Ιούνιος 1998. Οικογενειακό σαλόνι, τηλεόραση αναμμένη, αγαπημένη πολυθρόνα μπροστά από το μισητό σκρίνιο. Ο δεκάχρονος εαυτός μου ασκείται στο zapping και πέφτει πάνω σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Οι μισοί παίκτες φοράνε σκούρες μπλε φανέλες οι άλλοι μισοί κατάλευκες – κλίνω προς τους δεύτερους χωρίς να ξέρω γιατί. Έχω ξαναδεί στιγμιότυπα ποδοσφαιρικού αγώνα στο γυαλί –ο αγαπημένος μου θείος αποσύρεται πάντα μετά το κυριακάτικο μεσημεριανό για να δει το ματς- και δεν μου κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Αυτό που διαδραματίζεται τώρα στην οθόνη όμως είναι πολύ διαφορετικό. Το στιλ, το επίπεδο, η ένταση, το διακύβευμα βρίσκονται σε ένα μοναδικό υψηλό που δεν μπορώ να συλλάβω ακριβώς ως παιδί σίγουρα όμως το αντιλαμβάνομαι και μαγεύομαι. Κι αυτό το παιχνίδι της Αγγλίας με την Αργεντινή στη φάση των νοκ–άουτ στο Μουντιάλ του 1988 -ένα παιχνίδι θρίλερ που κρίθηκε στη φάση των πέναλτι υπέρ της δεύτερης- είναι η αρχή της όποιας σχέσης μου με το ποδόσφαιρο ως θεατή. Και η πρώτη φορά που θα δω τον David Beckham -όχι όμως και η τελευταία.
Η εμφάνιση της Manchester United μου αρέσει πολύ, τη ζητάω επίμονα από τα ξαδέλφια μου που ταξιδεύουν στο εξωτερικό για να δουν αγώνες, αλλά αυτά μου λένε ότι πηγαίνουν κυρίως Ιταλία οπότε βολεύομαι με μία της Fiorentina. Ξεκινάω να παρακολουθώ στα δελτία ειδήσεων τα αθλητικά για μερικά στιγμιότυπα από την Premier League έχοντας μαζέψει εν τω μεταξύ κι άλλους αγαπημένους από το αγγλικό πρωτάθλημα, ιδίως τον Michael Owen -για αδιευκρίνιστους μέχρι και σήμερα λόγους. Μετά από λίγα χρόνια o David Beckham παίρνει μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης την οποία ήδη έχω ξεκινήσει να παρακολουθώ φανατικά γιατί έχει μαζέψει όλους τους εκλεκτούς μιας dream – team με όλους τους αγαπημένους μου παίκτες -για όλους τους σωστούς λόγους- από το Μουντιάλ του ’98: Zinedine Zidane, Roberto Carlos, Luis Figo. Έναν χρόνο πριν έχω πάει -για την ακρίβεια με έχουν πάει- στο σινεμά να δω και το Do It Like Beckham. Μετά από λίγο καιρό σταματάω πια να ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο, κερδίζει το μπάσκετ, το ραντεβού ανανεώνεται μόνο σε γιορτές όπως τα ευρωπαϊκά και τα παγκόσμια πρωταθλήματα. Όταν ο David Beckham μετακομίζει στο Λος Άντζελες αποφασίζοντας να συνεχίσει την καριέρα του σε ένα πρωτάθλημα αντιστρόφως ανάλογο του βεληνεκούς του, σε μία χώρα που το ποδόσφαιρο λέγεται soccer, οριακά δεν το μαθαίνω καν.
Όλες αυτά γιατί το documentary mini series του Neftlix “Beckham” σε σκηνοθεσία του βραβευμένου και αξιόλογου σκηνοθέτη Fisher Stevens καταφέρνει να βάλει γκολ σε ένα τυφλό σημείο: στην ευφορική νοσταλγία, στην αναβίωση παιδικών, νεανικών και βάλε αναμνήσεων από τις δύο δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων το κοινό-στόχος της σειράς έζησε τα καλύτερά του χρόνια. Και αυτό μάλλον είναι και το μεγαλύτερο ατού του.
Αν έπρεπε να διαλέξουμε ένα star ζεύγος που σημάδεψε τη μόδα, τα trends και την ποπ κουλτούρα των ‘90s και των ‘00s και την original showbiz του εξωτερικού αυτό μάλλον θα ήταν ο David και η Victoria Beckham. Για την ακρίβεια ο David Beckham έφερε το ποδόσφαιρο και μαζί του και πολλά άλλα τερέν του σύγχρονου αθλητισμού στην ποπ κουλτούρα πιάνοντας -στην αρχή άθελά του, σύμφωνα τουλάχιστον με το ντοκιμαντέρ, κατόπιν όμως πλήρως συνειδητοποιημένα- μια θέση στην κορυφή ενός stardom που κανένας αθλητής μέχρι τότε δεν είχε δει ούτε στα πιο τρελά του όνειρα. H σχέση και ο γάμος του με το πιο «μυστηριώδες» ίσως μέλος του πιο επιτυχημένου girl group των ‘90s, την Posh Spice Victoria Adams ήταν ο καταλύτης που επέδρασε επιταχυντικά στην μάλλον προδιαγεγραμμένη εκτόξευσή του στα αστρονομικά κασέ, στις εμπορικές συμφωνίες εκατομμυρίων και στις αφίσες σε παιδικά και νεανικά δωμάτια σε όλον τον κόσμο. Και μετά το χάος, οι παπαράτσι, η παράνοια, τα πάνω και τα κάτω, η οικογένεια, οι μετακομίσεις, οι μεταγραφές, τα beefs, τα brands, κι άλλοι παπαράτσι, κι άλλα πάνω κι άλλα κάτω. Το σίριαλ ενός ζευγαριού και μιας οικογένειας, το σίριαλ των Beckham.
Στα τέσσερα μέρη του documentary του Netflix διαγράφεται -μέσα από τα λεγόμενα των ίδιων των Beckhams αλλά και μιας σειράς εκλεκτών καλεσμένων από τον Garry Neville μέχρι τον Luis Figo και τον Ronaldo- όλη η πορεία του super star από τις πρώτες εμμονικές προπονήσεις στην αυλή του σπιτιού του και τα εφηβικά φυτώρια της United μέχρι το μαγικό, απίστευτό γκολ του από τη μεσαία γραμμή του γηπέδου το 1996 κόντρα στο Wimbledon, από τις πρώτες σωρηδόν επιτυχίες με «την επίσημη αγαπημένη του» Manchester United μέχρι τους Galacticos της Ρεάλ, κι από την αψυχολόγητη μεταγραφή του στο αμερικανικό πρωτάθλημα και τους LA Galaxy μέχρι το κρέμασμά των παπουτσιών του και τη δημιουργία της «αλλιώτικης» Inter Miami.
Παράλληλα το “Beckham” θίγει έστω και με επιφανειακές τομές και τις πλέον αμφιλεγόμενες στιγμές του διάσημου ποδοσφαιριστή – κι ας καταλήγουν όλες οι ιστορίες εμφανώς υπέρ του στο τέλος (καμία έκπληξη εδώ). Την πολύκροτη αποβολή του σε εκείνον τον αγώνα με την Αργεντινή στο Μουντιάλ του ’98 που για τα επόμενα χρόνια τον μετέτρεψε από τον πιο λατρεμένο στον πιο μισητό παίχτη της Αγγλίας -μιας και οι παθιασμένοι Άγγλοι φίλαθλοι χρέωσαν -μάλλον άδικα- σε αυτό το περιστατικό τον αποκλεισμό της ομάδας τους από την Αργεντινή, τις ύστερες κόντρες του με τον πνευματικό αθλητικό του πατέρα, και επί χρόνια προπονητή της Manchester United Sir Alex Ferguson, το επεισόδιο με την ιπτάμενη μπότα στα αποδυτήρια, τη φημολογούμενη απιστία και τις συχνές αλλαγές περιβάλλοντος που έθεσαν σε κίνδυνο την οικογενειακή σταθερότητα των Beckham, το beef του με τον συμπαίχτη του στους LA Galaxy Landon Donovan και τις κατηγορίες για “part time player”.
Ναι, πρόκειται για ένα ακόμα ντοκιμαντέρ από τη Netflix σέσουλα που δεν αναβαθμίζει το είδος και τη φόρμα. Ναι είναι ένα καθόλα branded υλικό κομμένο και ραμμένο για να δώσει ένα ακόμα boost στο brand name των Beckham. Ναι είναι προσεκτικά σχεδιασμένο ούτως ώστε να κάνει ακόμα και τον πιο δύσπιστο ή αδιάφορο να δει με συμπάθεια όχι μόνο τον David Beckham αλλά και τη Victoria η οποία επιδίδεται σε κάμποσα ιντερμέδια ειλικρίνειας που εξηγούν σε κάποιον βαθμό τη μπλαζέ της φήμη. Παράλληλα όμως σε επίπεδο παραγωγής και σκηνοθεσίας γίνεται ό, τι καλύτερο μπορεί να γίνει για να ξεχωρίσει το ντοκιμαντέρ από την τηλεοπτική στοίβα στην οποία ανήκει ενώ ο ίδιος ο David Beckham κομίζει το στιλ, την αισθητική και τα insights που χρειάζονται για να κάνουν το "Beckham" ένα binge documentary για τις τάξεις των groupies της ποπ κουλτούρας, περιλαμβανομένων και ανθρώπων που δεν έχουν δει ποτέ πάνω από πέντε λεπτά έναν αγώνα ποδοσφαίρου.
Ενώ στο τέλος, με κάποιον περίεργο τρόπο που έχει μεν χτιστεί με κλασικές γλυκανάλατες επικλήσεις στο συναίσθημα αλλά ταυτόχρονα μοιάζει και να διαπνέεται από μια επαρκή αλήθεια, είναι πολύ πιθανόν ένα κομμάτι του εαυτού του θεατή να ευχηθεί να μπορούσε να το κάνει όπως ο Beckham. Ένας άνθρωπος που βρήκε από νωρίς αυτό που ήθελε να κάνει, προσηλώθηκε σε αυτό ως παιδί και νέος, έγινε κορυφαίος με το σπαθί του μαγικού δεξιού ποδιού του, βρέθηκε στο σωστή στιγμή των λαμπερών ‘90s και ‘00s για να βγάλει πολλά λεφτά, έκανε και κατάφερε να διατηρήσει μια μεγάλη οικογένεια, και τώρα μπορεί να αποσυρθεί, να κάνει το κομμάτι του προσπαθώντας ακόμα να αναβαθμίσει το αμερικανικό ποδόσφαιρο και σχεδιάζοντας ροζ εμφανίσεις για τους παίκτες της Inter Miami, να μαζεύει μανιτάρια στο δάσος και να παίζει με τον γιο του ποδόσφαιρο στο προσωπικό τους 5χ5 δίπλα στην εξοχική τους έπαυλη στο Cotwold. Κάν’ το όπως ο Beckham. Ποιος δεν θα το ήθελε;