Ο επιθεωρητής Χέι-τζουν ρίχνει κολλύριο στα μάτια του συχνά, τον έχει τσακίσει η αϋπνία. Δεν είναι οι άλυτες υποθέσεις του που δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί, μα όταν δεν βρίσκει ύπνο, σκέφτεται τις άλυτες υποθέσεις του. Η ζωή του μοιράζεται ανάμεσα στο αστυνομικό τμήμα, το περιπολικό παρακολούθησης και το σπίτι του, όπου η ασύνδετη με το περιβάλλον σύζυγός του τον κερνά καθημερινά toxic positivity, απαγορεύοντάς του ρητά το κάπνισμα και επιμένοντας να συνευρίσκονται ερωτικά κάθε εβδομάδα γιατί «το 55% των ζευγαριών που δεν κάνουν σεξ καταλήγουν σε διαζύγιο». Ένα βράδυ, ένας ηλικιωμένος ορειβάτης βρίσκεται νεκρός στις παρυφές ενός απόκρυμνου βουνού: δολοφονία ή αυτοκτονία; Βασική ύποπτη θεωρείται η σύζυγός του, μια αινιγματικά όμορφη νεαρή Κινέζα νοσοκόμα την οποία ο αστυνομικός θα ανακρίνει εξονυχιστικά. Όταν φτάσει στο μεδούλι του ψυχισμού της, θα παραδοθεί σε έναν έρωτα που θα τον αφήσει διαλυμένο.
Ο Park Chan-Wook χρησιμοποιεί την δοκιμασμένη σκαλέτα του φιλμ νουάρ -ενισχυμένη από την υπέροχη και πανταχού παρούσα μουσική του Cho Young-Wuk- για να αφηγηθεί έναν καταρραμένο έρωτα ανάμεσα σε έναν «τίμιο άνδρα» και μια femme fatale, καταφέρνοντας με μαεστρικό τρόπο να μπασταρδέψει τον ρετρό μελοδραματισμό με τον κυνισμό του σήμερα. Διατηρώντας την τεχνολογία διαρκώς σε πρώτο πλάνο (φωτογραφίες, ηχογραφήσεις, smartphones που παίζουν κεντρικό ρόλο στη διαλεύκανση της υπόθεσης, μια γιαγιά που ζητά από την Siri να της παίξει το τραγούδι «Ομίχλη», μηνύματα που γράφονται και σβήνονται, ένα smartwatch-κόσμημα με χρυσό μπρασελέ, αντανακλάσεις προσώπων στο black mirror της οθόνης, το καρδιοχτύπι που προκαλούν οι τρεις τελίτσες όταν ο συνομιλητής στο chat πληκτρολογεί) ο σκηνοθέτης σκαρφίζεται ένα γλωσσολογικό χάσμα για να βάλει τους πρωταγωνιστές του να επικοινωνούν μέσα από τα τηλέφωνά τους, ακόμα και όταν βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο: τα κορεάτικα της Seo-rae δεν είναι και τόσο καλά, οπότε συχνά καταφεύγει στη δική της γλώσσα, τα κινέζικα, τα οποία φιλτράρει μέσα από την αυτόματη φωνητική μετάφραση του κινητού της.
Από εκεί και πέρα, όλα κρίνονται στις λεπτομέρειες: ένα δαχτυλίδι γάμου που αφήνει σημάδι στον παράμεσο ακόμα κι όταν αφαιρείται, το πώς η λέξη ζευγάρι βρίσκει την ουσία της στην κινησεολογία δύο ανθρώπων που συγυρίζουν συντονισμένοι ένα τραπέζι μετά από γεύμα, η μυρωδιά μιας κρέμας χεριών, η λιπαρή γυαλάδα που έχουν τα χείλη που φιλήθηκαν (;) με liposan. Οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στην οθόνη, οι εξελίξεις στη διαλεύκανση του μυστηρίου, οι νέοι χαρακτήρες που ξεπηδούν από το πουθενά, οι αγωνιώδεις σκηνές δράσης, τα ανθρωποκυνηγητά στις στέγες μιας παραγκούπολης, οι αναπάντεχες δόσεις (ακόμα και χοντροκομμένου) χιούμορ και τα πήγαινε-έλα στον χωροχρόνο είναι απλά συμπληρωματικές εικόνες, καταπληκτικά δοσμένες σκηνοθετικά, έτσι ώστε το μοντάζ να αποδίδει ιδανικά την οικουμενική παραδοχή ότι «η ζωή συνεχίζεται», ακόμα κι όταν παραπέεις αβοήθητος μέσα σε μια παλιρροιακή ερωτική δίνη.
Χτίζοντας μυθιστορηματική ατμόσφαιρα που έχει αφετηρία τα ψυχολογικά θρίλερ του Χίτσκοκ αλλά στυλιστικά βρίσκεται πιο κοντά σε πιο σύγχρονα ερωτικά θρίλερ όπως το «Βασικό Ένστικτο» (με ανύπαρκτο, ωστόσο, πορνογραφικό περιεχόμενο), και καδράροντας μαγικά γκρο πλαν στους δύο ακαταμάχητους πρωταγωνιστές του, Park Hae-il και Tang Wei, ο 60χρονος πλέον Κορεάτης auteur αφήνει στην άκρη τον ηδονισμό της προηγούμενης ταινίας του «Η Υπηρέτρια» και μεταμφιέζει την αδιέξοδη ερωτική επιθυμία σε άλυτη υπόθεση, σε απεχθές έγκλημα που κρατά τους ανθρώπους ξύπνιους τα βράδια, σε παρανοϊκό υπαρξιακό σπιράλ με συχνά ολέθρια έκβαση.
Το αν η «απόφαση φυγής» του τίτλου αναφέρεται τελικά στην εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης ή την επιβεβλημένη απομάγευση συνοψίζει ίσως το πιο διαχρονικό και πιο δυσεπίλυτο από όλα τα διλήμματα που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρώπινη φύση.
Η νέα ταινία του Park Chan-Wook «Απόφαση Φυγής», η οποία κέρδισε Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών και άνοιξε στις 28 Σεπτεμβρίου το 28ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας, έρχεται στις ελληνικές αίθουσες στις 20 Οκτωβρίου σε διανομή του CiNoBo.