Στην μετά-αποκαλυπτική Αμερική του σήμερα, ένας θανατηφόρος ιός, προερχόμενος από τον μύκητα των μανιταριών, έχει μεταλλάξει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε ένα είδος zombie. Ο Joel, ένας πρώην ξυλουργός και νυν λαθρέμπορος που επέζησε από το ξέσπασμα του ιού, αναλαμβάνει να μεταφέρει λαθραία την 14χρονη Ellie, έξω από τη ζώνη καραντίνας που έχει στήσει στη Βοστώνη η ανώτατη πλέον αρχή με την ονομασία FEDRA. Η Ellie φαίνεται να κρατάει το κλειδί για την αντιμετώπιση του ιού και το παράταιρο αυτό ζευγάρι θα χρειαστεί να διασχίσει τη μισή Αμερική, ώστε να φτάσει στο αρχηγείο της επαναστατικής ομάδας των Fireflies, οι οποίοι επιδιώκουν σε πρώτο βαθμό την εύρεση ενός φαρμάκου και σε δεύτερο την ανατροπή της φασιστίζουσας FEDRA.
Το The Last of Us του PlayStation 3 κυκλοφόρησε το 2013 και έγινε αυτομάτως ένα από εκείνα τα videogames που όρισαν τη δεκαετία, θέτοντας τις βάσεις για σχεδόν όλα τα μεγάλα gaming franchises που ακολούθησαν έκτοτε. Δεν ήταν ότι έφερε κάποιου είδους επανάσταση στον τομέα των -παρ’ όλα αυτά εξαιρετικών για την εποχή του- γραφικών ή του ότι ακολούθησε πετυχημένα κάποια συγκεκριμένη τάση της εποχής. Ο βασικός λόγος που το παιχνίδι της Naughty Dog έσπασε όλα τα κοντέρ και αγαπήθηκε όσο ελάχιστα στη σύγχρονη gaming βιομηχανία, ήταν το εθιστικό του gameplay, η κεντρική του ιστορία και ο αμιγώς κινηματογραφικός τρόπος απόδοσης αυτής.
Χωρίς να είναι το πρώτο παιχνίδι που επιχείρησε την σύζευξη κινηματογραφικής και immersive gaming εμπειρίας -μόνο για ένα εκ των πολλών παιχνιδιών της σειράς Metal Gear Solid, θα μπορούσαν να γραφτούν ολόκληρα βιβλία και αναλύσεις επί αναλύσεων- ήταν μάλλον το πρώτο που βρήκε τη χρυσή τομή και έκανε αυτή την εμπειρία ανοικτή σε ένα ευρύτερο κοινό -το οποίο δεν είχε απαραίτητα σκληροπυρηνικές gaming ρίζες, ούτε ήταν διατεθειμένο να μπλέξει τα δάκτυλά του με πολύπλοκους gameplay μηχανισμούς ή απαιτητικό micromanagement. Αυτό ενισχύθηκε από ένα gameplay σύστημα αρκούντως «γεμάτο» για τους πιο casual gamers και άκρως εθιστικό, μέσα στην απλουστευμένη του λογική, για τους πιο απαιτητικούς. Κάπως έτσι ενισχύθηκε με τη σειρά της και η κινηματογραφική του αισθητική, κάνοντας τον παίκτη να νοιαστεί αληθινά για τους ψηφιακούς χαρακτήρες -για τους οποίους χρησιμοποιήθηκε στο έπακρο η τεχνολογία του motion capture και σκηνοθετήθηκαν στο ύφος και τη λογική μιας κινηματογραφικής ταινίας.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η κεντρική ιστορία του παιχνιδιού, που για πρώτη φορά ίσως σε videogame τόσο ευρείας κυκλοφορίας έδινε τέτοια σημασία στον μικρόκοσμο των χαρακτήρων της. Υπήρξε εξίσου διεισδυτική όσο και ψυχαναλυτική απέναντι τους, αγκαλιάζοντας και αναδεικνύοντας πλήρως όλες τους τις πτυχές -και εμμένοντας, λόγω setting, στην πιο σκοτεινή τους πλευρά, καθώς εξαρχής η κεντρική ιστορία έδειξε ανοικτά τις προθέσεις της να εισχωρήσει σε γκρίζα μονοπάτια και αμφιλεγόμενες καταστάσεις, οι οποίες πίεζαν διαρκώς τα όρια μεταξύ ηθικής και ανηθικότητας σε ένα κόσμο υπό πλήρη κατάρρευση. Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο ενσωματώθηκε το LGBTQ στοιχείο και αρκετές κοινωνικό-πολιτικές ανησυχίες των οποίων η συζήτηση έχει αναζωπυρωθεί την τελευταία δεκαετία, έδωσαν στο παιχνίδι ένα γενναίο και διαχρονικά επίκαιρο χαρακτήρα.
Σχεδόν μια δεκαετία μετά, το HBO σε συνεργασία με το studio της Naughty Dog και τη Sony αποφάσισε να επιχειρήσει το αυτονόητο, την τηλεοπτική δηλαδή μεταφορά του παιχνιδιού -επιχειρώντας παράλληλα να «σπάει την κατάρα» των videogame adaptations επί της μεγάλης ή μικρής οθόνης. Ο δημιουργός του παιχνιδιού Neil Druckmann ανέλαβε ενεργά χρέη συγγραφέα, αλλά και σκηνοθέτη κάποιων επεισοδίων, ενώ μοιράστηκε τον τίτλο του showrunner με τον Craig Mazin του πολύ επιτυχημένου Chernobyl. Στους κεντρικούς ρόλους των Joel και Ellie, οι Pedro Pascal και Bella Ramsey -και οι δύο βετεράνοι του Game of Thrones- ανέλαβαν το βαρύ φορτίο ενσάρκωσης ενός εκ των πλέον iconic διδύμων της gaming βιομηχανίας, ενώ στη μουσική επέστρεψε ο Gustavo Santaolalla και σε συνεργασία με τον David Fleming ανέλαβαν την μελοποίηση των τηλεοπτικών περιπετειών του ζευγαριού.
Το τηλεοπτικό The Last Of Us έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, το οποίο σε βάθος χρόνου είναι και εκείνο που δίνει τελικά θετικό πρόσημο στο όλο εγχείρημα - μοιραία όμως καταλήγει να γίνει και το μοναδικό του «σοβαρό» μειονέκτημά: την κινηματογραφική δομή του ίδιου του παιχνιδιού.
Οι περισσότερες σκηνές των εννέα επεισοδίων της πρώτης σεζόν, εκτελούνται σχεδόν κατά γράμμα και σε πλήρη αντιστοιχία με τα αντίστοιχα cut-scenes του παιχνιδιού. Και αφού εκείνα είναι σκηνοθετημένα σαν να αποτελούν μέρη μιας καλής τηλεοπτικής/κινηματογραφικής παραγωγής, το ένα format έρχεται να κουμπώσει πάνω στο άλλο με τρόπο εντελώς φυσικό. Πράγματι, η σειρά επωφελείται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εξαιρετική κληρονομιά του Drunkmann και της ομάδας ανάπτυξης του παιχνιδιού, αφού καταφέρνει να σε γραπώσει από τα μαλλιά με το καλημέρα και να σε εισάγει άμεσα και δυναμικά στον βίαιο κόσμο της. Η παραγωγή του HBO κάνει και πάλι θαύματα με τη διαχείριση του εικαστικού και αισθητικού καμβά ενός σκληρού μετά-αποκαλυπτικού κόσμου, του οποίου οι ισορροπίες δείχνουν να κρέμονται από ένα ισχνό κομμάτι κλωστής.
Στο κομμάτι του σεναρίου, η σειρά υιοθετεί την ανθρωποκεντρική αφήγηση μιας ελαφρώς κλισέ ιστορίας τύπου “Lone Wolf and Cub” -η οποία φαίνεται να έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια διαρκώς επανατροφοδοτούμενη έλξη προς τους θεατές (από τις περιπέτειες της Arya και The Hound στο Game of Thrones, μέχρι την τεράστια επιτυχία του Mandalorian). Ο σχετικά αργός ρυθμός ανάπτυξης των κεντρικών χαρακτήρων -μέχρι ένα σημείο εν πάση περιπτώσει- βοηθάει τη σειρά να πετύχει μια οργανική και απόλυτα φυσική ροή μετάβασης αυτών από το σημείο Α στο Β, ενώ το γράψιμο τους εμμένει σε μια πιο λιτή προσέγγιση των εσωτερικών τους στιγμών -η οποία ενισχύεται με την παρατεταμένη χρήση σιωπών και παρεμφερών εκφραστικών μεθόδων, κάτι που σε μεγαλύτερο βαθμό έρχεται ως άμεση συνέπεια του περιβάλλοντος που τους περικυκλώνει και «θρυμματίζει» ολοένα και περισσότερο τον εύθραυστο συναισθηματικό τους κόσμο.
Η ηθική που καθορίζει τις όποιες επιλογές των πρωταγωνιστών, παρουσιάζεται με έναν τρόπο που αποκλείει τους εύκολους χρωματισμούς «καλών» και «κακών» χαρακτήρων, αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό την επιλογή ταύτισης ή όχι με τις πράξεις τους στον ίδιο τον θεατή. Αυτή η μετατόπιση των ηθικών αδιεξόδων των ηρώων στην διακριτική ευχέρεια των θεατών είναι σίγουρα μια τακτική που ίσως δεν βρίσκει πάντοτε τον στόχο της και κάποιοι μπορεί να μην εναρμονιστούν απόλυτα με αυτήν τη μέθοδο. Η αποστασιοποίηση των σεναριογράφων απέναντι στα ηθικά δίπολα και διλήμματα που ακολουθούν τις αμφιλεγόμενες ενέργειες του Joel και της Ellie, είναι ένα από τα βασικά συστατικά της σειράς, αν όχι ο αυτοσκοπός. Σίγουρα όμως είναι η κατεύθυνση πάνω στην οποία θέλουν να χτίσουν το σύμπαν της σειράς -ένας κόσμος όπου η επιβίωση έρχεται σε πρώτη προτεραιότητα, ακόμα και αν αυτή δεν ορίζεται στα στενά βιολογικά κριτήρια της τροφής ή της στέγασης, αλλά επεκτείνεται και σε πιο πολύπλοκα κριτήρια συναισθηματικής φύσεως.
Και αν τα παραπάνω μαρτυρούν ταινίες όπως τα The Road ή No Country of Old Men και μυθιστορήματα όπως το City of Thieves του David Benioff ως βασικές πηγές έμπνευσης της σειράς, δεν είναι καθόλου τυχαίο μιας και δια στόματος των παραγωγών, όλα αυτά συνέβαλαν εξίσου στη δημιουργία ενός κόσμου όπου κάθε σφαίρα μετράει και κάθε βήμα που γίνεται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση αποτελεί μια απόλυτα συνειδητή επιλογή -που μπορεί να οδηγήσει σε όλων των ειδών τα αποτελέσματα. Κανείς δεν μοιάζει άμοιρος των επιλογών του -όση ανιδιοτέλεια θεωρεί ότι περιέχουν οι αμφιλεγόμενες πράξεις του και αν η «τιμωρία» που επίκειται να τον βρει αστοχήσει, θα προλάβει πάρα ταύτα να του σημαδέψει τη ψυχή με τρόπο σχεδόν μη αναστρέψιμο.
Από την άλλη πλευρά, είναι κάπως άδικο για την όλη προσπάθεια να στερείται βαθμούς λόγω της πρωτότυπης κινηματογραφικής φύσης του ίδιου του παιχνιδιού, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα. To The Last of Us κάνει όλες τις απαραίτητες προσθήκες/διαφοροποιήσεις πάνω στο πρωτότυπο σενάριο του παιχνιδιού, ώστε να το προσαρμόσει ακόμα πιο ταιριαστά στο νέο του τηλεοπτικό format - ανανεώνοντας παράλληλα και κάποια στοιχεία του, τα οποία εν έτει 2023 επιδέχονται ρετουσαρίσματος. Όμως, η κατά γράμμα μεταφορά του ύφους και ρυθμού του παιχνιδιού στην τηλεόραση, δεν γίνεται πάντα με τον πιο ομαλό τρόπο και ειδικά από τη μέση και μετά, πολλά από τα γεγονότα δείχνουν λίγο ασύνδετα μεταξύ τους, λίγο βιαστικά εκτελεσμένα και κάπως μη επαρκώς ανεπτυγμένα. Οι διάφορες αλληλουχίες καταστάσεων δεν στερούνται μιας στοιχειώδους λογικής συνέπειας, απλώς η σειρά κάποιες φορές «κραυγάζει» ότι χρειάζεται περισσότερο αέρα για να ανασάνει ή για να δικαιολογήσει πλήρως κάποιες επιλογές των πρωταγωνιστών της -που μπορεί να φανούν απότομες ή να μην συνάδουν 100% με τον χαρακτήρα τους τη δεδομένη στιγμή. Ίσως η παραγωγή θα επωφελούνταν από 4-5 επεισόδια ακόμα, ίσως θα έπρεπε να απομακρυνθεί και από την καρέ προς καρέ τηλεοπτική μεταφορά των αντίστοιχων cut-scenes του παιχνιδιού, μιας και αρκετές φορές τα δυο format «τρέχουν» σε διαφορετικές ταχύτητες και αλληλοεπιδρούν με διαφορετικό τρόπο για τον gamer και τον θεατή, αντίστοιχα. Ειδικά πλησιάζοντας προς το μεγάλο -και ανατρεπτικό υπό πολλές έννοιες φινάλε- παρατηρείται ένα «μπούκωμα» που δίνει μια αχρείαστη βιασύνη στα όσα σημαντικά γεγονότα εξελίσσονται στην οθόνη.
Οι ερμηνείες κυμαίνονται σε αναμενόμενα πολύ υψηλά επίπεδα, με τον Pedro Pascal που διανύει την καλύτερη περίοδο της καριέρας του και να υποδύεται έναν Joel που δεν στερείται ούτε δυναμισμό, ούτε όμως ενός εύθραυστου ψυχισμού, γεμάτο βαθιά εσωτερικά τραύματα και αμφιβολίες. Το εκ φύσεως θλιμμένο του βλέμμα συνάδει απόλυτα με τις παρατεταμένες σιωπές και τη βουβή μελαγχολία που έχει επιλέξει η συγγραφική ομάδα της σειράς να ντύσει τις βαθύτερες συναισθηματικές στιγμές των ηρώων της, ενώ όταν η πλοκή αποφασίσει να «τρέξει», ο Pascal βουτάει στη δράση με μετρημένη κινησιολογία και αντιδράσεις που παραπέμπουν απόλυτα στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας -και όχι σε κάποιον action hero. Δίπλα του στέκεται εξαιρετικά η νεαρή Bella Ramsay σαν Ellie, η οποία επίσης ευνοείται από τα εκφραστικά της μάτια και τη γενικότερη ικανότητα να εξωτερικεύει τον εσωτερικό της κόσμο βουβά και δίχως πολλά λόγια. Αναγκάζεται να περάσει από διάφορες φάσης ενηλικίωσης κατά τις οποίες καταφέρνει να προσαρμόζει αναλόγως την ερμηνεία της, ενώ όταν της ζητείται να ελαφρύνει λίγο το, κατά τα άλλα, σκοτεινό και πεσιμιστικό κλίμα της σειράς, αυτή το κάνει με ένα αναπάντεχα πετυχημένο και μετρημένο κωμικό timing. Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν χημεία και αυτό είναι στο τέλος της ημέρας το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα του casting, καθώς η σειρά δεν θα λειτουργούσε σε καμία περίπτωση, εάν το τόσο iconic πρωταγωνιστικό της δίδυμο δεν κατάφερνε να συνυπάρξει αρμονικά επί της οθόνης, για όλο το ταξίδι που πρόκειται να διανύσει.
Στους υπόλοιπους ρόλους συναντάει κανείς πολλούς γνωστούς ηθοποιούς, όπως τους Gabriel Luna, Merle Dandridge και την αγαπημένη Melanie Lynskey, όμως την παράσταση κλέβουν χαρακτηριστικά η Αvva Torv (του προσφάτως αδικοχαμένου Mindhunters) και το δίδυμο των Nick Offerman και Murray Bartlett -οι οποίοι πρωταγωνιστούν στο τρίτο και μάλλον καλύτερο επεισόδιο του πρώτου αυτού κύκλου, instant classic ήδη και σίγουρα υποψήφιο για τις πρώτες θέσεις πολλών επερχόμενων λιστών με τα καλύτερα τηλεοπτικά επεισόδια της τρέχουσας σεζόν. Η μουσική της σειράς, ενώ δεν στερείται ποιότητας ή ποικιλίας θεμάτων, θα απογοητεύσει εκείνους που ίσως επιθυμούσαν μια αντίστοιχη ευρεία χρήση της κιθάρας του Santaolalla, όπως γινόταν στο videogame – καθώς η συμβολή του εδώ περιορίζεται στο opening theme και σε μερικά εμβόλιμα ιντερλούδια στα τελευταία λεπτά ορισμένων επεισοδίων. Παρ’ όλα αυτά, το soundtrack κάνει πολύ καλή δουλειά στο να χτίζει ατμόσφαιρα και ένταση, ενώ δεν λείπουν και μερικά εμβόλιμα γνωστά ραδιοφωνικά τραγούδια, τα οποία ευτυχώς δεν πέφτουν στη παγίδα της pop νοσταλγίας -όπως συμβαίνει κατά κόρων σήμερα με οποιαδήποτε σειρά ή ταινία που χρησιμοποιεί hits των 80s ή 90S- αλλά λειτουργούν αποτελεσματικά ως μέσα προώθησης της πλοκής.
Εν κατακλείδι, το The Last of Us είναι αδιαμφισβήτητα η καλύτερη μεταφορά videogame στη μικρή ή μεγάλη οθόνη μέχρι σήμερα, τουλάχιστον παρέα με το επίσης τηλεοπτικό Arcane του Netflix. Πέραν όμως αυτού, είναι και μια εξαιρετική σειρά που φέρει 100% τη σφραγίδα ποιότητας του HBO. Παρά τις όποιες αδυναμίες της, στέκεται στα δικά της πόδια και διαφοροποιείται σε τεράστιο βαθμό από αντίστοιχα zombie-like τηλεοπτικά show όπως πχ το Walking Dead. Η συναρπαστική του πλοκή αγγίζει θεματικές, οι οποίες καταφέρνουν σε μεγάλο βαθμό να προβληματίσουν, διαλέγοντας τις περισσότερες φορές τον δύσκολο δρόμο που θολώνει διαρκώς τα νερά μεταξύ «καλού» και «κακού»/ηθικής και ανηθικότητας. Μετά το άκρως αμφιλεγόμενο φινάλε του πρώτου κύκλου και ενώ η σειρά έχει πάρει ήδη το πράσινο φως για τον δεύτερο, μένει να δει κανείς πως θα αντιμετωπίσει το τηλεοπτικό κοινό τα γεγονότα του δεύτερου παιχνιδιού -μιας κυκλοφορίας που πόλωσε τους οπαδούς της σειράς, όπως κανένα παιχνίδι δεν είχε ποτέ καταφέρει στην ιστορία του μέσου, προκάλεσε ακραίες αντιδράσεις, ενώ έκτοτε θεωρείται η απόλυτη «καυτή πατάτα» των videogames. Μέχρι τότε όμως, η σειρά καταφέρνει με αυτήν την πρώτη της σεζόν να μπει για τα καλά στις συζητήσεις των καλύτερων σειρών του 2023.
Διαβάστε επίσης: 10 αγαπημένες τηλεοπτικές σειρές βασισμένες σε videogames