Η Lydia Tár μοιάζει να έχει ολόκληρο τον κόσμο στα χέρια της: κάτοχος των σημαντικότερων βραβείων στο χώρο που δραστηριοποιείται και με μια καριέρα που ελάχιστοι έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα, η πρώτη γυναίκα που έτυχε του προνομίου της διεύθυνσης της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου ζει μια ζωή πλήρως εναρμονισμένη με την απόλυτη καταξίωση σε ένα παραδοσιακά ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία της είναι κοντά στη δημοσίευση, η ίδια δηλώνει έτοιμη να ηχογραφήσει το νέο της ζωντανό δίσκο -και μεγάλο προσωπικό στοίχημα- στον οποίο θα «αναμετράται» με τη 5η συμφωνία του Gustav Mahler, ενώ η συμβίωσή με την πρώτη βιολονίστρια της Φιλαρμονικής έχει δώσει τη δυνατότητα στις δύο γυναίκες να υιοθετήσουν ένα μικρό κοριτσάκι. Κάπως έτσι, η αδιαμφισβήτητα επιτυχημένη επαγγελματική εικόνα της Tár συμπληρώνεται και με μια ευχάριστη νότα οικογενειακής πληρότητας.
Όμως, η Lydia Tár δεν κραδαίνει τη μπαγκέτα μόνο πάνω από την ορχήστρα που ελέγχει. «Ενορχηστρώνει» παράλληλα και τις ζωές όλων εκείνων που γεμίζουν τον καθημερινό της μικρόκοσμo, κατευθύνοντας με περίσσια επιδεξιότητα τα «θέλω» και «πρέπει» τους, στο να συγκλίνουν με τη δική της προσωπική ευδαιμονία. Η γοητεία που πηγάζει από τον «κομψό» ελιτισμό και τη rock sTár αύρα της, δένει απόλυτα με ένα στιλάτο, αλλά και αυστηρό παρουσιαστικό, καθώς μεταφράζεται στα μάτια και μυαλά των «υποτακτικών» σαν μια ιδιαίτερη μορφή διάνοιας. Αυτή η δύναμη που αντλεί από την άκρως ελεγχόμενη εικόνα της είναι και το κύριο όπλο με το οποίο επιβάλλεται, εκεί που χρειάζεται και επιθυμεί: Με τρόπο απόλυτο, αυταρχικό, χειριστικό και επί της ουσίας κακοποιητικό, πάντα υπό το πρίσμα μιας intellectual δυναμικής γυναίκας που η αναλυτική σκέψη και το ομολογουμένως πελώριο ταλέντο της, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφισβήτησης των προθέσεών της.
Καθώς λοιπόν η Lydia Tár βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στον θρόνο του κάστρου της, μοιραία ο δρόμος της κορυφής παρεκκλίνει και η πτώση αρχίζει να αχνοφαίνεται. Οι κρεμάστρες της ντουλάπας δεν κοιτάνε όλες προς την ίδια κατεύθυνση και μια φήμη έρχεται να την κλονίσει συθέμελα, καθώς, παραδομένη απόλυτα στη υπεροψία και τον εγωκεντρισμό και αρνούμενη να κοιτάξει πέρα από το τεράστιο «εγώ» της, έκανε ένα μοιραίο λάθος -το οποίο δεν είναι εύκολο να καλυφθεί. Και αυτό το λάθος αρχίζει σιγά σιγά να προκαλεί ρωγμές και στον κόσμο της, καθώς νιώθει για πρώτη φορά να χάνει τον έλεγχο.
Ο Todd Field, μετά τα In the Bedroom του 2001 και Little Children του 2006, επιστρέφει για να σπάσει την 16χρονη απουσία του από τα κινηματογραφικά δρώμενα, με μια ταινία η οποία αντηχεί απευθείας στο σινεμά του Paul Thomas Anderson και σε αυτό του Stanley Kubrick -με τον οποίο ο Field είχε συνεργαστεί και σαν ηθοποιός στο Eyes Wide Shut. Και αν κάτι φαντάζει ίσως πιο εντυπωσιακό από τον υποδειγματικό τρόπο με τον οποίο ο Field αφομοιώνει τις επιρροές του, είναι το γεγονός ότι παραδίδει μια πυκνή σημειολογικά ταινία, η οποία μιλάει για επίκαιρες θεματικές όπως το cancel culture, την πολιτική ορθότητα και την κατάχρηση εξουσίας, αναζητά την ηθική ανάμεσα σε αυτό που εκλαμβάνεται ως καλλιτεχνικά «θείο» και στην ελαττωματική μήτρα που το γέννησε, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έρχεται με εύκολες απαντήσεις και μασημένη τροφή προς άμεση κατανάλωση. Αντιθέτως, έρχεται να τρυπώσει στο μυαλό του θεατή και να αποζητήσει επεξεργασία, αποσκοπώντας στη παραγωγή ιδεών, σκέψεων και κριτικής αντίληψης.
Μια ταινία που συμπεριλαμβάνει στις θεματικές της, εκείνες της αλλαγής των καιρών, του χρόνο και την αδυναμία ελέγχου αυτού -τείνοντας προς το χάος και χτυπώντας όλα τα σωστά καμπανάκια του σινεμά του Kubrick- προσδίδοντας στο τελικό αποτέλεσμα διαχρονικές αρετές, κάνοντάς το να ανήκει και ταυτόχρονα να ξεπερνά την ίδια του την εποχή. Και αυτό είναι τόσο αναζωογονητικό, που αυτομάτως η ταινία αποκτά ένα χαρακτήρα κλασσικό και μια αιώνια υφή.
Ο χρόνος, όπως δηλώνει με περίσσια αυτοπεποίθηση η Tár στην αρχή της ταινίας, είναι κάτι που επιθυμεί να ελέγχει απόλυτα. Κατ’ επέκταση, ο Field ελέγχει απόλυτα τον ρυθμό και τους χρόνους της ίδιας της ταινίας, εναρμονίζοντας σε αισθητικό και αισθαντικό επίπεδο τη ροή της με την πορεία και τη ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα. Όταν η πλοκή προχωρήσει και η πραγματικότητα της Tár αρχίσει να κλονίζεται, ο έλεγχος του χρόνου θα γλιστρήσει από τα δάχτυλά της. Η αφήγηση τότε με τη σειρά της, θα αφεθεί σταδιακά σε φαινομενικά παράταιρα χρονικά άλματα, απότομες απαλοιφές αισθητικών και αισθαντικών σκηνών που νωρίτερα ο θεατής θεωρούσε δεδομένες και σε μια τρίτη πράξη που θα κινηθεί, νομοτελειακά πλέον, σε μια άλλη διάσταση συγκριτικά με τα δύο πρώτα μέρη.
Όταν η προαναφερθείσα πραγματικότητα αρχίσει να αμφισβητείται από την Tár, τα διαμερίσματα θα στενέψουν, ο φωτισμός θα αρχίσει να γλιστρά προς το σκοτάδι και περίεργες φιγούρες θα κάνουν σποραδικές, “in a blink of an eye” εμφανίσεις, στο φόντο των μουντών δωματίων ή των κλινικά αποστειρωμένων διαδρόμων. Τα λεπτά όρια της πραγματικότητας θα διανθιστούν με μια δόση απροσδιορίστου μεταφυσικού τρόμου, ο οποίος θα φέρει ίσως στον νου τον τρόπο με τον οποίο ο Roman Polanski κατάφερνε να εισχωρήσει στο ασυνείδητο των θεατών με ταινίες όπως το The Tenant ή το Repulsion.
Η σκηνοθεσία του Field αποσκοπεί με τον τρόπο της, μέσα από καίριες εικαστικές παρεμβάσεις που εξυπηρετούν ψυχή τε και σώματι το διαταραγμένο ψυχογράφημα ενός πολύπλευρου χαρακτήρα, στην οργανική ενίσχυση των θεματικών του σεναρίου, στα πλαίσια μιας κινηματογραφικής εμπειρίας δυόμιση ωρών. Και η σταδιακή αποδόμηση -στους απόλυτους ρυθμούς του ακριβέστερου μετρονόμου- που επιχειρεί απέναντι στον πραγματικό άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τη πορσελάνινη μάσκα της Tár ενισχύεται τα μέγιστα, τόσο από το λεπτοδουλεμένο στην πένα σενάριο του Αμερικανού σκηνοθέτη, όσο και από την σεμιναριακή του σκηνοθετική δουλειά.
Για την Cate Blanchett δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά, καθώς η δουλειά της στην εν λόγω ταινία είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί σε ένα απλό κείμενο. Φαίνεται πως η ίδια και ο Field δούλεψαν μαζί και πολύ στενά πάνω στον χαρακτήρα και τις πτυχές του -ο ίδιος ο Field έχει αναφέρει πολλάκις ότι την είχε εξαρχής στο μυαλό του ως πρωταγωνίστρια, πριν καν ολοκληρώσει το σενάριο. Η Blanchett λοιπόν, για πρώτη φορά στη σπουδαία καριέρα της χάνεται σε τέτοιο βαθμό μέσα σε ένα ρόλο. Η σοκαριστική μεταμόρφωσή στον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας, φέρνει την ερμηνεία της μια ανάσα από το να πιστέψει κανείς ότι παρακολουθεί μια πραγματική πρωταγωνίστρια ενός ντοκιμαντέρ, ενώ η σταδιακή «πτώση» της Tár προς το έρεβος, υφαίνεται χωρίς μανιερισμούς ή φεστιβαλικά ξεσπάσματα υπερβολικών αντιδράσεων, αλλά με μια εσωτερικότητα και έναν ποικιλόμορφο εκφραστικό καμβά συναισθημάτων που καθηλώνουν. Ακόμα και οι γεμάτοι «άγνωστες λέξεις» διάλογοι -με τις εκατοντάδες αναφορές σε μουσικούς και τεχνικές μουσικές λεπτομέρειες- ακούγονται άκρως ενδιαφέροντες και δεν χάνουν στιγμή τον θεατή, αποτέλεσμα ενός σεναρίου που έχει προσαρμοστεί άψογα πάνω σε μια ερμηνεία, η οποία μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια συνθήκη στον τέλειο βαθμό. Η Blanchett δεν δίνει μόνο την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, αλλά πάει σε ένα «μέρος» που λίγες ηθοποιοί του 20ου και 21ου αιώνα μπορούν να αξιωθούν ότι κατάφεραν να φτάσουν!
Το Tár είναι αδιαμφισβήτητα ένα έργο, το οποίο μπορεί να αναλυθεί σε χιλιάδες λέξεις και να αναλωθούν πολλά άρθρα και συζητήσεις γύρω από τον σύνθετο χαρακτήρα και τις αιχμηρές θεματικές που δεν φοβάται να αγκαλιάσει -και να εισχωρήσει βαθιά μέσα τους. Μια ταινία απαραίτητη για τη σημερινή εποχή, τόσο ως προς το περιεχόμενό, όσο και ως προς την στόφα της αυτή καθαυτή, ένα ανατριχιαστικό πορτρέτο αποδόμησης που διενεργεί ουσιαστική μελέτη, πάνω σε ζητήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν μονολεκτικά ή απόλυτα. Και εκεί κερδίζει το μεγάλο στοίχημα ο Todd Field, παραδίδοντας εν τέλει ένα έργο επίκαιρο και συνάμα διαχρονικό. Τίποτα λιγότερο δηλαδή, από ένα αριστούργημα.