Είναι κοινό μυστικό ότι η μαύρη κουλτούρα εξασκούσε πάντα μια ακαταμάχητη γοητεία στους λευκούς μποέμ. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα, είτε πρόκειται για τον Jack Kerouac που έγραφε στον οργιώδη ρυθμό του be bop, είτε για τον Eric Burdon που εκπλήρωσε το μεγάλο όνειρό του να ηγηθεί μιας μαύρης μπάντας όταν σχημάτισε τους War, είτε για τους πιονιέρους  rock’n’rollers του ’50 που έκλεβαν απροκάλυπτα τα blues. Ξεκινώντας από τους πρώτους μεταπολεμικούς hipsters του ’40 και τους πρώτους beatniks του ’50, και μιλώντας για τον περιθωριακό που προσπαθεί να ξεφύγει από τους περιορισμούς που του επιβάλλει η συντηρητική λευκή Αμερική, θα διαπιστώσουμε ότι ο Μαύρος έγινε το πρότυπο, έγινε το σύμβολο της απόλυτης ελευθερίας, της μποέμικης αλητείας, της αιώνιας ανεμελιάς, έγινε ο στιλάτος μάγκας που ζει με πάθος την ώρα που τα φώτα σβήνουν, που παίζει τις πιο ζωηρές και απίθανες μουσικές.

Στην εξαιρετική κοινωνιολογική μελέτη “Subculture” (1981), ο Βρετανός συγγραφέας Dick Hebdige γράφει χαρακτηριστικά ότι «…ο Νέγρος έσπαζε τα δεσμά του, ανέγγιχτος από τις απειλητικές συμβατικότητες που τυραννούσαν τα περισσότερα ευνοούμενα μέλη της κοινωνίας και, παρότι παγιδευμένος σε ένα εχθρικό περιβάλλον, έβγαινε τελικά θριαμβευτής. Ξέφευγε από τον ευνουχισμό και τις περιορισμένες δυνατότητες ύπαρξης που του πρόσφερε η μεσαία τάξη. Εξαγνισμένος από τη φτώχεια, ενσάρκωνε τις αποκλειστικές διεξόδους μιας ολόκληρης γενιάς λευκών ριζοσπαστών διανοουμένων. Ο Μαύρος  Άνθρωπος, μέσα από την θολή εικόνα της συνειδητά επίκαιρης πρόζας του Norman Mailer, ή τους καταιγιστικούς πανηγυρισμούς του Jack Kerouac, μπορούσε να χρησιμεύσει σαν πρότυπο της σκλαβωμένης ελευθερίας για τη λευκή νεολαία. Άγιος και εξόριστος, ξέφευγε από την μιζέρια του σαν πουλάκι, εκφράζοντας και ξεπερνώντας τις αντιφάσεις του με την τέχνη του, με κάθε σόλο που έπαιζε στο στραπατσαρισμένο του σαξόφωνο.».

Την εικόνα αυτή αποθέωσε ο Norman Mailer στο έκτασης 9.000 λέξεων δοκίμιό του “The White Negro: Superficial Reflections on the Hipster” (1957), εμπνευσμένο από τη ζωή του κλαρινετίστα της jazz Mezz Mezzrow (1899 – 1972) ο οποίος έζησε κυρίως στο Χάρλεμ και αυτοπροσδιοριζόταν ως «Λευκός Νέγρος».

white-nergo-norman-mailer

Ειδικά στις αυθόρμητες περιγραφές του Kerouac, ο Μαύρος εξιδανικεύεται. Γράφει στο “On The Road” (1958): «Στο μαβί του δειλινού, περπάτησα με όλους τους μυς μου να πονάνε, ανάμεσα στα φώτα της 27ης και της Welton Street, στον έγχρωμο τομέα του Denver, με την ευχή να ήμουν Νέγρος, με το αίσθημα ότι το καλύτερο που μου είχε δώσει ο κόσμος των Λευκών δεν είχε αρκετή έκταση για μένα, αρκετή ζωή, χαρά, συγκινήσεις, σκοτάδι, μουσική, αρκετή νύχτα».

Με αυτόν τον τρόπο βέβαια η εικόνα του Μαύρου εξωραΐζεται  υπερβολικά, γίνεται ανώδυνα cool και περνούν σε πολύ δεύτερη μοίρα τα προβλήματα ισοελευθερίας (Ετιέν Μπαλιμπάρ), για τα οποία ευθύνεται πρωτίστως η λευκή Αμερική –μέρος της οποίας είναι και οι hipsters που φέρονται να τον ζηλεύουν. Για αυτό ακριβώς η έννοια blaxploitation, έχει διττή σημασία. Από τη μία, υποδηλώνει τη άδολη οικειοποίηση των βασικών χαρακτηριστικών της μαύρης κουλτούρας, από την άλλη σημαίνει τη εκμετάλλευση της ίδιας αυτής κουλτούρας

 

Black cinema

Ο όρος blaxploitation, στο βαθμό που μας ενδιαφέρει στις σελίδες αυτές, καθιερώθηκε στις αρχές του ’70 και συνδέθηκε άμεσα με ένα κινηματογραφικό ρεύμα που περιστρεφόταν γύρω από την αφροαμερικανική κοινότητα των Η.Π.Α. Αρχικά οι κριτικοί θεώρησαν τα blaxploitation movies φθηνές και ασήμαντες ταινίες δεύτερης διαλογής, χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία. Στην εποχή τους και ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, οι ταινίες αυτές βρήκαν απήχηση αποκλειστικά και μόνο στο μαύρο κοινό, με ορισμένες εξαιρέσεις που είναι μετρημένες στα δάχτυλα.

shaft-vintage-movie-poster

Στη συγχρονία, αντίθετα, τα blaxploitation έχουν αποκτήσει καλλιτεχνική υπόσταση, έστω ως δείγματα μιας συγκεκριμένης υποκουλτούρας, ανακαλύπτονται εκ νέου, αναβιώνονται και επηρεάζουν την σύγχρονη αισθητική. Και πάλι τα παραδείγματα είναι αρκετά: τα remake της περίφημης ταινίας “Shaft” με πρωταγωνιστή τον Samuel L. Jackson, το “Jackie Brown” του Tarantino που επανέφερε στο προσκήνιο μια original ντίβα των ’70s, την πανέμορφη Pam Grier. Άλλωστε όλες σχεδόν οι ταινίες του Tarantino έχουν χτυπητές αναφορές στα blaxploitation, και το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και για το καταπληκτικό “Ghost Dog” του Jim Jarmush, αλλά και για τηλεοπτικές σειρές όπως το “The Wire” και το “The Deuce”.

 

Στον χώρο των κόμικ (αλλά και του κινηματογράφου, ατυχώς), ο περίφημος κυνηγός βρικολάκων Blade ήταν αρχικά ένας αυθεντικός afro ήρωας, στο κόμικ “Dracula” της Marvel στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Στη σύγχρονη λογοτεχνία δεν είναι καθόλου τυχαία η σημαντική επιτυχία που γνώρισε ο Ελληνοαμερικάνος συγγραφέας George Pelecanos, με βιβλία όπως το “Ο Βασιλιάς του Πεζοδρομίου” (Οξύ, 2000), που διαδραματίζεται στο γκέτο της Washington και θέτει σε πρώτο πλάνο τους μαύρους μάγκες που δεν σηκώνουν πολλά-πολλά και γνωρίζουν απ’ έξω και ανακατωτά τη δισκογραφία των Funkadelic. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την σύγχρονη μουσική σκηνή. Ονόματα όπως οι Primal Scream, οι Beastie Boys, ο Jon Spencer και ο David Holmes, για να αναφέρω μόνο ελάχιστα παραδείγματα, έχουν αντιγράψει επανειλημμένα τις φοβερές μουσικές που ακούγονται στα soundtrack του ’70.

pelecanos-george-oxu-o-basilias-tou-pezodromiou

Ιστορικά, τα πολύ πρώιμα blaxploitation, αν και δεν ονομάζονταν έτσι τότε, εντοπίζονται στο τέλος της δεκαετίας του ’20, όταν το Hollywood άρχισε σιγά-σιγά να ανακαλύπτει τους μεγάλους μαύρους μουσικούς της τζαζ. Η μπάντα του θρυλικού Duke Ellington έγραψε την μουσική και έκανε μια μικρή cameo εμφάνιση στην ταινία “Black a Tan” του 1929. Τον ίδιο καιρό η συγκλονιστική blues ερμηνεύτρια Bessie Smith συμπρωταγωνίστησε στην ταινία “St. Louis Blues”. Προχωρώντας στο χρόνο, θα δούμε ότι στη δεκαετία του ’40 ο γνωστός τζαζίστας Louis Jordan εμφανίστηκε ζωντανά σε διάφορες ταινίες με φόντο τα κακόφημα στέκια της Νέας Ορλεάνης. Σε μια εποχή όπου οι διαχωρισμοί ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους ήταν εξαιρετικά ισχυροί και θεσμοθετημένοι, οι παραπάνω ταινίες απευθύνονταν πρωτίστως στο μαύρο κοινό. Ήταν δηλαδή οι πρόδρομοι των αντίστοιχων ταινιών που άρχισαν να καθιερώνονται τα πρώτα χρόνια του ’70. Αναμφίβολα, στις αρχές των 70s το blaxploitation έφτασε στο απόγειό του.

 

This is the Ghetto

Τι είναι λοιπόν τα blaxploitation; Ουσιαστικά και με λίγα λόγια, μιλάμε για ταινίες που γυρίζονταν κυρίως στο Χάρλεμ και στις υπόλοιπες έγχρωμες φτωχογειτονιές των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, είχαν αφροαμερικανούς  πρωταγωνιστές και, προπαντός, προορίζονταν βασικά για το αφροαμερικανικό καταναλωτικό κοινό. Η θεματολογία τους ήταν συνήθως τυπική και στυλιζαρισμένη: η δύσκολη ζωή στο γκέτο, οι σκληροί νταβατζήδες, οι αδίστακτοι έμποροι και τα εξαθλιωμένα βαποράκια, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις συμμορίες που κατέληγαν σε άγριο πιστολίδι, οι μαύρες συμμορίες ενάντια στη μαφία, ο υπερήφανος αδερφός κόντρα στον πανίσχυρο κακό λευκό… Τα σενάρια είναι υπερβολικά απλά έως απλοϊκά και οι περισσότερες ταινίες μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους. Στο 99% των περιπτώσεων, ο μαύρος ήρωας μπλέκει σε μια επικίνδυνη υπόθεση και στο τέλος βγαίνει σώος και ατσαλάκωτος, αφού έχει καθαρίσει όποιον τολμήσει να βρεθεί στον δρόμο του. Ακόμα και όταν πεθαίνει στο φινάλε, έχει φροντίσει πρώτα να ανταποδώσει το χτύπημα και να πάρει την εκδίκησή του.

Είναι προφανές ότι οι παραπάνω ταινίες δεν διεκδικούν ιδιαίτερες κινηματογραφικές δάφνες. Μολαταύτα, τα blaxploitation αφενός είχαν καταπληκτικά soundtrack, αφετέρου έγιναν cult για την φοβερή αισθητική τους. Οι ήρωες φορούν πολύχρωμα εφαρμοστά σακάκια ή μαύρα τζάκετ, εντυπωσιακά παντελόνια-καμπάνες, ψηλοτάκουνα παπούτσια-πλατφόρμες, κολλητά πουκάμισα με τεράστιους γιακάδες και γυαλιά ηλίου με ακόμη πιο τεράστιους σκελετούς. Έχουν τα πιο απίθανα άφρο χτενίσματα (ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά, οι πολιτικοποιημένοι Αφροαμερικανοί προτιμούν τον όρο “natural” για να διαφοροποηθούν από τους προγόνους τους που ίσιωναν τα μαλλιά τους για να μοιάσουν στους λευκούς) και ομιλούν την πιο ακαταλαβίστικη και εξωφρενική slang του δρόμου. Εδώ ακριβώς, εξάλλου διαδραματίζονται τα blaxploitation: στα σκοτεινά σοκάκια και στους κακόφημους δρόμους που αφθονούν στις συνοικίες των Αφροαμερικανών. Τα πλάνα πιάνουν τον παλμό τους και συνήθως απεικονίζουν εύγλωττα και με ωμό τρόπο τη δύσκολη ζωή στα γκέτο του ‘70. Οι χαρακτήρες τους μπορεί να μοιάζουν σήμερα μονοδιάστατοι (με την έννοια που δίνει στον όρο ο Μαρκούζε), όμως για την εποχή τους ήταν απίστευτοι. Ήταν οι πιο «κακοί», οι πιο «σκληροί», οι πιο «περπατημένοι». Περπατούσαν στον δρόμο υπερήφανοι και ευθυτενείς για να τονίσουν την μαύρη υπεροχή, κουνούσαν προκλητικά τον κώλο τους και τα καλογυμνασμένα κορμιά τους, ξεπάστρευαν τους αντιπάλους τους σε χρόνο μηδέν, είχαν τον τρόπο τους με τις κυρίες και φέρονταν ως  απαράμιλλοι εραστές. Είχαν όμως και τα στραβά τους. Είναι αλήθεια ότι ο σεξισμός αποθεώνεται στα περισσότερα blaxploitation. Το 95% των πρωταγωνιστών ήταν άντρες υπερβολικά macho και οι γυναικείες παρουσίες περιορίζονται μόνο στο κρεβάτι –μολονότι, κατ’ εξαίρεση, από τις ταινίες του είδους αναδείχτηκαν και ορισμένες ζόρικες και αγέρωχες κυρίες, σαν την Pam Grier (αλλιώς Foxy Brown) και την Tamara Dobson (αλλιώς Cleopatra Jones), οι οποίες ποδοπατούσαν για πλάκα τα σκληρά αντράκια.

pam-grier

Επίσης, οι πιο πολιτικοποιημένοι Αφροαμερικανοί στα 70’ς απέρριπταν τα blaxploitation χωρίς δεύτερη σκέψη, με το σκεπτικό ότι το κίνημα του Black Power εκφυλίζεται με την εν λόγω θεματολογία και αισθητική. Υποστήριζαν ότι τα blaxploitation ήταν ουσιαστικά κατασκευάσματα της λευκής κινηματογραφικής βιομηχανίας, που ήθελε να κρατήσει ναρκωμένη την αφοαμερικανική κοινότητα και να βγάλει χοντρά λεφτά στις πλάτες της. Έτσι, τα blaxploitation κατηγορήθηκαν από τους Μαύρους Πάνθηρες και από άλλες οργανώσεις επειδή πρόβαλαν το υποτιθέμενο glamour της ζωής στο γκέτο, επειδή προωθούσαν τις συμμορίες τη βία και τα ναρκωτικά, επειδή ανακύκλωναν τη διαστρεβλωμένη εικόνα του μαύρου που έχει ως μόνη επιλογή το να γίνει εγκληματίας για να ξεφύγει από τη μιζέρια του. Ενστάσεις, που καλώς ή κακώς ισχύουν στο ακέραιο, όσο γοητευτικές και αν φαίνονται αυτές οι ταινίες σήμερα.

 

Από τον Shaft στον Blacula

Το πρώτο πραγματικά επιτυχημένο blaxploitation ήταν το “Sweet Sweetback’s Baadass Song” (1970), ένα ανεξάρτητο και αρκετά πολιτικοποιημένο φιλμ του σκηνοθέτη Melvin Van Peebles, με αξιόλογο soundtrack γραμμένο από τον ίδιο και από τους πρώιμους τότε Earth Wind and Fire. Η περιορισμένη έστω επιτυχία που γνώρισε η ταινία αυτή, άνοιξε τον δρόμο για τις υπόλοιπες παραγωγές του είδους, με πρώτο και καλύτερο το περίφημο “Shaft” (1971). Το “Shaft” είναι απλά το απόλυτο blaxploitation. Το εκπληκτικό score του Isaac Hayes δημιούργησε ολόκληρη σχολή και τιμήθηκε συν τις άλλοις με το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού το 1971. Κεντρικός ήρωας εδώ είναι ο ιδιωτικός ντέντεκτιβ John Shaft (Richard Roundtree), ο οποίος βρίσκεται μπλεγμένος στη σύγκρουση ανάμεσα σε έναν μαύρο μεγαλοεγκληματία του Χάρλεμ και τη μαφία. Φυσικά, ξεσπαστρεύει για πλάκα τους «κακούς» στο τέλος… Ο Shaft είναι ο ιδανικός blaxploitation ήρωας: είναι στιλάτος, περπατημένος και πάντα καλοντυμένος, είναι τόσο sexy που οι γυναίκες πεθαίνουν για ο κορμί του και τόσο έξυπνος που ξεγελά τόσο τους μπάτσους όσο και τον υπόκοσμο. Είναι σκληρός αλλά και συνάμα ευαίσθητος και δεν διστάζει να διακινδυνεύσει το τομάρι του και για να τα κονομήσει ο ίδιος αλλά και για να βοηθήσει τους δυστυχέστερους αδελφούς του. Ο πρωταγωνιστής Richard Roundtree δεν ήταν, δα, κανένας σπουδαίος ηθοποιός, ωστόσο κατάφερε να ενσαρκώσει και με το παραπάνω τη γοητεία του ήρωα του γκέτο. Το “Shaft” γνώρισε και δύο συνέχειες (μεταξύ τους και το αχαρακτήριστο “Shaft in Africa”), καθώς και ένα remake, με τον Samuel L. Jackson στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το οποίο όμως προέκυψε κοινότοπο και υπερβολικά κομψό και hi tec στην αισθητική του. Όσο για τον Isaac Hayes, θα ρέπει να αναφερθεί ότι έχει και ο ίδιος πρωταγωνιστήσει σε ταινίες του είδους, όπως το “Three Tough Guys” και το “Track Turner” (με το soundtrack να κυκλοφορεί από τη θρυλική εταιρεία Stax).

shaft-gordon-parks-1971-featured-image-criterion

Μετά το “Shaft”, το “Superfly” (1972) είναι το άλλο πιο γνωστό blaxploitation, μόνο που η φήμη της ταινίας οφείλεται περισσότερο στην αριστουργηματική μουσική του Curtis Mayfield, ο οποίος εμφανίζεται μάλιστα live με την μπάντα του σε κάποια χαρακτηριστική σκηνή. Το “Supefly”, κατά τα άλλα, είναι απλώς μια συμπαθητική ταινία και τίποτε παραπάνω, με κεντρικό ήρωα τον μουστακαλή Ron O Neal (ή Priest όπως ονομάζεται στο φιλμ), έναν dealer που προσπαθεί να κάνει μια τελευταία μπάζα και ύστερα να ξεκόψει οριστικά από την πιάτσα. Η ίδια πάνω κάτω ιστορία επαναλήφθηκε και στην ταινία “The Mack”, με τη μόνη διαφορά ότι εδώ ο ήρωας δεν είναι έμπορος ναρκωτικών αλλά νταβατζής. Σημειωτέον ότι το σχετικό soundtrack, με την υπογραφή του Willie Hutch, συγκαταλέγεται στα κλασικά του είδους.

superfly

Το “Black Caesar” (1973) είναι μάλλον το πιο καλογυρισμένο από όλα τα blaxploitation. Ο Μαύρος Καίσαρας είναι ουσιαστικά η γκέτο εκδοχή του “Νονού” του Coppola και ο πρωταγωνιστής Freddie Jackson είναι στ’ αλήθεια έξοχος στο ρόλο του απόλυτου άρχοντα του Χάρλεμ. Η τελευταία σκηνή, με τη δολοφονία του αφεντικού, διαθέτει μια άγρια ομορφιά την οποία τονίζει η μουσική του James Brown που σιγοντάρει το πιστολίδι. Εδώ, εξάλλου, ακούστηκε για πρώτη φορά το περίφημο “The Boss”.

Οι ταινίες “Foxy Brown” (άλλο ένα score του Willie Hutch) και “Cleopatra Jones” έδωσαν την σπάνια φεμινιστική άποψη του blaxploitation και καθιέρωσαν ως πρωταγωνίστριες την Pam Grier και την Tamara Dobson αντίστοιχα, δύο κυρίες με τις οποίες δεν θα ήθελε να τα βάλει κανείς.

Οι πολεμικές τέχνες βρήκαν στα blaxploitation τον ιδανικό τους εκπρόσωπο στο άφρο και στα μπράτσα του “Black Belt Jones”. Ο ηθοποιός και αθλητής του καράτε Jim Kelly ήταν απλά ο Bruce Lee του γκέτο, εξάλλου, είχε κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο πλάι στον Lee στην ταινία “Enter the Dragon”. Τo “Black Belt Jones” είναι αντικειμενικά κάκιστη ταινία όμως ο Kelly είναι τρομερή φιγούρα: πανύψηλος, με ατσάλινο κορμί, μιλά μάγκικα, περπατά αέρινα και είναι ντυμένος στην τρίχα Με μια αισθητική που παραπέμπει κατευθείαν στους Μαύρους Πάνθηρες, ο Kelly φέρεται να χρησιμοποιεί το καράτε ως όπλο κατά των φυλετικών διακρίσεων. Στις ταινίες του πάντως δέρνει αδιακρίτως λευκούς και μαύρους.

51ka-g3-thl__ac_uf10001000_ql80_

Όμως, η πιο cult ταινία –ο θεός να την κάνει- από καταβολής blaxploitation είναι το διαβόητο “Blacula”, κοινώς ο « Μαύρος Δράκουλας», μια μεταφορά του μυθικού βιβλίου του Μπραμ Στόουκερ από τα Καρπάθια στο γκέτο, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Υπόψη ότι το φιλμ γνώρισε και μία τουλάχιστον συνέχεια, το ακόμη πιο εξωφρενικό “Scream Blacula Scream”.

blacula-jpeg

Άλλα blaxploitation που αξίζει να αναφερθούν στα πεταχτά είναι τα εξής: Το “Slaughter”, με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή ηθοποιό και πρώην ποδοσφαιριστή (αμερικανικό football) Jim Brown. Το τολμηρό “Black Slave White Slave”, που διαδραματίζεται στην αρχαία ρωμαϊκή περίοδο, με φόντο τις μονομαχίες στο Κολοσσαίο, παντρεύοντας το blaxploitation με την Τσινετσιτά. Το “Black Samurai”, με πρωταγωνιστή τον συνήθη ύποπτο Black Belt Jones. To “Three The Hard Way”, με τους προαναφερθέντες Jim Brown, Jim Kelly και Fred Williamson στους κύριους ρόλους. Το “Dr. Black & Mr. White”, που φυσικά ασελγεί πάνω στην κλασική νουβέλα “Dr. Jekyll & Mr. Hyde” του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Και, τέλος, τη σειρά ταινιών “Savage”, η οποία συνοδεύεται από το εξής ευφυές διαφημιστικό σλόγκαν: “Men call him Savage…women call him all the time!”.

Φυσικά η φιλμογραφία του blaxploitation περιλαμβάνει δεκάδες ακόμη φιλμ. Προτείνω ανεπιφύλακτα το αγγλόφωνο βιβλίο “What It Is…What It Was” των Martinez, Martinez και Chavez, στις εκδόσεις Miramax.

 

Let’s get funky

Στο ξεκίνημα αναφέρθηκε το πόσο έντονα έχουν επηραστεί από τις μουσικές αυτές σημαντικά ονόματα της τελευταίας δεκαετίας όπως ο Jon Spencer και οι Beastie Boys. Ακόμα πιο έντονες όμως είναι οι επιρροές που έχει δεχτεί η σύγχρονη χορευτική μουσική, το hip hop και η κουλτούρα των DJs. Από τους πρώτους D.J. h. που έπαιζαν house στο Σικάγο στα ’80s μέχρι τους Public Enemy και από τον Roni Size και τον Andrew Weatherall μέχρι τους Wu Tang Clan, σχεδόν όλοι έχουν χρησιμοποιήσει, κλέψει ή έστω σαμπλάρει θέματα από τα blaxploitation.

Συνήθως, οι μουσικές που ακούγονταν στα soundtracks του ’70 συνέθεταν ένα τρομερό χαρμάνι που περιέχει ισόποσες δόσεις από soul, funk, jazz και disco. Το “Papa was a Rolling Stone” είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, αν και δεν συνδέθηκε άμεσα με κάποια συγκεκριμένη ταινία. Το κλασικό τραγούδι των Temptations έχει όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που στοιχειοθετούν ένα καθαρόαιμο blaxploitation ύμνο: η τεράστια εισαγωγή, η έντονη μπασσογραμμή που κεντάει κυριολεκτικά, ο αργός, λικνιστικός ρυθμός που κλιμακώνεται και ανεβαίνει συνεχώς, η πλούσια ενορχήστρωση που περιλαμβάνει κάθε λογής πνευστά και έγχορδα, το wah wah στην κιθάρα, η βαριά αντρική φωνή που αφηγείται ιστορίες από τη ζωή στο γκέτο. Άλλες φορές βέβαια, η σκληρή ερμηνεία μπορεί να αντικατασταθεί από μια συναισθηματική γυναικεία φωνή ή από ένα παρατεταμένο τενόρο φαλτσέτο α λα Curtis Mayfield.

 

Τα soundtrack που έμειναν στην ιστορία είναι σίγουρα αρκετά, θα αναφέρω όμως μόνο τα πιο χτυπητά παραδείγματα. Το “Shaft” του Isaac Hayes είναι οπωσδήποτε το πιο γνωστό αλλά και το πιο…ζόρικο από όλα. Το “Superfly” του αδικοχαμένου Curtis Mayfield είναι αναμφισβήτητα το πιο ολοκληρωμένο τόσο συνθετικά όσο και στιχουργικά. Ο Mayfield άλλωστε έθιξε στους στίχους του πιο διεξοδικά από τον καθένα τα προβλήματα των Aφροαμερικανών στην εποχή του. Δίπλα σε αυτά αξιώνουν μια θέση το  “Sweet Sweetbacks…” για το οποίο μιλήσαμε πιο πάνω, το “Across 110th Street” (1972) με τα άψογα τραγούδια του Bobby Womack και τις ενορχηστρώσεις του J. J. Johnson, το “Brother On the Run” (1973) του επίσης σπουδαίου παραγωγού και ενορχηστρωτή Johnny Pate και το “Trouble Man” (1972) με την αισθησιακή soul και τη Φωνή του Marvin Gaye. Όσο για τον Νονό της Soul, τον ένα και μοναδικό James Brown, αυτός έχει πυρακτώσει με το καυτό funk του δύο διαφορετικές ταινίες, το “Black Caesar” (1973) και το "Slaughter’s Big Ripp-Off” (1973).

 

Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα soundtrack έχουν επανεκδοθεί και βρίσκονται πλέον με σχετική ευκολία, τόσο σε CD όσο και σε βινύλιο. Προτιμήστε σαφώς το δεύτερο, καθώς κατά κανόνα πρόκειται για δίσκους με εξαιρετικό στυλιστικά lay out και φανταχτερά εξώφυλλα. Εικόνα, ήχος και στυλ συνθέτουν ένα μεγάλο κεφάλαιο της αφροαμερικανικής κουλτούρας των 70s. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured