Βλέποντας το Renfield και βγάζοντας από τη μέση τον ελέφαντα στο δωμάτιο με συνοπτικές διαδικασίες, είναι σχεδόν βέβαιο πως όποιος πόνταρε στον Nicolas Cage ως Δράκουλα για το κατά πόσο θα ευχαριστηθεί την εν λόγω ταινία, θα περάσει πάρα πολύ καλά και θα δικαιωθεί για την επιλογή του. Όμως το αν δικαιωθεί σε οτιδήποτε άλλο πέρα από εκείνον, μάλλον κρίνεται εξαιρετικά αμφίβολο.
Η ταινία επρόκειτο αρχικά να αποτελέσει μέρος του πολύπαθου Dark Universe project της DC, μια προσπάθεια δηλαδή ανανέωσης και λανσαρίσματος κάποιων κλασικών «τεράτων» της Universal σε ένα «σκοτεινό» δικό τους σύμπαν, στα πρότυπα του MCU και του DCEU. Μετά την παταγώδη αποτυχία του The Mummy το 2017 με τον Tom Cruise -το οποίο θα αποτελούσε και τον «πιλότο» του Dark Universe- το όλο concept μπήκε γρήγορα στον πάγο. Επανήλθε σαν ιδέα, όταν ο δημιουργός του The Walking Dead Robert Kirkman πρότεινε στο studio να γυριστεί η συγκεκριμένη ταινία ως μια αυτόνομη κωμωδία τρόμου. O Nicolas Cage, ήδη φρέσκος από έναν αναζωογονητικό για την καριέρα του ρόλο -και μια από τις σπουδαιότερες ερμηνείες της δεκαετίας αν μας ρωτάτε- στο Pig, επιλέχθηκε να φορέσει τα δόντια και την κάπα του εμβληματικού χαρακτήρα του Bram Stoker. Αυτομάτως η ταινία απέκτησε ένα cult following πριν καλά-καλά ολοκληρώσει τα γυρίσματά της – η φαντασίωση του Cage ως βαμπίρ, με μια οδοντοστοιχία ala Lon Chaney να μασάει και να καταπίνει σκηνικά, ηθοποιούς και οτιδήποτε άλλο τριγύρω του, ήταν ήδη αρκετή για να εκτοξεύσει το hype των φανατικών φίλων του ηθοποιού στη στρατόσφαιρα.
Στα δια ταύτα, η ταινία ξεκινάει και το μεγάλο της χαρτί κρατιέται κρυφό, προετοιμάζοντας ένα είδους αποκάλυψης αντάξιας του hype. Ο Renfield, στρυμωγμένος άτσαλα ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας υποστήριξης για άτομα που έχουν «κολλήσει» σε τοξικές σχέσεις συν-εξάρτησης, μας εξηγεί με voice over πως είναι ο «κολαούζος» του Δράκουλα. Η ζωή του μαζί με τον διαβόητο Κόμη τους βρίσκει να μετακομίζουν σε διαφορετικές πόλεις και χώρες ανά διαστήματα, βασικό συστατικό της υπέρ-αιωνόβιας ρουτίνας του Renfield. Ένα άλλο όμως, πιο σημαντικό για τον ίδιο υποπροϊόν της δουλειάς του, είναι το ψυχολογικό τραύμα που κουβαλάει με το να είναι ο αθάνατος υπηρέτης ενός επίσης αθάνατου, κανιβαλιστικού, χειριστικού τέρατος - ο ορισμός του Smithers για τον Mr. Burns, σε απόλυτους όρους pop κουλτούρας.
Μαθαίνουμε ότι ο Δράκουλας πρέπει να καταναλώνει διαρκώς ανθρώπινο αίμα για να διατηρήσει τις δυνάμεις του, ενώ ο Renfield παίρνει και εκείνος μια μικρή δόση των ικανοτήτων του αφεντικού του τρώγοντας… έντομα, κάτι που του επιτρέπει να πηδάει πολύ ψηλά, να αποκτά μυϊκή δύναμη δέκα ατόμων, να κινείται γρηγορότερα από όλους κτλ. Κοινώς, αποκτά ένα συνονθύλευμα υπέρ-δυνάμεων και γίνεται κάτι σαν τον… Beast από τους X-MEN (*ba-dum-tsss*). Όλα αυτά είναι μάλλον αναγκαία συνθήκη, ώστε αφενός να προστατεύει, όταν χρειάζεται, τον υπέρ-αιωνόβιο δυνάστη του, αφετέρου να είναι πιο εύκολη η αιχμαλώτιση των υποψηφίων «γευμάτων» του Δράκουλα. Και εδώ είναι που η ομάδα υποστήριξης αποκτά την ουσιαστική της σημασία στην ιστορία, μιας και ο Renfield δεν πηγαίνει στις συναντήσεις για θεραπευτικούς λόγους, αλλά για να βρει κακοποιά στοιχεία, ώστε να τα ταΐσει στον Δράκουλα -επειδή έχει αποφασίσει ότι ο κόσμος θα είναι θεωρητικά καλύτερα χωρίς τέτοιους ανθρώπους.
Στο σήμερα λοιπόν και καθώς ο Δράκουλας αναρρώνει στο υπόγειο ενός εγκαταλελειμμένου νοσοκομείου της Νέας Ορλεάνης μετά από ένα, κάπως άσχημο, τετ-α-τετ με το φως του ήλιου, ο Renfield μπλέκει σε μια υπό-πλοκή που αφορά έναν γκάνγκστερ και τη μαφιόζο-μητέρα του, οι οποίοι ηγούνται των Lobos -του πιο ισχυρού συνδικάτου οργανωμένου εγκλήματος της πόλης. Ένας από τους ελάχιστους μη διεφθαρμένους αστυνομικούς της Νέας Ορλεάνης είναι η Rebecca της Awkwafina, η οποία γίνεται φίλη με τον Renfield, ακριβώς την ώρα που εκείνος προσπαθεί να στήσει μια δική του ζωή έξω από τη σκιά του Δράκουλα -κρατώντας μυστικό το γεγονός ότι παραμένει το αθάνατο τσιράκι ενός διαβόητου υπερφυσικού δικτάτορα που πίνει ανθρώπινο αίμα.
Οπότε φτάνοντας στο δια ταύτα, τι είναι το Renfield; Ένα αμάλγαμα του Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans (στου οποίου το υπέρ-cult remake πρωταγωνιστούμε ο full bonkers Nic Cage της εποχής) διασταυρωμένο με το Buffy: The Vampire Slayer με μια πρέζα Let the Right One In και ένα εσάνς υπέρ-ηρωικής-ή-και-όχι-ταινίας; Αυτή είναι η πρόθεση μάλλον. Φτάνει όμως να ανταποκριθεί στην υπόσχεση αυτού του ονειρικά σουρεαλιστικού mash-up; Ούτε κατά διάνοια!
Tο σενάριο του Ryan Ridley -βασισμένο, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, σε μια ιδέα του Robert Kirkman- κάνει το πρώτο φάουλ από τα αποδυτήρια, κάνοντας τον Nicolas Cage δευτερεύοντα χαρακτήρα στη σκιά του Nicolas Hoult. Σαν να αγοράζεις δηλαδή μια Ferrari και την οδηγείς μόνο τα σαββατοκύριακα, ενώ την υπόλοιπη εβδομάδα κυκλοφορείς με ένα Seat Marbella. Ο Hoult παίζει ότι του ζητήθηκε με περίσσιο ζήλο, παρά τα όποια σεναριακά προβλήματα του χαρακτήρα του. Η δε χημεία του με τον Cage είναι εκεί δυνατή και αδιαμφισβήτητη -οι δύο τους είχαν συνεργαστεί ξανά στο υποτιμημένο διαμαντάκι The Weather Man του 2005. Δεν του αξίζει να παρομοιάζεται με Marbella, αλλά δυστυχώς το σενάριο υποβαθμίζει για χάρη του σε β’ ρόλο έναν larger than life ηθοποιό, ο οποίος θέλει πολύ ιδιαίτερο χειρισμό για να μην επισκιάσει τα πάντα με την παρουσία του -ακόμα και ο χαρισματικός και hot αυτή την περίοδο Pedro Pascal έγινε σχεδόν κομπάρσος δίπλα στον Cage στο The Unbearable Weight of Massive Talent του 2022.
Ο Cage λοιπόν «παίζει» με τον καμβά αναφορών και παραπομπών της ταινίας σε κλασσικές κινηματογραφικές ενσαρκώσεις του Δράκουλα -αλλά και την εικόνα της… Anne Bancroft, η οποία, όπως δήλωσε πρόσφατα, τον ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό- και δεν δείχνει καμία αυτοσυγκράτηση όταν χρειάζεται να εμφυσήσει λίγη παραπάνω από τη δημιουργική του τρέλα στον χαρακτήρα. Μπορεί αυτή η «full Nic Cage φρενίτιδα», με την οποία έχει ταυτιστεί τόσο πολύ ο ηθοποιός, στα χαρτιά να μην ακούγεται το ίδιο διασκεδαστική όπως παλιότερα, στην πράξη όμως ο Cage είναι ο μοναδικός μάλλον αστέρας του Hollywood, ο οποίος όταν μπαίνει στο δικό του state of mind και αποφασίζει να… κάνει τα δικά του, παραμένει ακαταμάχητα απολαυστικός. Και σαν Δράκουλας είναι διαβολεμένα υπέροχος, ο ορισμός του show stealer σε κάθε σχεδόν σκηνή που συμμετέχει.
Η κεντρική ιδέα της προβληματικής αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ναρκισσιστικού τέρατος και του κακοποιημένου από εκείνον βοηθού του, ενώ ακούγεται αρκετά ώριμη -ως μια ρεβιζιονιστική σάτιρα του μύθου του βρικόλακα με μια νεωτεριστική ανάγνωση πάνω στις τοξικές σχέσεις- καταλήγει απογοητευτικά υποανάπτυκτη και ρηχή. Η προσπάθεια δε της ταινίας να χωρέσει στη μιάμιση ώρα της ψυχαναλυτική κωμωδία, gore και horror, γκανγκστερική περιπέτεια, υπέρ-ηρωική δράση και πολλά ακόμα, την μπουκώνει τόσο πολύ που δεν λειτουργεί ικανοποιητικά ούτε ένα από τα παραπάνω genres. Το κομμάτι του gore αξίζει μια extra αναφορά, καθώς για άλλη μια φορά το ψηφιακό αίμα και το κακό CGI «χαλάνε» το τελικό αποτέλεσμα και βγάζουν από τη μέση το όποιο hype θα μπορούσε να αποκτήσει η ταινία, ως μια μεταμεσονύκτια ένοχη απόλαυση στο μέλλον. Ο Chris McKay του The Lego Batman Movie και της στιβαρής προϋπηρεσίας στη κωμωδία με το Robot Chicken, συνθέτει ένα περίεργο σύμπαν με χάρτινους και ως επί το πλείστον αδιάφορους χαρακτήρες, σκηνοθετεί άλλοτε δυναμικά και άλλοτε άνευρα τις πολλές σκηνές δράσης της ταινίας, όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην αδυναμία να προσδώσει ένα συμπαγές ύφος στην ταινία -η οποία ανά διαστήματα, όπως στην εξαιρετική ασπρόμαυρη εισαγωγή της, «φωνάζει» ότι ήθελε μια διαφορετική αντιμετώπιση, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά.
Τι μένει στο τέλος της βραδιάς από το Renfield; Σίγουρα η αίσθηση μιας μεγάλης χαμένης ευκαιρίας. Ίσως η κριτική να είναι λίγο παραπάνω «σκληρή» με την ταινία, γιατί το αρχικά ενδιαφέρον της premise, το αξιόλογο πρωταγωνιστικό δίδυμο και μερικές ωραίες ιδέες διάσπαρτες εδώ και εκεί, «πνίγονται» σε ένα έργο που θα λειτουργούσε εξαιρετικά υπό άλλους όρους. Βλέπεται παρ’ όλα αυτά ευχάριστα και αρκούντως ανώδυνα, παρά τα επιμέρους προβλήματα και την απελπιστικά επιφανειακή ανάγνωση του κύριου θέματός του. Θα έλεγε ίσως κανείς ότι υπό προϋποθέσεις, αν κυκλοφορούσε στα τέλη των 80s ή αρχές των 90s σήμερα θα μιλάγαμε για ένα πιθανό cult b-movie της εποχής, το οποίο θα δικαιούνταν μερικής επανεκτίμησης. Εν έτει 2023 όμως είναι πολύ αμφίβολο ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο, ούτε στο παρόν, ούτε στο άμεσο μέλλον.