Στο διαμέρισμα της Emily (Phoebe Dynevor) και του Luke (Alden Ehrenreich) το ξυπνητήρι χτυπά στις 04:30 το ξημέρωμα. Οι δυο τους, παρά τα ποτά και το ξενύχτι της προηγουμένης, θα πεταχτούν αδιαμαρτύρητα από το κρεβάτι και σχεδόν χορογραφημένα θα ετοιμαστούν (θα γυμναστούν στα γρήγορα, θα κάνουν μπάνιο, θα ισιώσουν μαλλί, θα φορέσουν τέλεια σιδερωμένα ρούχα, θα μεταμορφωθούν σε απόλυτα ταγμένους στο Κεφάλαιο γιάπηδες) για να φύγουν (χωριστά) για το (κοινό τους) γραφείο, μια χρηματιστηριακή εταιρεία κάπου στο Manhattan. Βλέπετε, είναι ενάντια στην πολιτική της εταιρείας το να συνάψεις σχέση με συνάδελφο και κανείς δεν πρέπει να μάθει πως οι δυο τους όχι μόνο συζούν αλλά και -μόλις χθες έγινε η πρόταση, μετά από παράφορη ερωτική συνεύρεση σε μια τουαλέτα- σκοπεύουν να παντρευτούν.
Το πραγματικό αντικείμενο του Fair Play δεν είναι όμως, στα αλήθεια, η σχέση μεταξύ των δύο ερωτευμένων young professionals, αλλά το βίωμα μιας σύγχρονης εργαζόμενης γυναίκας που πασχίζει να ανελιχθεί σε έναν επαγγελματικό χώρο (όπως τα Οικονομικά) που παραμένει ανδροκρατούμενος και ισορροπεί πάνω σε βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές πεποιθήσεις.
«Γιατί βρεθήκατε με τον Διευθυντή τόσο αργά; Πριν σου δώσει την προαγωγή σου την έπεσε;»
«Η εμφάνιση είναι το παν, σταμάτα να ντύνεσαι σαν cupcake.»
«Πήγες μαζί με τους συναδέλφους σου σε στριπτιτζάδικο, γιατί; Για να το παίξεις cool; Για να είσαι one of the guys; Εμένα ξέρεις σαν τι μου φαίνεσαι; Σαν μια πουτάνα που την πλήρωσαν για να βγαίνει μαζί τους να τους διασκεδάζει.»
Αυτά είναι λίγα, μόνο, από τα όσα θα ακούσει η Emily από τον μέχρι πρότινος νομίζαμε έρωτα της ζωής της και μέλλοντα σύζυγό της, όταν μια σημαντική προαγωγή στο γραφείο θα δοθεί σε εκείνη και όχι σε αυτόν. Παρόλο που αρχικά ο Luke καλωσορίζει τα νέα με θετική διάθεση, δηλώνοντας περήφανος για το κορίτσι του, όταν η Emily συντάσσεται με τις απαιτήσεις του νέου της ρόλου και συμπεριφέρεται ως ανώτερη (και ενώ οι προοπτικές ανέλιξης του Luke εξασθαινούν) η δυναμική μεταξύ τους αρχίζει να αλλάζει, η χημεία τους, παρά τις επίμονες προσπάθειες της Emily να πυροδοτήσει ξανά το πάθος, εξατμίζεται, οι ανασφάλειες του Luke γιγαντώνονται και η ερωτική τους ένταση μεταλάσσεται σε πάλη εξουσίας.
Μια δεύτερη παράφορη ερωτική συνεύρεση σε μια τουαλέτα (πολύ, πολύ διαφορετική από την πρώτη) θα συμβολίσει έμπρακτα τις βίαες προεκτάσεις που μπορεί να πάρει η ανάγκη του αρσενικού για επιβολή στο θηλυκό.
Η δεύτερη πιο δυνατή σκηνή της ταινίας έρχεται κάπου στα μισά: Η σχέση ήδη έχει κλονιστεί και ενώ η Emily διαπρέπει στον νέο της ρόλο και έχει μόλις αμειφθεί με ένα παχυλό τσεκ, την βλέπουμε να βασανίζεται τι μήνυμα πρέπει να στείλει στον Luke για να τραβήξει την προσοχή του και να τον πείσει να περάσει το βράδυ μαζί της.
«Να βγούμε απόψε; Κερνάω»
(Το σβήνει)
«Να βγούμε απόψε; Θα φέρω drugs, θα σου κάτσω»
(Το σβήνει)
«Να βγούμε απόψε;»
(Το σβήνει, παρατάει το κινητό, είναι στην τσίτα).
Ο Luke συνεχίζει να την αγνοεί, τη σκηνή διακόπτουν άλλοι άνδρες συνάδελφοι που επιμένουν να τη βγάλουν να το γιορτάσουν, προτείνουν για πλάκα ένα στριπτιτζάδικο κι εκείνη «διαβάζει το δωμάτιο» και για να μην τους κάνει «χαλάστρα» λέει: fuck it, πάμε.
Με κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και κλιμακωτό σασπένς που παραπέμπει στα ερωτικά θρίλερ του 90 που ανέδειξαν τον Michael Douglas σε είδωλο του genre, το Fair Play δεν επιλέγει να προβεί σε κάποια απίθανη ανατροπή για τη λύση του δράματος, αλλά προσφέρει ικανοποιητικό build-up και φινάλε, απεικονίζοντας αρκετά ρεαλιστικά όχι μόνο το κλίμα που συχνά επικρατεί στο corporate σύμπαν (εξάλλου η σκηνοθέτιδα ήταν ήδη απόλυτα εξοικειωμένη με το εν λόγω setting, έχοντας δουλέψει για σειρές όπως το Suits και το Billions) αλλά και τη σύγχυση που μπορεί να επικρατεί στο μυαλό μας γυναίκας που παρά τις σπουδές της, τις ικανότητές της, τον δυναμισμό της ή τον φιλελευθερισμό της, μια ζωή εξακολουθεί να προσπαθεί να είναι αυτό που θέλουν οι άντρες.
Το Fair Play είναι τώρα διαθέσιμο στο Netflix.