα είναι ακριβώς όπως το έχουν φανταστεί. Στην ιστορία περιπλέκονται άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις του Παρισιού της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν καταφύγιο και ηδονή στα καμπαρέ του Παρισιού. Χρώματα, φώτα και άκρατος ερωτισμός συνθέτουν το αμάλγαμα μιας σπαρακτικής ιστορίας που ανέδειξε κομψότατα τις υποκριτικές δεξιότητες του διδύμου Ewan McGregor - Nicole Kidman αλλά κυρίως εξέπληξε με το εξαιρετικό ταλέντο του πρώτου στο τραγούδι! Μάταια προσπαθώ να ανασύρω μια σκηνή που παραλίγο να κοπεί στο μοντάζ αλλά παρέμεινε χάρη στην υπέροχη ερμηνεία του ιδίου! Ακούγονται διασκευές σε τραγούδια των David Bowie, Nat King Cole, Joe Cocker, KISS, Police και πολλών άλλων και παρόλο που η επιλογή είναι δύσκολη, το "El tango de Roxanne" έχει προ πολλού κερδίσει τον αγώνα δρόμου! Το Moulin Rouge κέρδισε δύο Όσκαρ (ενδυματολογίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης).
Chicago
Ακόμα ένα αξέχαστο πρωταγωνιστικό δίδυμο παραμένει η εμφάνιση των Catherine Zeta Jones ως Velma Kelly και η Renée Zellweger ως Roxie Hart στην πρώτη επίσημη κινηματογραφική μεταφορά της κλασικής πια θεατρικής παράστασης. Η πρώτη είναι επαγγελματία χορεύτρια και η δεύτερη είναι μια νοικοκυρά που θέλει να γίνει σταρ. Εκτός όμως από την έλξη τους προς το θέαμα, έχουν και άλλο ένα μεγάλο κοινό, έχουν διαπράξει εγκλήματα πάθους. Ο χορογράφος Rob Marhsall το 2002 πραγματοποιεί την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, στην οποία φυσικά δεν παραλείπει τη μεγάλη του αγάπη, τον χορό δηλαδή. Το έργο αναφέρεται στο πώς οι δύο γυναίκες κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να αθωωθούν προσπαθώντας να θολώσουν τα νερά και να αποπροσανατολίσουν τα μάτια της δικαιοσύνης, χρησιμοποιώντας τόσο τη λάμψη τους όσο και την παρουσία τους στον χώρο του θεάματος και των media. Ο χρόνος είναι το 1920, η χρονιά της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ και τόπος το Chicago φυσικά. Πυρήνας του έργου εξακολουθεί να είναι η σκωπτική και καυστική διάθεση απέναντι στην αδικία των ΜΜΕ αλλά και στο τρίξιμο της καρέκλας του θεσμού της δικαιοσύνης, όμως αυτήν τη φορά μπολιάζεται με άφθονο μουσικοχορευτικό θέαμα, γιατί είπαμε, Marhsall ήταν αυτός! Η ταινία κατάφερε να αποσπάσει έξι Όσκαρ, ένα εκ των οποίων δόθηκε στην Catherine Zeta Jones ως η καλύτερη ερμηνεία Β’ γυναικείου ρόλου.
The Phantom of the Opera
Το Φάντασμα της Όπερας (Joel Schumacher, 2004) είναι μια ταινία βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα (Leroux, 1910). Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για αυτό το ιδιαίτερο μιούζικαλ, που με τη γοτθική και ρομαντική γοητεία του, συγκεράζει διαφορετικούς και ξέχωρους κόσμους, για να καταλήξει στο τέλος μια μουσική ταινία με υφή θρίλλερ που ακόμη και σήμερα συγκινεί και αναγνωρίζεται τόσο για την ίδια την πλοκή όσο και για το ομώνυμο τραγούδι. Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα και τα κονσέρτα στη λυρική σκηνή είναι τρόπος ψυχαγωγίας των υψηλών τάξεων του κόσμου. Η Christine (Emmy Rossum), είναι μια νεαρή σοπράνο που έχει γαλουχηθεί στα παρασκήνια και τις εξέδρες της Όπερας του Παρισιού. Ανάμεσα σε αυτά τα σκηνικά, ο μύθος λέει ότι κατοικεί ένα φάντασμα (Gerard Butler), ένας μουσικός με τρομακτική όψη που φοβίζει τους επισκέπτες και τους καλλιτέχνες. Η Christine ακούει συχνά τη φωνή του και νομίζει πως πρόκειται για τον φύλακα άγγελό της που θα τη βοηθήσει να ανέβει ψηλά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έτσι, ένα βράδυ καλείται να αντικαταστήσει την Καρλότα, την κορυφαία σοπράνο του κόσμου. Το πλήθος χειροκροτεί τη σαγηνευτική της ερμηνεία, που καταφέρνει να «υποτάξει» ακόμα και το ίδιο το φάντασμα, το οποίο ορκίζεται να την καθοδηγήσει με σκοπό να αναδειχθεί σε μία από τις πιο τρανές σοπράνο των αιώνων. Όλα όμως αλλάζουν, όταν στην παράξενη και αισθησιακή χημεία των δύο μουσικών, μπλέκεται ο πλούσιος Raul (Patrick Wilson) που είναι αποφασισμένος να διεκδικήσει την καρδιά της Christine. Και τότε η παράσταση αρχίζει…
Tenacious D in the Pick of Destiny
Το Tenacious D in The Pick of Destiny (Liam Lynch, 2006) είναι η ταινία που κατά κάποιον τρόπο εδραίωσε τον Jack Black και τους Tenacious D – το ντουέτο με τον φίλο του Kyle Gass – στους ατελείωτους κόσμους της σάτιρας και του rock n’ roll. Παίρνοντας στοιχεία από την πραγματική ζωή του Jack Black, η ιστορία ξεκινάει με την ενσάρκωση του σε παιδική ηλικία. Ο Jack, λοιπόν, είναι ένα παιδί που ακούει μόνιμα rock μουσική και έρχεται εξίσου μόνιμα σε ρήξη με τον πουριτανό πατέρα του. Η αλήθεια του βρίσκεται στα τραγούδια του Ronnie James Dio, των Black Sabbath, των Queen, των Who και των μεγάλων εν γένει αστέρων της rock μουσικής. Οπότε, μια μέρα αποφασίζει να εγκαταλείψει τα πάντα και να κυνηγήσει το όνειρό του. Στο Los Angels γνωρίζει τον καινούριο του συνοδοιπόρο, τον KG (Kyle Gass) και μαζί ανακαλύπτουν το μυστικό του rock n’ roll. Ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά η πένα του ίδιου του διαβόλου, που δεν είναι άλλη από το δόντι του και χαρίζει μαγικές ικανότητες σε όποιον την κατέχει. Για αυτό και όλες οι επιτυχίες των rock star που θαυμάζουν, είναι εξωφρενικά σατανικές! Μαζί θα προσπαθήσουν να διασχίσουν το μονοπάτι της ενηλικίωσης, της νέας ζωής και του rock n’ roll, καθώς αποπειρώνται να αποσπάσουν την πένα από το μουσείο του rock n’ roll φτάνοντας σε μια επική αναμέτρηση με τον ίδιο τον διάβολο (τον οποίο υποδύεται ο Dave Grohl). Στο ξεκαρδιστικό αυτό ταξίδι των Tenacious D, οι δεσμοί φιλίας είναι ικανοί να συντρίψουν ακόμα και το μεγαλύτερο εμπόδιο, που ενδεχομένως να είναι οι δαίμονες που ο καθένας έχει μέσα του. Μπορεί το αφήγημα να σε κάνει κάθε τρεις και λίγο να λύνεσαι από τα γέλια και να φαίνεται απλοϊκό και ελλείψει σοβαρότητας αλλά η ουσία του είναι πολύ πιο σημαντική από μια απλή έκρηξη γέλιου. Αυτή δεν είναι όμως εν τέλει και η πεμπτουσία του rock n’ roll; Η απλότητα, η απόλαυση και το σπάσιμο των δεσμών.
Across the Universe
Τη σκυτάλη παίρνουν δύο ταινίες που κυκλοφόρησαν το 2007. Η πρώτη είναι το Across the Universe που πραγματοποιεί μια διθυραμβική στην απλότητά της μνεία τόσο στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες του 1960, όπως διαμορφώθηκαν από τη νεολαία και τα κινήματα της εποχής όσο και στο έργο των Beatles που στο έργο είναι σαν να αποτελεί από μόνο του έναν αόρατο χαρακτήρα που βρίσκεται πάντα δίπλα στους πρωταγωνιστές. Η ιστορία μας παρασύρει στην ερωτική περιπέτεια του Jude (Jim Sturgess) και της Lucy (Evan Rachel Wood). Πρόκειται για δύο παιδιά, με τελείως διαφορετικό κοινωνικό background, που στην αυγή των νέων αγώνων για δικαιώματα και κατακτήσεις, αναζητούν τους εαυτούς τους. Εκείνος καταφθάνει από το Λίβερπουλ στη Νέα Υόρκη αναζητώντας με σκοπό να γνωρίσει για πρώτη φορά τον πατέρα του. Εκείνη ανησυχεί για το αγόρι της που πολεμάει στον πόλεμο του Βιετνάμ. Εκτός από το παρελθόν, τους χωρίζουν και δύο διαφορετικές σχέσεις, οι οποίες εν τέλει δεν είναι δυνατόν να αντέξουν μπροστά στην έλξη που αισθάνονται ο ένας για τον άλλον. Μέσα, λοιπόν, σε κοινωνικές αναταράξεις, μουσικές αναζητήσεις, καλλιτεχνικές, παρέες και πολλή δράση, η αισιοδοξία της εποχής λαμβάνει σάρκα και οστά και σε συλλογικό αλλά και ατομικό επίπεδο. Το ζευγάρι γίνεται το τροχοπέδη μέσω του οποίου η σκηνοθέτης Julie Taymor θέλει να αναδείξει την ορμή και την ένταση της τότε νεολαίας, που με τα αιτήματα και τις πάλες της, κατάφερε, όπως έχει πει και η ίδια, να αλλάξει τον κόσμο. Guest εμφανίσεις πραγματοποιούνται, επίσης, από τον Bono, τον Joe Cocker, τη Salma Hayek και την Eddie Izzard. Και όλα αυτά, όπως είπαμε, συμβαίνουν μέσα στο ηχητικό περιβάλλον των Beatles (για ξαναδείτε τα ονόματα των χαρακτήρων της ταινίας και θα καταλάβετε).
Sweeney Todd
Συνεχίζουμε με το 2007 και μία από τις πιο πετυχημένες δημιουργίες του Tim Burton. Στο Sweeney Todd συνυπάρχουν εξαιρετικά παιγμένοι ρόλοι, θαυμάσια μουσική και μια πλοκή που βρίθει τρυφερότητας αλλά και πόνου. Επιστρέφουμε στη βικτωριανή εποχή, με πολλές γοτθικές αναφορές που ανέκαθεν γοήτευαν τον Burton, όπου ο Άγγλος κουρέας Sweeney Todd (Johnny Depp) επιστρέφει στην οδό Φλιτ του Λονδίνου όπου βρίσκεται το παλιό του μαγαζί, ύστερα από 15 χρόνια εξορίας στην Αυστραλία, μια απόφαση που ήταν έξοχα ενορχηστρωμένη από τον διεφθαρμένο δικαστή Turpin (Alan Rickman), ο οποίος ήταν ερωτευμένος με τη σύζυγο του Todd, τη Lucy. Στο παλιό του μαγαζί συναντάει όμως τη Lovett (Helena Bonham Carter), η οποία χτυπημένη από τη δική της διαστροφή, φτιάχνει πίτες από ανθρώπινο κρέας. Όταν πληροφορεί τον ταλαιπωρημένο κουρέα ότι όχι μόνο ο δικαστής βίασε τη γυναίκα του που στο τέλος κατέληξε στην αυτοκτονία, αλλά πήρε υπό την κηδεμονία του τη χαμένη του κόρη, τότε γραμμένη στο μυαλό του κουρέα βρίσκεται μονάχα η λέξη εκδίκηση. Μαζί με τη Lovett θα εισέλθουν σε ένα σκοτεινό παιχνίδι κανιβαλισμού που τα όρια του θα τελειώσουν μόνο με τη δολοφονία του δικαστή Turpin. Ανάμεσα σε τόσο ζοφερά μοιραία «παιχνίδια», τόσο το μητρικό ένστικτο της Lovett θα αναζωπυρωθεί με την αγάπη της για ένα ορφανό που θα το πάρει υπό την αιγίδα της ενώ ο κουρέας, παρά τον πόνο και τον θυμό που βιώνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο, χαίρεται με την αγνότητα της κόρης του, η οποία δε γνωρίζει τίποτα για το βάρβαρο παρελθόν των πραγματικών της γονιών και παράλληλα συνάπτει μια όμορφη σχέση με ένα αγόρι που θέλει να την παντρευτεί. Ο Stephen Sondheim κατασκευάζει το μουσικό τοπίο που φιλοξενεί με αρτιότητα και παραστατικότητα τις σκοτεινές φιγούρες μιας πονεμένης ιστορίας που θα έχει γλυκόπικρο φινάλε. Το φιλμ κέρδισε το Όσκαρ καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
Mamma Mia!
Η Sophie (Amanda Seyfried) ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Sky (Dominic Cooper). Βαθιά μέσα της δε γνωρίζει αν το στήσιμο του μυστηρίου είναι η πραγματική της επιθυμία ή ουσιαστικά προσπαθεί μετά από 20 χρόνια ζωής να γνωρίσει τον πατέρα της, την ταυτότητα του οποίου η μητέρα της Donna (Meryl Streep) έχει αποκρύψει. Μια μέρα, σε ένα παλιό ημερολόγιο της μητέρας της, αποκαλύπτει τους τρεις πιθανούς υποψήφιους πατεράδες της (Pierce Brosnan, Colin Firth και Stellan Skarsgård), τους οποίους και ασφαλώς προσκαλεί στον γάμο με σκοπό αυτός που θα αποκαλυφθεί να τη συνοδεύσει στο τέλος και στην εκκλησία. Όσο η μητέρα της εργάζεται πυρετωδώς για τις ετοιμασίες του γάμου, μέσα σε μια καθημερινότητα χωμένη στη βιοπάλη και την αγωνία της επιβίωσης, έρχονται επίσης για τον γάμο οι κολλητές της φίλες (Julie Walters και Christine Baranski) και μαζί ανακαλούν συχνά στιγμές από τα άγρια νιάτα τους ενώ η θλίψη για το γεγονός ότι η κόρη της δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα της – τον οποίο δε γνωρίζει ούτε η ίδια η Donna – μεγαλώνει μέσα της. Το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγετα – ή μάλλον μπερδεύεται όλο και περισσότερο χάρη στους τρεις υποψήφιους μπαμπάδες – μέσα στο απολαυστικό ελληνικό τοπίο των Σποράδων (Σκιάθος, Σκόπελος, Αλόννησος), με τη δροσερή αύρα να ανεμίζει, τον ήλιο να καίαει και τα τραγούδια των ABBA να παίζουν στη διαπασών, διασκευασμένα από τους δύο άντρες του γκρουπ (Benny Andersson και Björn Ulvaeus). Το Mamma Mia! (Phyllida Lloyd, 2008) είναι ένα φιλμ για όσα πέρασαν, όσα υπάρχουν τώρα και όσα θα έρθουν αργότερα.
Burlesque
Το Burlesque είναι ένα μιούζικαλ που βγήκε στη μεγάλη οθόνη το 2010 από τον Donald de Line. Το σενάριο ακολουθεί την πορεία της Ali (Christina Aguilera), μιας νεαρής τραγουδίστριας που αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ευελπιστεί μια μέρα να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα ζώντας από τη μεγάλη της αγάπη, το τραγούδι. Αφήνει το πατρικό της και μεταβαίνει στο Los Angeles αναζητώντας μια καινούρια αρχή και πιάνει δουλειά ως σερβιτόρα στο bourlesque club της Tess (Cher), η οποία είναι βετεράνος στο θέαμα αλλά αντιμετωπίζει επίσης σοβαρά οικονομικά προβλήματα και χρειάζεται να στήσει την επιχείρησή της εκ νέου για να παρασύρει ξανά το κοινό κοντά της. Εκεί, η Ali θα γνωρίσει και τον Jack (Eric Dane) που της ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία, παρόλο που εκείνος βρίσκεται ήδη σε σχέση. Ο Jack δουλεύει ως barman αλλά παράλληλα γράφει τραγούδια. Μια αναγκαία αντικατάσταση και μια σειρά από audition, θα σπρώξουν το ταλέντο της Ali στην επιφάνεια, η οποία καταφέρνει, με τη στήριξη του Jack, και τη χαρισματική της ερμηνεία να πάρει τη θέση και να διώξει τη συστολή της. Έτσι, η νέα αρχή είναι εδώ και το club μετατρέπεται στον δικό της «ναό», μέσα από τα μουσικο – χορευτικά της show. Ο ανταγωνισμός και η ζήλεια όμως είναι δύο παράμετροι που δε γνωρίζει ότι μπορούν να ισοπεδώσουν τα πάντα, αν δεν περιοριστούν καταλλήλως. Με πινελιές jazz, η επιτυχία οφείλεται εξ ολοκλήρου στις επιβλητικές φωνές και παρουσίες δύο μεγάλων κυριών της pop κουλτούρας, που αποδεικνύουν ότι η φήμη που τις ακολουθεί τόσα χρόνια, δεν είναι διόλου τυχαία.
La La Land
Το La La Land είναι η πιο πρόσφατη ταινία της λίστας που προβλήθηκε το 2016 σε σκηνοθεσία του Damien Chazelle. Αφορά τη γλυκόπικρη και κωμικοτραγική ιστορία του Seb (Ryan Gosling) με τη φιλόδοξη ηθοποιό και σκηνοθέτη Mia (Emma Stone). Πρόκειται για δύο παιδιά με βλέψεις. Αυτός παίζει σε πιάνο bar αλλά θέλει μια μέρα να ανοίξει το δικό του jazz club που θα αφήσει το δικό του στίγμα στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Εκείνη δουλεύει σε καφετέρια και φιλοδοξεί μια μέρα να περπατήσει στους ευρωπαικούς δρόμος γεμάτη από κατεκτημένα σκηνοθετικά όνειρα. Μετά από κάποιες τραγελαφικές, οι δυο τους έρχονται κοντά σε ένα πάρτι που αυτός παίζει συνθεσάιζερ σε ένα συγκρότημα και εκείνη από κάτω επιδίδεται σε αστείους μορφασμούς. Σιγά σιγά, το ειδύλλιο μεταξύ τους δεν αργεί να ανθίσει. Θα τραβήξουν μαζί το μονοπάτι της αλλαγής, το οποίο θα είναι γεμάτο από νέες περιπέτειες, ανατροπές και πολλή αγάπη. Παρόλο που το φιλμ, ελλείψει πόρων, άργησε να κυκλοφορήσει, κατέκτησε αμέσως τις καρδιές των θεατών αλλά και των ακαδημιών βραβείων. Με αυτόν τον ρόλο, η Emma Stone κέρδισε μια περίοπτη θέση στο πάνθεον του κινηματογράφου τοποθετώντας τον εαυτό της ως μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιά της και όχι μόνο, αφού απέσπασε και το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου διευρύνοντας τη ζήτηση και φυσικά το κασέ της. Επίσης, η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, τραγουδιού, πρωτότυπης μουσικής, διεύθυνσης φωτογραφίας και σχεδιασμού παραγωγής. Είναι μια ταινία για τους ανθρώπους που βλέπουν το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο, για τους ανθρώπους που δεν προδίδουν τον εαυτό τους, ακόμη και αν έχουν βρει το άλλο τους μισό, μα κυρίως για τους ανθρώπους που γνωρίζουν πως αγάπη σημαίνει ελευθερία.