Τα πρώτα λεπτά εγκλεισμού του, ο Willem Dafoe παλεύει για ώρα με κουμπιά, διακόπτες και καλώδια, πασχίζοντας να απενεργοποιήσει τον κεντρικό συναγερμό του διαμερίσματος που μέχρι πριν από λίγο είχε ως αποστολή να ληστέψει. Ο θόρυβος δε λέει να κοπάσει -τι κι αν βούλωσε τα αυτιά του με χαρτοπετσέτες- κοντεύει να του ρημάξει το νευρικό σύστημα. Όταν τελικά τα καταφέρνει, βγάζει έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης τόσο πειστικό, που χωρίς να το αντιληφθείς, έχεις πάρει κι εσύ την ανάσα μαζί του, κι έχεις ρίξει παλμούς.
Σε αυτό το μοτίβο «πρόβλημα-επίλυση» είναι χτισμένο ολόκληρο το σενάριο του Inside (διά χειρός Βασίλη Κατσούπη και Ben Hopkins) όπου ένα υπερπολυτελές loft στην Νέα Υόρκη (όχι στα αλήθεια, η ταινία γυρίστηκε σε ένα εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής σκηνικό στη Γερμανία) μετατρέπεται σε κελί φυλακής για έναν έμπειρο (κατά τα άλλα) ληστή έργων τέχνης ο οποίος, με τη βοήθεια των συνεργατών του, σχεδίαζε μια «εύκολη δουλειά» νομίζοντας ότι θα αποχωρήσει από τον χώρο του εγκλήματος με συνοπτικές διαδικασίες και 2-3 έργα του Egon Schiele υπό μάλης, αξίας πολλών εκατομμυρίων. Η δουλειά ωστόσο στραβώνει, το high-tech σύστημα ασφαλείας ενεργοποιεί τον συναγερμό και «μπλοκάρει» όλες τις εξόδους του σπιτιού, κόβοντας την παροχή νερού και ρεύματος και προκαλώντας βραχυκύκλωμα στον θερμοστάτη. Η αποστολή ματαιώνεται και ο ληστής παγιδεύεται σε έναν χώρο όσο αφιλόξενο όσο η μίνιμαλ μουσειακή αισθητική του.
Από την περιγραφή της ταινίας και μόνο, θα σκεφτόταν κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με ένα από αυτά τα πειραματικά φιλμ που θυμίζουν περισσότερο θεατρικό μονόπρακτο και λιγότερο κινηματογράφο. Κι όμως. Το Inside δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ως θεατρικό κι αυτό γιατί πρωταγωνιστής της ταινίας, εκτός από τον Dafoe (ο οποίος, καθώς ο διάλογος είναι ελάχιστος, παίζει με όλο του το σώμα, από τη διψασμένη γλώσσα του και τα αποκαμωμένα βλέμματά του, μέχρι τον ιδιαίτερο κατασκευαστικά θώρακά του) είναι και το ίδιο το penthouse: τα έπιπλά του, οι γωνίες του, τα design διακοσμητικά του, οι υφές του, τα χρώματά του, το καθιστικό του, τα σεντόνια του, οι τζαμαρίες του, η εσωτερική σκάλα του, η μαρμάρινη μπανιέρα του, ο περίτεχνος φεγγίτης του και φυσικά, τα επώνυμα έργα τέχνης στους τοίχους του. Ένα σπίτι πανέμορφο στο μάτι και κακάσχημο στην ψυχή, αφού δεν κατοικείται, δεν χρησιμοποιείται, δεν φθείρεται, δεν έχει ζωή.
Και ξαφνικά ένας εισβολέας, ένας παρείσακτος. Παγιδευμένος, αβοήθητος, μόνος. Σαν άλλος… Ναυαγός, ο ήρωάς μας αρχικά προσπαθεί να βρει λύση στα άμεσα ζητήματα που τον απασχολούν: σκαρφίζεται τρόπους να αντιμετωπίσει τη δίψα και τη ζέστη, συλλέγει κάθε πιθανό τρόφιμο (και οτιδήποτε θα μπορούσε να γίνει τροφή) και, σε πρώτη φάση, κάνει διάφορες απόπειρες να δραπετεύσει με τρόπους συμβατικούς. Πάρα πολύ γρήγορα όμως γίνεται αντιληπτό πως δεν πρόκειται για ταινία επιβίωσης ή εγκλεισμού. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι αν θα καταφέρει να αποδράσει ή όχι από το κλουβί του, αλλά τι θα συμβεί τόσο στον ψυχισμό του, όσο και στο ίδιο το διαμέρισμα, όσο εκείνος βρίσκεται φυλακισμένος εκεί. Τα πράγματα παίρνουν απρόσμενη τροπή και ο εισβολέας παρασύρεται από μία ανεξέλεγκτη δημιουργική δίνη και μεταμορφώνεται σε καταστροφέα.
Υπάρχει μια αλλόκοτη ικανοποίηση στο να βλέπεις την πολυτέλεια να χάνει τη λάμψη της και να αποσυντίθεται στα δομικά υλικά της, και ο Dafoe δεν αστειεύεται: κάθε τι τριγύρω του το βλέπει απλά σαν πρώτη ύλη για να φτιάξει κάτι καινούργιο, δικό του. Παράλληλα, παρά το περιορισμένο καστ και σκηνικό, το σενάριο δεν στερείται πλοκής: Πώς καταφέρνει ο φυλακισμένος να διατηρεί το χιούμορ του (χωρίς να θέλω να κάνω spoiler, το... "Macarena" δεν είναι ποτέ πια το ίδιο μετά από αυτή την ταινία) και πού βρίσκει το κουράγιο να αναζητά «συντροφιά» και τρυφερότητα, χαζεύοντας την κοπέλα που καθαρίζει τον όροφο της πολυκατοικίας, μέσα από την κάμερα ασφαλείας; Κι αυτή την κατασκευή εκεί στην άκρη, όπου τοποθετεί ευλαβικά κάθε νέα βίδα που καταφέρνει να βγάλει από τον φεγγίτη, την βλέπει όντως σαν ιερό, σαν προσωπικό του ναό; Πώς αντιμετωπίζει τα ατυχήματά του, πώς αντέχει να βλέπει τον έξω κόσμο ενώ ο ίδιος είναι απολύτως αθέατος και πώς επιβιώνει σε ένα σπίτι όπου δε λειτουργούν οι ηλεκτρικές συσκευές της κουζίνας και, το κυριότερο, το καζανάκι; Και μ’αυτή την περίτεχνη σκαλωσιά / πυραμίδα (ή μήπως γλυπτό) που έχει φτιάξει, πού θέλει τελικά να φτάσει;
Ακόμα δεν μπορώ να αποφασίσω τι από όλα είναι το Inside. Είναι ένα σχόλιο πάνω στην ταξική ανισότητα και την ματαιότητα της απόκτησης πλούτου; Είναι ένας προβληματισμός γύρω από την μη προσβασιμότητα στη σύγχρονη τέχνη; Είναι μια ιστορία που προσπαθεί να σκιαγραφήσει την ανυπότακτη μανιακή ιδιοσυγκρασία μιας καλλιτεχνικής φύσης; Ή μήπως μια αλληγορία για τις μέρες ανελευθερίας που βιώσαμε συλλογικά πρόσφατα, μέσα από την έλευση της πανδημίας;
Τι κι αν είναι όλα αυτά ταυτόχρονα και κάμποσα ακόμα, το πρώτο σκηνοθετικό πόνημα του Βασίλη Κατσούπη είναι, αν μη τι άλλο, εμπειρία. Μπείτε μέσα.
Το Inside προβάλλεται ήδη στις ελληνικές αίθουσες, σε διανομή της Tulip Entertainment.
Διαβάστε επίσης: Βασίλης Κατσούπης: είναι ώρα να πάψουμε να θεωρούμε ότι οι σταρ είναι κάποιου είδους υπεράνθρωποι