“Δεν είχαμε τίποτα δικό μας. Η πόλη είχε γίνει ξένη. Η γη κάτω από τα πόδια μας δεν ήταν δική μας. Δεν ήταν δικό μας το αεράκι που μας έκανε να σηκώνουμε το γιακά του μπουφάν στις οκτώ το βράδυ, όταν δεν υπήρχε τόπος να μας δεχτεί, άγιος να μας προστατεύσει. Δεν ήταν δική μας η πόλη ούτε οι θόρυβοί της [...] Η χώρα, η πατρίδα έκλεινε∙ λάφυρο νικητών από την κακή πλευρά, κυνισμού που κρυβόταν πίσω από τη φράση που κανείς δεν την πίστευε και λεγόταν μόνο και μόνο για να ικανοποιηθεί η συνήθεια. Η χώρα έστελνε στον υπόνομο τους ηττημένους, στη νύχτα δίχως τέλος”.
Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν: ιδιωτικός ντετέκτιβ, αναρχικός και μονόφθαλμος, παιδί των εξεγέρσεων του 1968 στο Μεξικό, καπνίζει (Δελικάδος) μα δεν πίνει (παρά μόνο Κέλι-Κόλα). Του αρέσει η bossa nova και οι μελαγχολικές μεξικάνικες rancheras (σημ: μπαλάντες κυρίως του Βόρειου Μεξικού με blue feeling). Πάντα στο πλευρό την ηττημένων της Ιστορίας, των εργατών, των συνδικαλιστών, των αριστερών, των μεταναστών, των καταπιεσμένων γυναικών ή μιας πόρνης που την διώκουν άδικα, αυτών που προέρχονται από-τα-κάτω και που προδόθηκαν όταν, μετά την τελική ήττα του Εμιλιάνο Ζαπάτα και του Πάντσο Βίγια, η εξουσία πέρασε στο διεφθαρμένο PRI (Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα), που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή του Μεξικού για έναν σχεδόν αιώνα. Μοιράζεται το γραφείο του στο κέντρο της πολύβουης Πόλης του Μεξικού (την οποία σπάνια εγκαταλείπει, την οποία αγαπάει αλλά και συγχρόνως μισεί) με τέσσερις φτωχοδιάβολους, έναν υδραυλικό, έναν ηλεκτρολόγο, έναν επιπλοποιό και έναν ευρεσιτέχνη μηχανικό. Έχει ως σύντροφο το Κορίτσι με την Αλογοουρά, αγνώστων λοιπών στοιχείων, που εμφανίζεται ως από μηχανής θεός ή σαν φάντασμα (σύμφωνα με τους όρους του λατινοαμερικανικού μαγικού ρεαλισμού) για να γλιτώσει τον ντετέκτιβ, όποτε ο Μπελασκοαράν τα βρίσκει σκούρα, ή απλώς για να κάνουν έρωτα. Και μετά εξαφανίζεται, πάλι σαν φάντασμα.
Ως χαρακτήρας, ο Έκτορ Μπελασκοαράν πρωταγωνιστεί σε περισσότερα από δέκα βιβλία του προσφιλούς και πολυγραφότατου Paco Ignacio Taibo II, εκ των οποίων τα επτά έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα (σε μεταφράσεις της Έφης Γιαννοπούλου και του Κρίτονα Ηλιόπουλου): “ Ερωτευμένα φαντάσματα ”, “ Όνειρα συνόρων ”, “ Στην ίδια πόλη υπό βροχή”, “ Όταν οι νεκροί χορεύουν ”, “ Μερικά σύννεφα ”, “ Αντίο Μαδρίτη ”, “ Χωρίς αίσιο τέλος ”. Και τα επτά βιβλία επανεκδόθηκαν από την Άγρα τη χρονιά που μας πέρασε. Τον ίδιο χρόνο, οι περιπέτειες του Έκτορ Μπελασκοαράν γυρίστηκαν σε τηλεταινίες, από τον παραγωγό Perro Azul. Τρεις μέχρι σήμερα, διάρκειας 90-120 λεπτών, οι οποίες προβάλλονται στην πλατφόρμα του Netflix. Στους δύο βασικούς ρόλους φιγουράρουν ο Luis Gerardo Méndez (Μπελασκοαράν) και η Paulina Gaitan (Irene, aka Το Κορίτσι με την Αλογοουρά, που, σε αντίθεση με τα βιβλία, εδώ κατονομάζεται).
Στο πρώτο επεισόδιο (“Ημέρες Μάχης”) ο Μπελασκοαράν προσπαθεί να ανακαλύψει έναν στραγγαλιστή γυναικών, που έχει τρομοκρατήσει τους πολίτες της Πόλης του Μεξικού. Στο δεύτερο (“Κάτι ύποπτο”) καλείται να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός μαχητικού αριστερού συνδικαλιστή, και συγχρόνως αναλαμβανει να προστατεύσει την κόρη μιας απαστράπτουσας σταρ του κινηματογράφου, η οποία όμως κρύβει ύποπτα μυστικά και διασυνδέσεις, ενώ η υπόθεση αγγίζει και τα “άπλυτα” της Καθολικης Εκκλησίας. Η τρίτη τηλεταινία (“Χωρίς αίσιο τέλος”) είναι αυτή που μένει πιο πιστή στη δομή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Paco Ignacio II. Εδώ ο Μπελασκοαράν, αφού δέχεται την αναπάντεχη επίσκεψη ενός τύπου που είναι ντυμένος σαν Ρωμαίος λεγεωνάριος, αντιμετωπίζει επαγγελματίες δολοφόνους και το φινάλε τον οδηγεί σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς.
Σε σχέση τώρα με τα βιβλία, δύο παρατηρήσεις, που αφορούν κυρίως τους δύο βασικούς χαρακτήρες. Παρατήρηση πρώτη: ο τηλεοπτικός Μπελασκοαράν αν και μονόφθαλμος (τραυματίζεται στη εξέλιξη της δεύτερης ιστορίας), δεν είναι τόσο στραπατσαρισμένος όσο ο λογοτεχνικός. Ίσα-ίσα, είναι πολύ γοητευτικός με την αγέρωχη κορμοστασιά και το καφέ δερμάτινο σακάκι του. Παρατήρηση δεύτερη: το Κορίτσι με την Αλογοουρά έχει μεγαλύτερη οντότητα. Μαθαίνουμε το παρελθόν της. Μπαίνει και βγαίνει στη ζωή του Μπελασκοαράν με κάποια συνέπεια. Δεν εμφανίζεται (ούτε εξαφανίζεται) σαν φάντασμα. Ο μαγικός ρεαλισμός των βιβλίων απουσιάζει – θα ήταν άλλωστε δύσκολο να μετουσιωθεί τηλεοπτικά.
Αυτό που πριμοδοτεί τις τηλεταινίες, πέρα από την καλοδουλεμένη πλοκή των ιστοριών αυτή καθαυτή, είναι η εξαιρετική αναπαράσταση της Πόλης του Μεξικού της δεκαετίας του 1970 – οπότε και εκτυλίσσονται οι ιστορίες. Τα κτίρια, τα ρούχα (παντελόνια καμπάνες και εφαρμοστά δερμάτινα σακάκια), τα αυτοκίνητα, οι πάγκοι με τους πλανόδιους πωλητές, οι αίθουσες μπόουλινγκ, είναι όλα μελετημένα στη λεπτομέρεια ούτως ώστε να αποπνέουν αέρα 70’ς.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν μπορώ παρά να συστήσω το “Ντετέκτιβ Μπελασκοαράν” σε όσους έχουν αγαπήσει τη λογοτεχνία του Paco Ignacio Taibo II, αλλά και συγχρόνως να παραινέσω τους fans της τηλεοπτικής σειράς να διαβάσουν και τα βιβλία.
“Ο Έκτορ ήταν πάντα ξένος, εκτός τόπου. Δεν είχε τα δικά του σκηνικά, είχε μόνο δανεικά σκηνικά, κατασκευασμένα ειδικά για εκείνον, έναν απελπισμένο ηθοποιό χαμένο στη μέση μιας παράστασης, στο κέντρο των σανιδιών, χωρίς σενάριο στα χέρια, χωρίς κανένα ταλέντο, χωρίς ικανότητα αυτοσχεδιασμού. Ήταν χαμένος σ’ εκείνο το χωριό όπου σύμμαχοι δεν έλεγαν να φανούν και όλος ο κόσμος είχε απαντήσεις σε ανύπαρκτες ερωτήσεις...”.
https://www.youtube.com/watch?v=q2pehtDn4i4