Στην εισαγωγή του The Killer, o δωρικός και λιτός Michael Fassbender φαίνεται να ξεκινάει μια διαλεκτική κουβέντα με τον Alain Delon του Le Samurai και τον Gene Hackman του The Conversation, ένας απόλυτα προσαρμοσμένος στον 21ο αιώνα αμοραλιστής δολοφόνος με τον δικό του κώδικα, φαινομενικά άτρωτος, απόλυτα περφεξιονιστής και με μερικές ρουτίνες και εμμονές που κρύβουν πίσω τους μια ασυνήθιστη εκκεντρικότητα – 100% προϊόν ενός συστήματος το οποίο τον έφτιαξε και τον συντηρεί, μέχρι που τον πετάει στην άκρη εξαιτίας ενός υπολογιστικού σφάλματος που δεν κατάφερε να προβλέψει, κατά την εκτέλεση μιας αποστολής στο Παρίσι. Σε αντίθεση όμως με τον κρυφό υπαρξισμό του ήρωα του Melville ή την πολύ-σύνθετη περσόνα του πρωταγωνιστή του αριστουργήματος του Coppola, o Δολοφόνος του Fincher, ενώ προσπαθεί να γίνει εκείνος ο μακρινός απόγονος του Tyler Durden, κάπου στην πορεία χάνεται μέσα στα pulp μονοπάτια της κεντρικής ιστορίας του σεναριογράφου Andrew Kevin Walker -στο άτυπο επίσημο reunion του με τον Fincher μετά το Se7en- και το τελικό αποτέλεσμα… δεν απογοητεύει αλλά ούτε και δικαιολογεί πλήρως τις δυνατότητες του Fincher σαν δημιουργού.
Όπως και ο πρωταγωνιστής του, έτσι και ο Fincher είναι μια απόλυτα ισορροπημένη μηχανή στο σκηνοθετικό κομμάτι, παραδίδοντας ένα film το οποίο ρέει αφάνταστα ομαλά -οι δύο ώρες είναι ευλογία- και κάθε γρανάζι είναι απόλυτα λειτουργικό ως προς το σύνολο – μια ταινία, σχεδόν προκλητικά άρτια ως προς την τεχνική της κατασκευή, η οποία παραδόξως δεν υποκύπτει στην επιδειξιομανία και φροντίζει να κρατήσει στιβαρές ισορροπίες μεταξύ του καλλιτέχνη Fincher και του ύφους στο οποίο το The Killer θέλει να κινηθεί. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο adaptation ενός Γαλλικού comic με το πολύ έντονο pulp στοιχείο ταινιών εκδίκησης περασμένων δεκαετιών, είναι τόσο έντονα γραμμικό, που καταλήγει «βούτυρο στο ψωμί» ενός σκηνοθέτη του βεληνεκούς του Fincher, ο οποίος βρίσκει εδώ πολλά από τα αγαπημένα του «παιχνίδια» για να παίξει, με κυριότερο όλων ένα σύμπαν που θυμίζει αρκετά εκείνο του Fight Club - όπου η ηθική έχει εκλείψει προ πολλού, ο έλεγχος έχει μετατεθεί σε λίγους και ισχυρούς, οι οποίοι κινούν τα γεγονότα με συνειδησιακή πυξίδα την νεοφιλελεύθερη κουλτούρα που κυριάρχησε απόλυτα μετά το τέλος της χιλιετίας, στον Δυτικό κόσμο.
Με περιστασιακό σύμμαχό του το σπασμωδικό μαύρο χιούμορ, ο Δολοφόνος του Fassbender ξεκινάει την εσωτερικής δράσεως πορεία του προς την εκδίκηση, εξαπολύοντας ένα ανθρωποκυνηγητό στις 4 γωνιές του πλανήτη. Εκεί, η ψυχρή του και γεμάτη σαρκασμό μηδενιστική κοσμοθεωρία, κόντρα σε οτιδήποτε μπορεί να τον βγάλει εκτός σχεδίου ή να του δημιουργήσει την παραμικρή συναισθηματική φόρτιση, τον μετατρέπει σε μια σύγχρονη μετεξέλιξη του Tyled Durden που πλέον, μετά τη μικρή του επανάσταση, δείχνει να ανήκει στην ελίτ και προσπαθεί να την «φάει» εκ των έσω – ενστερνιζόμενος την άποψη που θέλει τους πολλούς να τα βάζουν πάντοτε με τους λίγους και ισχυρούς. Κάπου εκεί όμως, η φαινομενική κριτική ματιά του σεναρίου του Walker πάνω στις συνθήκες των καιρών -είτε αυτές τις δει κάποιος από τη σκοπιά του… δολοφόνου, είτε από εκείνη του εργαζομένου σε μια πολυεθνική κοκ- τελειώνει, καθώς το όποιο βάθος πίσω από τις σκέψεις του πρωταγωνιστή παραμένει μια υποσημείωση σε ένα, κατά τα άλλα, αρκετά απλοϊκό και ασφαλές σενάριο, χωρίς τη διάθεση να κάνει τη μεγάλη τομή – να ρισκάρει αναζητώντας ένα όραμα, το οποίο έχουμε να δούμε στο σινεμά του Fincher από την εποχή του The Zodiac.
Μέσα σε όλα αυτά, ο Fassbender βγαίνει νικητής στη μάχη των εντυπώσεων, καθώς το ψυχρό του βλέμμα και η άψυχη αντανάκλαση του κόσμου μέσα από αυτό, ενισχύουν απόλυτα την ασκητική μορφή δολοφόνου που ενσαρκώνει, χωρίς όμως εν τέλει να μπορεί να σταθεί δίπλα στις επιρροές του ή σε άλλους παρόμοιους εκτελεστές της μεγάλης οθόνης με έντονους υπαρξιακούς προβληματισμούς ή βαθύτερα ριζωμένη ηθική πυξίδα, όπως τον Ghost Dog πχ του Jarmus ή τον Anton Chigurh του No Country For Old Men. Κοντά του στέκεται η Tilda Swinton στην μάλλον απολαυστικότερη σκηνή της ταινίας, μετά από εκείνη της μεγαλειώδους εισαγωγής του πρώτου εικοσάλεπτου -που προϊδεάζει και για μια άλλη ταινία- ενώ όλο το υπόλοιπο cast δεν στερείται ποιότητας -δεδομένης και της ερμηνευτικής κατεύθυνσης που διατάζει το σενάριο.
Εν τέλει, το The Killer είναι μια κλασάτη mainstream περιπέτεια εκδίκησης που βλέπεται μονορούφι, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αγαπάει κανείς στο σινεμά του Fincher, ενός σκηνοθέτη με φοβερή τεχνική κατάρτιση – αλλά μάλλον με μια σχετική ανεπάρκεια στο να επιλέγει σενάρια με πραγματικό όραμα. Υπάρχει μια συνέπεια με τον ευρύτερο Fincher-ικό σινεμά ως προς τη νιχιλιστική φιλοσοφική κατεύθυνση που παίρνει η ταινία, όσο η ώρα περνάει και οι σκέψεις του Fassbender ξεδιπλώνονται με τη μορφή voice over στην οθόνη, όπως υπάρχει αδιαμφισβήτητα μια σειρά μικρών εσωτερικών ψηγμάτων βαθύτερης ενδοσκόπησης που ίσως αναδειχθούν καλύτερα σε μια δεύτερη θέαση. Αυτό όμως που δεν υπάρχει είναι το μεγαλύτερο όραμα -η λέξη μάλλον που διαχωρίζει τους σπουδαίους δημιουργούς από τους σπουδαίους τεχνίτες- εκείνη η παράμετρος που, εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, θα έκανε το The Killer μια ταινία που θα μνημονευόταν ίσως στην ίδια κατηγορία με πχ το Le Samurai ή το Ghost Dog. Στην παρούσα φάση, πλην της ατόφιας ψυχαγωγικής του υπόστασης, θα αποδειχθεί μάλλον δύσκολο να μην ξεχαστεί το The Killer, άπαξ και περάσουν μερικοί μήνες από τη προβολή του.