Η μουσική και ο κινηματογράφος είναι δύο τέχνες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, με ισχυρούς δεσμούς. Δεν υπάρχει μουσική χωρίς κινηματογραφική επιρροή και κινηματογράφος χωρίς μουσική υπόκρουση. Είναι δύο καλλιτεχνικά είδη που αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοβοηθιούνται. Για όλους εμάς τους σινεφίλ και μουσικόφιλους θεατές / ακροατές, οι μουσικές ταινίες είναι τα δικά μας καταφύγια. Άλλοτε ως μέσο ψυχαγωγίας που ευφραίνει την καρδιά (και τα αυτιά μας), άλλοτε ως επιστροφή σε κάτι που μας στιγμάτισε και άλλοτε ως εφαλτήριο περαιτέρω αναζήτησης και ψαξίματος, οι μουσικές ταινίες καταλαμβάνουν εύλογο μεγάλο χώρο μέσα μας. Ιδού 10 θαυμάσιες ταινίες που αποτελούν όμορφες επιλογές για θέαση κάθε εποχή. Πρέπει μόνο να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη λίστα δεν αναφέρεται σε βιογραφικές ταινίες (τουλάχιστον όσον αφορά τα πρόσωπα των ίδιων των μουσικών) αλλά σε αυτούσιες ιστορίες μυθοπλασίας, όπου οι ήρωες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα ούτε αποτελούν φανταστική αλληγορία προσώπων που έχουν πράγματι υπάρξει, εκτός ίσως από ελάχιστες ρεαλιστικές επιρροές που θα αναφερθούν.

 

School of Rock

school of rock 001

Τι καλύτερο από μια ταινία που σε «εισάγει» στον κόσμο της rock μουσικής; H συγκεκριμένη μουσική κωμωδία έρχεται από το μακρινό 2003 και είναι σκηνοθετημένη από τον Richard Linklater. Ακολουθεί την επεισοδιακή και τραγελαφική ιστορία του Dewey Finn (τον οποίο υποδύεται αξέχαστα ο Jack Black), ενός rock μουσικού που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Ο Dewey βλέπει τη φαντασίωσή του να γίνει μια μέρα σπουδαίος και τρανός ροκστάρ να γκρεμίζεται, η μπάντα στην οποία ήταν μέλος έχει πλέον διαλυθεί και επιπλέον η οικονομική του επιβίωση είναι εξαιρετικά δύσκολη σε ένα ανιαρό και αδιέξοδο παρόν. Μια μέρα, λοιπόν, αποφασίζει να πάρει με «πλαστό» τρόπο τη θέση του φίλου του Ned ως εκπαιδευτικού σε ένα γυμνάσιο. Έτσι, εμφανίζεται στο σχολείο υποδυόμενος τον Ned και αντί να διδάσκει φυσικά τα μαθήματα του σχολείου, βρίσκει πρόσφορο έδαφος από τους μαθητές της τάξης, οι οποίοι τυγχάνει να είναι μουσικόφιλοι και σε ένα περιβάλλον εχεμύθειας, στήνουν κρυφά από γονείς και δασκάλους ένα μεγάλο συγκρότημα, στο οποίο ο καθένας βάζει το δικό του λιθαράκι (μουσικοί, ηχολήπτες, τεχνικοί, φαν κλαμπ κτλ). Κατά τη διάρκεια της παιχνιδιάρικης και ευχάριστης αφήγησης, ξετυλίγεται σιγά σιγά, έστω και σε μικρό βαθμό, το κουβάρι της ιστορίας του rock n’ roll και των νοημάτων του. Μιλάμε για την έννοια της ελευθερίας, του μοιράσματος, της ομαδικότητας, της αντίρρησης και του σκιρτήματος μέσα από τη μουσική. 20 χρονιά μετά, βλέπεται σαν να έχει γυριστεί σήμερα και προσωπικά είναι μία από τις αγαπημένες μου επιλογές της λίστας (θα αναφέρω ποιες είναι οι τοπ 5 μου, παρόλο που όλες θα τις έβλεπα ξανά και ξανά)!

 

Detroit Rock City

Detroit Rock City1 2

Πολλές φορές οι ταινίες αυτές αφορούν κολλήματα του παρελθόντος, που ενδεχομένως να έχουν ξεθωριάσει ή να μας θυμίζουν ότι υπήρξαμε και εμείς με τη σειρά μας έφηβοι και νιώσαμε κάτι να εκρήγνυται μέσα μας όταν ακούσαμε έναν δίσκο, μια κασέτα ή ένα CD που μας έμεινε αξέχαστο, ειδικά τις εποχές που το διαδίκτυο δεν είχε πάρει ακόμα τη θέση που έχει σήμερα. Μία από αυτές τις εφηβικές ταινίες είναι και το Detroit Rock City. H κωμωδία γυρίστηκε στο τέλος του 20αιώνα (1999) από τον Adam Rifkin και αφορά μια παρέα τεσσάρων αγοριών στο Cleveland του 1978, που κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να βρεθούν σε μια συναυλία των KISS, τους οποίους και ακούνε με μεσσιανικό πάθος ενώ έχουν στήσει και το δικό τους tribute συγκρότημα για χάρη τους. Όταν, λοιπόν, ο ένας της παρέας χάνει από χαζομάρα τα εισιτήρια που κερδίζει από έναν ραδιοφωνικό σταθμό για τη συναυλία των ειδώλων τους, ξεκινάει ένα αστείο παραλήρημα που στοχεύει στην επίτευξη της πιο διακαούς επιθυμίας εκείνη τη στιγμή για την παρέα, να βρεθεί μπροστά στους δικούς της «θεούς». Μπορώ να πω ότι έχω ζήσει κάτι ανάλογο για τους AC/DC στο ΟΑΚΑ (διότι ακόμα μετανιώνω που δεν πήγα και στους KISS κάποτε στη Μαλακάσα). Πρόκειται για ένα έργο που σχηματίζει στο πρόσωπό σου ένα αχνό χαμόγελο για όλα αυτά που σε σημάδεψαν και δεν τα έχεις ξεχάσει ποτέ αλλά και για την απίστευτη ορμή της πρώτης νιότης που δημιουργείται μέσα από ερεθίσματα που διαρκούν μια ζωή.

 

Rockstar

Rockstar 003

Το Rockstar είναι μια ακόμη ταινία που ξεχωρίζω και έχει πιο ενήλικο περιεχόμενο από τις δύο προηγούμενες χωρίς βεβαίως αυτό να λέγεται υποτιμητικά. Είναι μια ταινία του 2001 από τον Stephen Herek και αφηγείται την ιστορία των Steel Dragon. Οι Steel Dragon – είναι το φανταστικό σχήμα της ιστορίας - είναι ένα από τα πιο καυτά ονόματα της δεκαετίας του ’80 στον χώρο του σκληρού ήχου. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η βάση της ιστορίας προέρχεται από την πορεία των Judas Priest, όταν σε κάποια φάση ο μέγας Rob Halford αποχώρησε για να πάρει τη θέση του ο πολύ αξιόλογος Tim Ripper Owens που τραγουδούσε πριν σε μια tribute μπάντα για τους Priest. Κάτι ανάλογο βλέπουμε εδώ με τον Chris “Izzy” Cole (ποιος θα περίμενε ότι ο Mark Wahlberg θα ενσάρκωνε τόσο αξιοπρεπώς έναν rock n’ roll ήρωα, ενώ ο ίδιος προέρχεται από τον χώρο του pop / funk / hip hop ήχου – υπήρξε μέλος των The New Kids On The Block και των Marky Mark and the Funky Bunch), ο οποίος ενώ αρχικά είναι frontman ενός tribute band για τους Steel Dragon, καταλήγει να αντικαθιστά το είδωλό του και πραγματικό frontman των Steel Dragon Bobby Beers (Jason Flemyng). Ακολουθεί ο δικός του γολγοθάς στον χώρο του sex, drugs and rock n’ roll, με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθεί για να βρει τον εαυτό του. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να αποδοθεί στους ωραίους ρόλους της Jennifer Aniston, που υποδύεται τη σύντροφο του Wahlberg, του Timothy Olyphant, που υποδύεται τον κολλητό του, στο αδιαμφισβήτητα εξαιρετικό soundtrack που φτιάχνεται από τις κορυφαίες φωνές του Miljenko Matijevic (Steelheart) και του Jeff Scott Soto (Talisman) μέσα σε ένα σύμπαν όπου ακούγονται hit των Def leppard, AC/DC, KISS, Rainbow κτλ, αλλά και στην εμφάνιση γνωστών μορφών του χώρου όπως ο Myles Kennedy, o Jason Bohnam, o Zakk Wylde, o Jeff Pilson, o Ralph Saenz κτλ.

 

Almost Famous

Almostfamous 004

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ο λόγος που στήθηκε αυτό το έργο είναι η καριέρα ενός δημοσιογράφου. Η καλλιτεχνική σκηνή δε σχετίζεται μόνο με τα καλλιτεχνικά ονόματα και τα έργα αλλά και το περιβάλλον, τις συνθήκες και τους παράγοντες που έχουν στηθεί για τη διαμόρφωση και την επέκταση ενός ρεύματος. Το Almost Famous γυρίστηκε στην αλλαγή του αιώνα (2000) από τον Cameron Crowe, ο οποίος ουσιαστικά προβάλλει στην οθόνη ένας μέρος της καριέρας του ως δημοσιογράφος, και μάλιστα κατά τη χρυσή εποχή του rock n’ roll στα 70s αλλά και των media, κυρίως των περιοδικών που εκείνη την εποχή ξεπηδούσαν το ένα μετά από το άλλο. Με ένα πολύ ικανό cast (Patrick Fugit, Billy Crudup, Frances McDormand, Kate Hudson και ο ταλαντούχος αποβιώσας Philip Seymour Hoffman), η ιστορία προσεγγίζει τα ξεχασμένα μεγαλεία των hippies. Ο William Miller (Patrick Fugit) είναι 15 χρονών, μεγαλώνει στο San Diego και έχει ήδη βουτήξει στον απύθμενο κόσμο των rock ακουσμάτων λόγω της δισκοθήκης της αδερφής του. Θέλει να καταγράψει την ιστορική συγκυρία που απλώνεται μπροστά του και γνωρίζει τον Lester Bangs (Philip Seymour Hoffman), δημοσιογράφο του Rolling Stone, ο οποίος γητεύεται από τη γραφή του William μέσα από ένα review που έχει κάνει για τους Black Sabbath. Έτσι, τον στέλνει στην περιοδεία του πιο ανερχόμενου σχήματος της εποχής, των Stillwater και κάπου εκεί ξεκινάει το ταξίδι της ενηλικίωσης του William μέσα από τα φώτα, τις περιπέτειες και τη δύναμη μιας μουσικής που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο. Είναι μια ταινία για τον παράδεισο και την κόλαση του rock n’ roll (εμφανίζεται και ο Peter Frampton) και συνοδεύεται από ένα μαγικό (αναμενόμενο) soundtrack που απαρτίζεται από πανέμορφα τραγούδια των Led Zeppelin, Lynyrd Skynyrd, Who, Elton John, Simon & Garfunkel, Cat Stevens, Velvet Underground και πολλών ακόμα.  

 

High Fidelity

high fidelity 006

Η τρίτη ταινία που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου είναι το διαμάντι της indie κοινότητας από τα 90s μέχρι τώρα. Είναι ακόμα ένα έργο βγαλμένο από το Millenium (2000), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Nick Hornby και σκηνοθετημένο από τον Stephen Frears, το οποίο πραγματεύεται το μεγαλείο της μουσικής μέσα από έναν διασκεδαστικό και απλό τρόπο. O Rob Gordon (που ενσαρκώνει καταπληκτικά ο John Cusack) αφηγείται ο ίδιος την ιστορία του. Συγκεκριμένα, είναι ένας ιδιόρρυθμος ιδιοκτήτης δισκοπωλείου που αναζητά την ευτυχία στην προσωπική του ζωή. Έχοντας στο πλευρό του δύο υπαλλήλους που παραμένουν στο μαγαζί περισσότερο από συνήθεια και λιγότερο για τα χρήματα (το υπέροχα ξεκαρδιστικό δίδυμο Jack Black και Todd Louiso), προσπαθεί να κρατήσει το κατάστημά του όρθιο ενώ έχει προ πολλού εγκατελείψει το djing σε club και έχει πρόσφατα χωρίσει με τη Laura (Iben Hjejle). Επιπλέον, γνωρίζει ένα νεοσύστατο γκρουπ, τους Kinky Wizards και τους προσφέρει ένα συμβόλαιο μέσα από τη δική του δισκογραφική εταιρεία. Κάνοντας συνεχόμενα flashback με λίστες τοπ 5 από μουσικά άλμπουμ και προηγούμενες σχέσεις, ο Rob επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και γυρεύει την επανένωση με τη Laura μέσα από κωμικοτραγικές σκηνές και πάρα πολλή μουσική, που είναι η μόνη και πραγματική του συντροφιά. To High Fidelity είναι μια ταινία για την αδιάκοπη, άλλες φορές ουσιαστική και άλλες ανούσια, κουβέντα περί μουσικής. Μιλώ για όλες τις ατελείωτες συζητήσεις με φίλους για το αν ο τάδε καλλιτέχνης είναι ανώτερος του άλλου, ανούσια διλήμματα, λίστες και αμπελοφιλοσοφίες βασιζόμενες στο υποκειμενικό κριτήριο του καθενός, που όμως, θρέφουν ένα πράγμα, την αγάπη για τη μουσική.

 

Once

Once 1108x0 c default

Εξίσου αγαπημένη ταινία που πραγματεύεται τη βαθύτερη σχέση του ανθρώπου με τη μουσική είναι το ιδιαίτερο κωμικό αλλά και δραματικό ρομάντζο που γυρίστηκε με low-budget υφή στους δρόμους του Δουβλίνου το 2007 από τον John Carney (έχει υπάρξει μπασίστας και τραγουδιστής των Frames), σκηνοθέτη και των επίσης μουσικών ταινιών Begin Again (2013), Sing Street (2016) και Flora and Son (2023). Πρωταγωνιστεί το υπέροχο δίδυμο Glen Hansard και Markéta Irglová (οι Swell Season), που υπογράφουν και τη μουσική του φιλμ. Ενσαρκώνουν δύο ταλαιπωρημένους αλλά αισιόδοξους Ιρλανδούς (τον Guy και την Girl) που σκάβουν το δικό τους μονοπάτι ως πλανόδιοι μουσικοί στα σοκάκια του Δουβλίνου. O Guy είναι ένας 30άρης Ιρλανδός πλανόδιος που τραγουδάει, παίζει κιθάρα παρουσιάζει τα δικά του τραγούδια στον δρόμο ενώ εκείνη είναι μια συνομήλικη μετανάστρια από την Τσεχία, που παίζει πιάνο και φροντίζει τη μητέρα και το παιδί της. Γνωρίζονται όταν εκείνη στέκεται μαγεμένη από την ερμηνεία του στον δρόμο και σταδιακά ξεκινούν μαζί το ρομαντικό ταξίδι στον κόσμο της μουσικής σκαρώνοντας τραγούδια που έχουν βασιστεί κυρίως σε ένα ντέμο του Guy που κάποιες φορές μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στην ερωτική έλξη των δύο που όμως τελικά ποτέ δεν υφίσταται ακριβώς. H μουσική είναι ο βασικός μόχλος της ταινίας, μετά τη χημεία του διδύμου, που αναδεικνύει τους χαρακτήρες τους και δημιουργεί μια εξαίσια ατμόσφαιρα στον ακροατή / θεατή καθιστώντας την ιστορία μια ενδεχόμενη πιθανότητα που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα αύριο. Με αυτόν τον τρόπο, η λιτή και απέριττη σκηνοθεσία, η εξαιρετικά καθημερινή και ανθρώπινη πλοκή και κυρίως το δέσιμο των πρωταγωνιστών (κινηματογραφικό και μουσικό – άλλωστε υπήρξαν και ζευγάρι στην πραγματικότητα) κατέστησαν σιγά σιγά το έργο πολύ γνωστό στο ευρύ κοινό (φτάνοντας έως και τα Όσκαρ με την υποψηφιότητα καλύτερου τραγουδιού για το "Falling Slowly"), ξεκινώντας φυσικά από τον κύκλο των μουσικόφιλων. 

 

Βegin Again

begin again 007

Το Begin Again του 2013 διαδέχεται σκοπίμως το Once στη λίστα αφού το όλο εγχείρημα μοιάζει να ακολουθεί κατά πολύ – όχι πάντα το ίδιο επιτυχημένα – τη φόρμα του Once , μιας που σκηνοθέτης είναι και πάλι ο John Carney. Οι πρωταγωνιστές Keira Knightley και ο Mark Ruffalo υποδύονται την Gretta και τον Dan. Αυτήν τη φορά η ιστορία εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη – ίσως αυτό της προσδίδει και αυτό το γλυκανάλατο και pop ηχόχρωμα των 10s που την κάνει να διαφέρει πολύ από τη μεστή επιτυχία του Once – ανάμεσα πάλι σε δύο άτομα που είναι δοσμένα στην τέχνη της μουσικής ψυχή τε και σώματι. O Dan είναι ένας ξεπεσμένος παραγωγός και χωρισμένος πατέρας που αποζητά μια νέα εμπειρία τόσο μέσα από το αλκοόλ όσο και από το οδοιπορικό του στο Manhattan όπου ψάχνει να ανακαλύψει ένα νέο δυνατό άκουσμα στα δρώμενα αυτής της μητρόπολης του κόσμου. Έτσι, ένα βράδυ ακούει τυχαία την Gretta σε ένα μπαρ και σαγηνεύεται από την τρυφερή φωνή της. Η Gretta είναι φρεσκοχωρισμένη και βγάζει το άχτι της μέσα από τα τραγούδια. Η συνάντησή τους θα αποβεί μοιραία και το δίδυμο θα αναλωθεί σε διάφορα παραφερνάλια ωθούμενο από την τρέλα των μελωδιών αλλά και τον ενθουσιασμό της γνωριμίας αυτής που φαίνεται και εδώ να ακροβατεί ανάμεσα σε ερωτικό και φιλικό επίπεδο χωρίς το πρώτο να γίνεται ακριβώς αντιληπτό. Παρά την κοιλιά και την αναμενόμενη mainstream αύρα μιας ανοιξιάτικης σύγχρονης Νέας Υόρκης, η περιπέτεια αυτού του διδύμου αξίζει να ειδωθεί.

 

Mambo Kings

mambo kings 008

Το Mambo Kings (1992) αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του βραβευμένου με Pulitzer μυθιστορήματος The Mambo Kings Play Songs of Love του Oscar Hijuelos από τον σκηνοθέτη Arne Glimcher. Η ιστορία διαδραματίζεται ανάμεσα στα εξωτικά μα ταλαιπωρημένα δρομάκια της Αβάνας και τις πολλά υποσχόμενες λεωφόρους της Νέας Υόρκης. Το έργο ακολουθεί την καριέρα των αδερφών Castillo (Caesar και Nestor), όπως αυτοί αποτυπώθηκαν από τον Αrmand Assante και τον Antonio Banderas. Πρόκειται για δύο ταλαντούχους μουσικούς που παρά την αναγνωρισιμότητά τους στην Κούβα της δεκαετίας του ’50, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν για πάντα την πατρίδα τους – κυρίως διότι η ζωή τους απειλέται από κακόφημα πρόσωπα - και να κυνηγήσουν ένα λαμπρό μέλλον στις ΗΠΑ. Μοιραζόμενοι τις ίδιες φιλοδοξίες με διαφορετικό τρόπο αφού ο Caesar είναι σοβαροφανής και ιδιατέρως μυστηριώδης ενώ ο Nestor εμφανέστατα εύθραυστος και επιρρεπής σε πάθη, γίνονται κομμάτια μιας Νέας Υόρκης που βράζει. Εκεί, εμφανίζεται το αναπάντεχο και ανέφικτο ειδύλλιο του Caeser με την Delores (Maruschka Detmers) που είναι η σύντροφος του Nestor. Ανάμεσα σε ύποπτα πρόσωπα, φήμη, ερωτικές περιπτύξεις και πολύ θέαμα, τα δύο αδέρφια έρχονται αντιμέτωπα με τους εαυτούς τους, πηγαίνοντας ορισμένες φορές μαζί και ορισμένες χώρια. Είναι μια ιστορία για τις συγκρούσεις, κοινωνικές, επαγγελματικές, ερωτικές και κυρίως εσωτερικές και δεν είναι τυχαίο που η ταινία έφθασε ακόμα και μέχρι την υποψηφιότητα για Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα αλλά Grammy καλύτερου τραγουδιού για το άκρως αισθαντικό "Beautiful Maria of My Soul".

 

Whiplash

whiplash 008

Το Whiplash είναι μία από τις κορυφαίες και προσωπικά αγαπημένες αναφορές αυτής λίστας. Αναμφίβολα, είναι σημείο αναφοράς για το σύγχρονο σινεμά του Χόλυγουντ (2014, Damien Chazelle). Ο Andrew (ο εκπληκτικός Miles Teller) είναι ένας φέρελπις και επίδοξος ντράμερ που θέλει να χαράξει τον δικό του δρόμο στον χώρο της jazz όπως το είδωλό του Buddy Rich. Τη φιλοδοξία του αυτή «εκμεταλλεύεται» ο διευθυντής της μουσικής σχολής του Fletcher (ο ανεπανάληπτος J.K Simmons που κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου με την αξέχαστη ερμηνεία του), αναγνωρίζοντας στον μικρό το μικρόβιο ενός καλά κρυμμένου μεγαλείου που μπορεί να οδηγήσει την jazz σκηνή σε πολύ ανώτερα επίπεδα. Με κάτι παραπάνω από στρατιωτική πειθαρχία, νεύρα, υπερβολές, εξαιρετικά δόλιο, τελειομανή τρόπο και την άκρως εκνευριστική του φράση “not quite my tempo”, καταπιάνεται με το ταλέντο και την ικανότητα του νεαρού Andrew ώστε να φθάσουν μαζί στη μουσική αποθέωση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σχεδόν οικογενειακή σχέση που βασίζεται στη σπίθα του νεαρού και την εμμονή του μεγαλύτερου. Το ερώτημα που πλανάται σε κάθε σκηνή της ταινίας είναι το ποια είναι τελικά η αξία του δασκάλου και με ποιον τρόπο μπορεί να ευοδώσει η στήριξή του σε έναν μαθητή με περιεχόμενο και ποιότητες ώστε να καρποφορήσει η κοινή τους προσπάθεια. Είναι μια αριστουργηματική ταινία που πραγματεύεται την ηθική της διδασκαλίας αλλά και τις προσωπικές προσκλήσεις και τα ρίσκα που ενέχει το άγγιγμα της επιτυχίας. Είναι μια ταινία επηρεασμένη από τον Buddy Rich και τον Charlie Parker και αναφέρεται στα γοητευτικά σκαμπανεβάσματα της jazz, μέσα από πολύ αυτοσχεδιασμό, πολύωρες πρόβες αλλά και ριζωμένα ναρκισστικά κόμπλεξ που έχουν ως βάση τον ατομικισμό και την αυτοπροβολή. Επίσης, η ταινία απέσπασε δικαιολογημένα και τα Όσκαρ μοντάζ και ήχου.

 

Sound of Metal

soundofmetal 10

Το Sound of Metal είναι η πιο πρόσφατη των ταινιών, αφού γυρίστηκε το 2019 από τον Darius Marder. Ο σκηνοθέτης κατέθεσε μεγάλη προσπάθεια, κόπο και χρόνο για να κάνει την ταινία που ήθελε, βρίσκοντας την κατάλληλη στήριξη και αναζητώντας βοήθεια από μουσικούς και κωφούς. Αυτό γιατί η ταινία αναφέρεται στην γεμάτη εμπόδια ζωή ενός μέταλ ντράμμερ, του Ruben (Riz Ahmed), ο οποίος πέρα από τα προβλήματα καταχρήσεων που αντιμετωπίζει, έρχεται ξαφνικά αντιμέτωπος και με την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της ακοής του. Όντας μέλος ενός μέταλ ντουέτου που μοιράζεται με τη σύντροφο και συνταξιδιώτισσά του στη μουσική Lou, ο Ruben συνειδητοποιεί σε ένα live ότι δεν ακούει καλά. Αυτό είναι το κερασάκι στην τούρτα στη μέχρι τώρα πορεία του, αφού παρά το νεαρό της ηλικίας του, δεν έχει περάσει λίγα δύσκολα βιώματα. Αυτή η απώλεια, λοιπόν, στέκεται ο λόγος που πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση του στον κόσμο και για αυτό ζητάει βοήθεια από τον Joe - έναν αλκοολικό σε αποτοξίνωση που έχασε την ακοή του στον πόλεμο του Βιετνάμ και υποδύεται υπέροχα ο Paul Raci - συντονιστή ενός απόμερου καταφυγίου που έχει για σκοπό την ψυχολογική υποστήριξη σε κωφούς που βρίσκονται σε διαδικασία αποτοξίνωσης. Ωστόσο, οι τάσεις (απο)φυγής του ήρωα είναι πολύ υψηλές και γρήγορα θέλει να επιστρέψει στη δική του καθημερινότητα και να τοποθετήσει στα αυτιά του εμφυτεύματα για να βελτιωθεί έστω και λίγο η ακοή του αλλά αυτό έρχεται σε ρήξη με τις αρχές του Joe. Το «σιωπηλό», κυριολεκτικά και μεταφορικά ταξίδι του Ruben είναι γεμάτο από ματαιώσεις, εκρήξεις, αγκαλιές και ελπίδες που δικαίως έφτασε τις έξι υποψηφιότητες στα Όσκαρ, κερδίζοντας δύο (μοντάζ και ήχου).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured