H δύση του 20ου και η αυγή του 21ου αιώνα βρήκαν, επιτέλους, το σινεμά του φανταστικού να πραγματοποιεί το πολυπόθητο breakthrough στην mainstream κινηματογραφική κουλτούρα: η μεταφορά του The Lord of the Rings στη μεγάλη οθόνη, έσπασε τα ταμεία και αγαπήθηκε αυτομάτως από τους φίλους της ηρωικής φαντασίας, καθώς ο Peter Jackson ζωντάνεψε ιδανικά, με αληθινή καρδιά και μεράκι, τις σελίδες του "un-filmable" λογοτεχνικού αριστουργήματος του J.R.R. Tolkien.
Όμως το σημαντικότερο όλων, ήταν ότι έστρεψε πάνω της, βλέμματα θεατών οι οποίοι δεν είχαν καμία επαφή με τον χώρο και το είδος, αναγκάζοντας παράλληλα κριτικούς και συντηρητικούς θεσμούς κινηματογραφικών βραβείων όπως τα Oscars -διαχρονικά εχθρικούς απέναντι σε οτιδήποτε δεν πατούσε τα πόδια του γερά στο έδαφος- να αναγνωρίσουν αυτό το κινηματογραφικό παρακλάδι, όπως του άρμοζε. Μπορεί η απόλυτη δικαίωση να άργησε λιγάκι, όμως το The Return of the King του 2003 και των 11 Oscars σφράγισε για τα καλά την επιτυχία των Δαχτυλιδιών και τα τοποθέτησε βαθιά στην συνείδηση των θεατών, ως το απόλυτο παραμύθι των καιρών μας.
Περίπου 20 χρόνια μετά , το στοιχείο του φανταστικού στον κινηματογράφο και την τηλεόραση εξελίχθηκε με γοργούς ρυθμούς, μπαίνοντας ακόμα πιο βαθιά στην pop κουλτούρα, με σειρές όπως το Game of Thrones να σαρώνουν στο πέρασμά τους την -ολοένα και αναπτυσσόμενη- μικρή οθόνη ή δημιουργούς όπως ο Guillermo del Toro να αναγνωρίζονται καθολικά για την αστείρευτή, απόκοσμη τους φαντασία. Σαν επιστέγασμα όλης αυτής της «κληρονομιάς» του Peter Jackson, η Amazon απέκτησε τα δικαιώματα της τριλογίας του Lord of the Rings και αποφάσισε να επιχειρήσει ένα τηλεοπτικό prequel της τριλογίας των Δαχτυλιδιών. Το budget της σειράς ήταν ασύλληπτο σε πρώτο άκουσμα (σχεδόν 500 εκατομμύρια η 1η σεζόν, με το νούμερο αυτό να είναι πιθανότατα ακόμα υψηλότερο). Στο άκουσμα αυτής της επερχόμενης προοπτικής, οι φίλοι του Tolkien πίστεψαν πως ήταν κοντά σε ένα από τα πιο πολυπόθητα όνειρά τους, δηλαδή την τηλεοπτική αφήγηση ιστοριών του "Silmarillion", των "Unfinished Tales" και λοιπών μικρότερης κλίμακας διηγημάτων του αγαπημένου τους συγγραφέα, στην καταλληλότερη εποχή για το ίδιο το μέσο.
Στην πορεία όμως, καθώς νέο υλικό από τα γυρίσματα έβγαινε σταδιακά στην επιφάνεια, άρχισε σιγά σιγά να ξεδιαλύνεται το τοπίο και να παίρνει μια καθαρότερη μορφή το όραμα και κυρίως τα όρια των δημιουργών της σειράς: πράγματι, το νεοσύστατο The Rings of Power, θα αφορούσε γεγονότα, μερικές χιλιάδες χρόνια πριν από εκείνα του Lord of the Rings -και συγκεκριμένα την Δεύτερη Εποχή της Μέσης-Γης. Θα επικεντρωνόταν στο πως ο Sauron δημιούργησε τα δαχτυλίδια, εξαπατώντας Ξωτικά, Νάνους και Ανθρώπους και πως ανέλαβε την εξουσία, προτού χάσει το Δαχτυλίδι και οδηγηθούμε μοιραία στις περιπέτειες του Frodo και του Sam. Όμως, σε αντίθεση με αυτό που αρχικά άφησε να εννοηθεί η παραγωγή, δικαιώματα για τα βιβλία, εκτός από εκείνα της τριλογίας των Δαχτυλιδιών, δεν υπήρχαν. Όλη η προσπάθεια αφήγησης των νέων αυτών περιπετειών, θα γινόταν μέσω των appendixes -παραρτημάτων των βιβλίων της τριλογίας, με τα όποια αναμενόμενα κενά, να καλύπτονταν από την συγγραφική ομάδα της σειράς, η οποία θα είχε την καλλιτεχνική και δημιουργική ελευθερία στο πως να διαχειριστεί αυτό το περιορισμένο υλικό.
Εν τέλει, καθώς οι τίτλοι τέλους της 1ης σεζόν έπεσαν πριν από μερικές ημέρες, το σημαντικό πρόβλημα της σειράς αποδείχθηκε ότι ήταν το αναμενόμενο: η ανεπάρκεια των σεναριογράφων της σειράς στο να διαχειριστούν αυτή την πρόκληση, καθώς και η έμμονη προσκόλληση στο ύφος της τριλογίας του Peter Jackson. Αυτό που κάνει πρώτη εντύπωση στον θεατή, είναι αδιαμφισβήτητα το τεράστιο μέγεθος της παραγωγής και η κινηματογραφικού επιπέδου αισθητική της. Είναι ένας οπτικός θρίαμβος, που η μικρή οθόνη όμοιό του δεν έχει ξαναδεί, με σκηνικά, κουστούμια, ειδικά εφέ και γενικότερο επίπεδο παραγωγής, να αγγίζει σχεδόν το απόλυτο. Όταν όμως ο αμφιβληστροειδής συνηθίσει την εικόνα και δει πίσω από αυτήν, θα διακρίνει μια αισθητική, υφολογικά παρόμοια με εκείνη των ταινιών του Jackson, σε βαθμό όμως που η όποια «συνέπεια» θέλει η σειρά να πετύχει, «κλωτσάει» προς την ανάποδη πλευρά και αμφισβητεί την πρωτοτυπία που θα περίμενε κανείς σε έναν κόσμο 3000 χρόνια νεότερο.
Σαφέστατα υπάρχουν εντυπωσιακά σκηνικά, καινούριες πόλεις και πολιτισμοί, μερικοί εκ των οποίων χαίρουν μιας ιδιαίτερα εντυπωσιακής απεικόνισης και δόμησης στα πλαίσια του world-building της σειράς (με προφανέστατο παράδειγμα αυτών των Νάνων του εντυπωσιακού Khazad-dûm, στους οποίους ανήκει και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας). Όμως στην πλειοψηφία του, ο οπτικός πλούτος αναλώνεται σε έναν άνευ αντίστοιχου δέους, ελαφρώς generic και αρκετά άψυχο επαναπροσδιορισμό της Μέσης-Γης κατά Jackson. Δεδομένου επιπλέον ότι η -ατσούμπαλα εκτελεσμένης- κατακερματισμένη αφήγηση κάνει την ενδοχώρα να δείχνει αρκετά μικρή και σχετικά άδεια, η οπτική πανδαισία της σειράς δεν αρκεί για να κρατήσει το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Kαι είναι πραγματικό κρίμα να έχει κάποιος έναν -σχεδόν- λευκό καμβά ώστε να ζωγραφίσει ένα μυθολογικό σύμπαν, που όμοιό του σε κινηματογραφικό/τηλεοπτικό επίπεδο υπάρχουν ελάχιστα, όμως στο τέλος η φοβικότητα να ορίζει και τα όρια της φαντασίας του.
Στο ύφος των ταινιών του Jackson, γράφεται και το σενάριο μαζί με την κεντρική ιστορία της σειράς. Η αφήγηση «σπάει» σε 4 βασικά μέτωπα, εκείνο της Galadriel και του Numenor, των Ανθρώπων των Νοτίων Χωρών, εκείνο των Νάνων και των Ξωτικών, με τελευταίο αυτό των Harfoots, μιας πρώιμη εκδοχή της φυλής των αγαπημένων σε όλους Hobbits.
Θα πρέπει από την αρχή να γίνει σαφές ότι η σειρά αποκλίνει σημαντικά από το lore των βιβλίων, τόσο ως προς τα γεγονότα της μυθολογίας -αν και το πολύ βασικό timeline ακολουθείται σε μεγάλο βαθμό-, τόσο ως προς την φύση κάποιων από τους χαρακτήρες της. Είναι ένα «πρόβλημα» που σίγουρα οι πιουρίστες της τολκινικής λογοτεχνίας θα πρέπει να λάβουν υπόψη. Από την άλλη, βέβαια, κανένας δημιουργός δεν έχει την υποχρέωση να μετατρέψει σε κινηματογραφική γλώσσα ένα λογοτεχνικό έργο, χωρίς να το αλλοιώσει όσο εκείνος κρίνει ότι θα ανταποκριθεί καλύτερα στο όραμά του – πόσο μάλλον στην συγκεκριμένη περίπτωση, που το πρωτότυπο υλικό είναι περιορισμένο λόγω δικαιωμάτων. Αντιθέτως, είναι και χρέος του -εφόσον μιλάμε για πραγματικό δημιουργό- να αφήσει το καλλιτεχνικό του στίγμα στην σειρά/ταινία. Την ίδια οδό ακολούθησε ο Peter Jackson, την ίδια ο Stanley Kubrick στο "The Shinning" κ.ο.κ.
Eν έτει λοιπόν 2022, είναι κάπως δύσκολο για μια σειρά ή ταινία φαντασίας που έχει βλέψεις μεγάλης εμπορικής -αλλά και καλλιτεχνικής επιτυχίας- να βασιστεί σε καθαρά fantasy κανόνες και νόρμες. Η «μάχη καλού και κακού» πλέον δεν «τραβάει» και οι βασικές θεματικές του είδους φαίνεται να χρειάζονται μια δόση ρεαλισμού, γκριζαρίσματος και κοινωνικού προβληματισμού, για να «περπατήσει» το όλο project. Όμως, το σύμπαν των Δαχτυλιδιών, βασίζεται σε μια φιλοσοφία παρασάγγας αντίθετη από εκείνη του σύμπαντος του R.R.Martin. Χωρίς να υπάρχει η απαίτηση για μια κατά γράμμα ερμηνεία της, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η έντονη -και ελαφρώς άκομψη- προσπάθεια τοποθέτησης ψηγμάτων σύγχρονου κοινωνικού προβληματισμού στην σειρά, η οποία παράλληλα προσπαθεί παράλληλα να ενταχθεί υφολογικά στο σύμπαν που δημιούργησε ο Jackson – ο οποίος εστερνίστηκε σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα των γραπτών του Tolkien και των απλών αλλά όχι απλοϊκών συμβολισμών του-, είναι προβληματική και αυτομάτως αλλοιώνει κατά πολύ τον εγγενή της χαρακτήρα και φύση. Οι κάτοικοι του Numenor αντιπαθούν τα Ξωτικά διότι φοβούνται ότι θα τους αφήσουν… άνεργους, ενώ η Galadriel φοβάται τον εαυτό της μήπως μετατραπεί… σε αυτό που κυνηγάει, είναι μερικά παραδείγματα όπου γκρίζες ζώνες και σύγχρονη πολιτική αλληγορία παίρνουν την θέση της καθαρόαιμης αρχετυπικής φαντασίας, αφήνοντας μια περίεργη και άνιση τελική γεύση. Έτσι, η προβληματική εξ’ αρχής αντιμετώπιση του σύμπαντος της σειράς από το συγγραφικό team, εξαπλώνεται στους κεντρικούς χαρακτήρες με κάποιους εξ’ αυτών -Galadriel, την πλειοψηφία των Ξωτικών, τους Νumenorians και τους κατοίκους των Νότιων Χωρών- να φαίνονται κακογραμμένοι ή ανεπαρκείς ως προς το συναισθηματικό τους ταξίδι κατά τη διάρκεια της σειράς.
Αυτοί που σώζονται σε ένα βαθμό, είναι σίγουρα οι -δημιουργημένοι για τη σειρά- χαρακτήρες του Adar, του Πρώτου Ορκ -ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας της σειράς- και του νεαρού ξωτικού στρατιώτη Arondir, οι Νάνοι -και συγκεκριμένα η σχέση Durin με Elrond- και τα Harfoot -αν και στο φινάλε, η ιστορία τους παρουσιάζει σημαντικές ασυνέπειες-, καθώς το ταξίδι και οι συμπεριφορές τους, θυμίζουν fantasy άλλων δεκαετιών, αρκετά κοντά στις ρίζες του είδους. Και πάλι όμως, σε επίπεδο γραφής, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα με τους ψευδό-φιλοσοφικούς διαλόγους της σειράς, οι οποίοι θέλουν να είναι πομπώδεις και επικοί, στο ύφος των διαλόγων του Jackson, καταλήγουν όμως ένα forced και βεβιασμένο σύνολο λέξεων που ελάχιστη σχέση έχει με την λυρικότητα που ήθελαν να πετύχουν.
Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσει κανείς και τον mystery-box/subvert expectation χαρακτήρα του σεναρίου -στα πρότυπα των σειρών ή ταινιών του JJ Abrams-, την αναίμακτη σκηνοθεσία όπου με το σχετικά κακό της pacing που δεν βοηθάει καθόλου να αποκτήσει η σειρά την απαιτούμενη ένταση, καθώς και την πληθώρα easter-eggs και έμμεσου fan service, θα καταλήξει ότι η καλλιτεχνική αυτοτέλεια αρχίζει και τελειώνει σε όρια που ορίζονται όχι από την ίδια τη σειρά, αλλά μάλλον από την ίδια την Amazon. Το κοινό του "Lord of the Rings" αγαπάει υπερβολικά αυτήν τη τριλογία και η Amazon φαίνεται να στοχεύει σε ένα ήδη έτοιμο κοινό -χωρίς όμως διάθεση να ρισκάρει για κάτι πραγματικά ρηξικέλευθο και επιδραστικό, όπως ήταν και η ίδια η τριλογία των Δαχτυλιδιών για το παγκόσμιο mainstream σινεμά του 1999. Και κάπως έτσι κινδυνεύει να χάσει τον σκληρό πυρήνα τους.
Μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει από τα παραπάνω, ότι η σειρά είναι «κακή» ή «προσβλητική» για τους φίλους του Tolkien και των έργων του. Η σειρά όμως δεν είναι κακή, είναι απλώς μετριότατη. Ένα fun to watch generic fantasy flick, με budget ισάξιο ενός σύγχρονου κινηματογραφικού υπέρ-blockbuster. Δεδομένου όμως ότι μιλάμε για το μεγαλύτερο λογοτεχνικό γεγονός φαντασίας του 20ου αιώνα, ίσως θα ήταν προτιμότερο να ήταν απλά «κακή». Και δυστυχώς, λόγω του ονόματος που κουβαλάει, είναι αρκετά δύσκολο από οποιονδήποτε να την απολαύσει για αυτό που είναι και όχι για αυτό που ίσως θα όφειλε να είναι. Βλέπεται αρκετά ευχάριστα αν δεν υπάρχουν απαιτήσεις, ενώ εφόσον κατάφερε και επιβίωσε την πρώτη αυτή δύσκολη -και εισαγωγική- σεζόν, μια δεύτερη ευκαιρία μάλλον την κέρδισε. Όχι όμως και τρίτη, καθώς τα λεφτά μιας τέτοιας παραγωγής είναι κρίμα να μην καταλήγουν στα χέρια ικανών και φιλόδοξων δημιουργών που έχουν πράγματα να πουν και να εξελίξουν πραγματικά το μέσο.